Σχεδόν 1 δισ. ευρώ από την τσέπη μας για τα φάρμακα που μας «γράφει» ο γιατρός

Οι εκτιμήσεις μελέτης της Deloitte, η οποία τονίζει ότι το πρόβλημα της φαρμακευτικής δαπάνης είναι διαρθρωτικό και όχι συγκυριακό.

Σχεδόν 1 δισ. ευρώ από την τσέπη μας για τα φάρμακα που μας «γράφει» ο γιατρός

Απότοκο της εκτίναξης της πορείας της αγοράς συνταγογραφούμενων και άρα αποζημιούμενων φαρμάκων στη χώρα, αποτελεί η δραματική αύξηση και των ποσών που πρέπει να καταβάλουμε από την τσέπη μας κατά την εκτέλεση της συνταγής μας στα φαρμακεία.

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, το 2025 η αγορά μόνο των συνταγογραφούμενων – αποζημιούμενων φαρμάκων στην Ελλάδα προσέγγισε τα 9 δισ. ευρώ (8,9 δισ. ευρώ για την ακρίβεια). Η δε συμμετοχή των πολιτών η οποία υπολογίζεται στο 10% αυτής της αξίας έφτασε τα 900 εκατ. ευρώ και μέσα σε μία διετία αναμένεται να ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ.

Οι παραπάνω εκτιμήσεις περιλαμβάνονται σε μελέτης της Deloitte για λογαριασμό του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), η οποία τονίζει ότι το πρόβλημα της φαρμακευτικής δαπάνης είναι διαρθρωτικό και όχι συγκυριακό.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, το βασικό ζήτημα δεν αφορά το συνολικό ύψος της δαπάνης, αλλά τον τρόπο χρηματοδότησής της, με τη χώρα να υπολείπεται σημαντικά σε δημόσιες επενδύσεις στο φάρμακο σε σχέση με άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης.

Η μελέτη τονίζει ότι η συνολική φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα αυξάνεται με ρυθμό αντίστοιχο των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Παρ’ όλα αυτά, το βάρος της χρηματοδότησης μεταφέρεται δυσανάλογα στους ασθενείς και στις φαρμακευτικές εταιρείες, κυρίως μέσω αυξημένων ιδιωτικών πληρωμών και υψηλών υποχρεωτικών επιστροφών (clawback και rebates).

Όπως αναφέρουν στελέχη του ΣΦΕΕ, ενώ έχουν γίνει αυξήσεις στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη τα τελευταία χρόνια, αυτές δεν επαρκούν για να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες του συστήματος. Το αποτέλεσμα είναι οι επιστροφές να παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, δημιουργώντας συνθήκες οικονομικής ασφυξίας για τη φαρμακοβιομηχανία και περιορίζοντας τη δυνατότητα επενδύσεων και εισαγωγής καινοτομίας.

Το πρόβλημα, η πολυπλοκότητα του συστήματος και οι ανησυχητικές προβλέψεις

Παράλληλα, αναγνωρίστηκε ότι υπάρχει πρόβλημα στο μίγμα της συνταγογράφησης, με σταδιακή αντικατάσταση οικονομικότερων θεραπειών από ακριβότερες, καθώς και φαινόμενα υπερσυνταγογράφησης. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των αντιβιοτικών, τα οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς, εξακολουθούν να συνταγογραφούνται σε επίπεδα που ξεπερνούν τις πραγματικές ανάγκες.

«Η ευθύνη για τη ρύθμιση του συστήματος ανήκει πρωτίστως στην πολιτεία. Όσο δεν λαμβάνονται ουσιαστικά μέτρα, τόσο αυξάνεται η ανάγκη για πρόσθετη χρηματοδότηση», δήλωσε ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Ολύμπιος Παπαδημητρίου. Όπως σημείωσε, η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τα υψηλά ποσοστά χρόνιων νοσημάτων στη χώρα, όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία, αλλά και με τη διαρκώς αυξανόμενη επιβάρυνση από τον καρκίνο.

Αναφερόμενος στις στρεβλώσεις του ελληνικού συστήματος, ο Γιώργος Κουρέπης, Director στην ομάδα Strategy της Deloitte, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα καταγράφει από τα

υψηλότερα επίπεδα υποχρεωτικών επιστροφών στην Ευρώπη, την ίδια στιγμή που διαθέτει από τις χαμηλότερες τιμές πρωτότυπων φαρμάκων. Παρά τους κοινούς κανόνες τιμολόγησης μεταξύ των καναλιών διανομής, παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις στα επίπεδα επιστροφών, με κοινωνικές και προνοιακές πολιτικές να χρηματοδοτούνται έμμεσα από τη φαρμακοβιομηχανία.

Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω από την πολυπλοκότητα του συστήματος, λόγω της ύπαρξης πολλών καναλιών, εξαιρέσεων και ειδικών ρυθμίσεων, σε αντίθεση με τις απλούστερες και πιο προβλέψιμες πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ιδιαίτερα ανησυχητικές χαρακτηρίζονται οι προβλέψεις της μελέτης για τα επόμενα χρόνια. Στο σενάριο μη παρέμβασης, η συνολική φαρμακευτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 10,5 δισ. ευρώ έως το 2028, με τις επιβαρύνσεις να αυξάνονται ανεξέλεγκτα. Αντίθετα, στο σενάριο στοχευμένων μεταρρυθμίσεων, η ετήσια αύξηση της δαπάνης μπορεί να περιοριστεί σε περίπου 7%, επιτρέποντας στη δημόσια χρηματοδότηση να ακολουθήσει πιο βιώσιμο ρυθμό.

Το «επιθυμητό σενάριο» και ο ρεαλιστικός στόχος

Σύμφωνα με το «επιθυμητό σενάριο», η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη θα πρέπει να αυξηθεί στα 4,5 δισ. ευρώ έως το 2028, ώστε να καλυφθεί μέρος των αναγκών χωρίς περαιτέρω επιβάρυνση ασθενών και εταιρειών. Από το συνολικό χρηματοδοτικό κενό των 1,5 δισ. ευρώ, περίπου 800 εκατ. ευρώ θα μπορούσαν να καλυφθούν μέσω πρόσθετης κρατικής χρηματοδότησης, ενώ τα υπόλοιπα 700 εκατ. ευρώ μέσω παρεμβάσεων που θα περιορίσουν τις στρεβλώσεις, τις σπατάλες και την αναποτελεσματικότητα.

Σε ό,τι αφορά τις υποχρεωτικές επιστροφές, η μελέτη θέτει ως ρεαλιστικό στόχο τη σταδιακή επιστροφή σε επίπεδα περίπου 40%, αντίστοιχα με εκείνα του 2020.

Τέλος, ιδιαίτερα απαισιόδοξα είναι τα ευρήματα της πρωτογενούς έρευνας που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των εταιρειών-μελών του ΣΦΕΕ. Οι περισσότερες εκτιμούν ότι, χωρίς δομικές μεταρρυθμίσεις, το σύστημα θα γίνει λιγότερο αποτελεσματικό και λιγότερο προβλέψιμο τα επόμενα 3–5 χρόνια, με αρνητικές συνέπειες στην πρόσβαση των ασθενών στην καινοτομία. Ενδεικτικό είναι ότι το 58% των εταιρειών δηλώνει πως είναι λιγότερο ή καθόλου πιθανό να επενδύσει στην ελληνική αγορά υπό τις παρούσες συνθήκες, επικαλούμενο τη ρυθμιστική αβεβαιότητα, τις υπερβολικές επιστροφές και τις αργές διοικητικές διαδικασίες.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version