Η κατανόηση της σύγχρονης Κίνας δεν μπορεί να εξαντληθεί σε στερεότυπα, ούτε να περιοριστεί σε απλές οικονομικές αναλύσεις. Απαιτεί την παρατήρηση των τεκτονικών αλλαγών που συντελούνται στο εσωτερικό της, αλλά κυρίως την αποκωδικοποίηση του τρόπου με τον οποίο η ασιατική υπερδύναμη επαναπροσδιορίζει τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη, στην προσπάθεια της να ηγηθεί του λεγόμενου «Παγκόσμιου Νότου». Είχα την ευκαιρία να πραγματοποιήσω μία επίσκεψη ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος στην κινεζική επικράτεια, και να παρακολουθήσω από κοντά αυτές τις διεργασίες, τόσο μέσω της συμμετοχής μου σε υψηλού επιπέδου πολιτικές διαβουλεύσεις όσο και μέσω της μελέτης προτύπων μοντέλων περιφερειακής ανάπτυξης.
Από την τεχνολογική αιχμή της Τσενγκντού έως την αγροτική αναζωογόνηση της Ζιγκόνγκ, και από τις ακαδημαϊκές έδρες στο Χεφέι έως το διεθνές βήμα της Σανγκάης, το οδοιπορικό αυτό ανέδειξε μια σαφή πραγματικότητα που ο μέσος Έλληνας (και Ευρωπαίος) ίσως δεν έχει αντιληφθεί στο έπακρο: Η Κίνα δεν είναι μια μακρινή χώρα με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αντιθέτως, μετασχηματίζεται σε έναν πόλο έλξης και σύνθεσης για τα έθνη που αναζητούν εναλλακτικές οδούς ανάπτυξης. Φρονώ, πως η Ελλάδα οφείλει να είναι παρούσα, με αυτοπεποίθηση και στρατηγική ευελιξία, σε αυτή τη νέα πραγματικότητα.
Κορωνίδα της επίσκεψης υπήρξε αναμφίβολα η συμμετοχή μου, ως μοναδικού εκπροσώπου ελληνικού Think Tank, στο «3rd Global South Think Tanks Dialogue» στη Σανγκάη. Πρόκειται για έναν θεσμό που εξελίσσεται σε βαρόμετρο των διεθνών τάσεων, συγκεντρώνοντας πολιτικούς ηγέτες, policy makers και ακαδημαϊκούς από περισσότερες από 120 χώρες. Ως εκ τούτου, η παρουσία όλων εκεί, δεν ήταν απλώς εθιμοτυπική• ήταν ουσιαστικά μια άσκηση διπλωματίας στην καρδιά των εξελίξεων.

Στο σημερινό ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, όπου η Δύση συχνά δυσκολεύεται να αφουγκραστεί τις ανησυχίες των αναπτυσσόμενων κρατών, το φόρουμ της Σανγκάης έθεσε την ανάγκη για μια νέα αρχιτεκτονική παγκόσμιας διακυβέρνησης. Μέσα από τις συζητήσεις με εκπροσώπους από την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία, κατέστη σαφές ότι ο «Παγκόσμιος Νότος» δεν αποτελεί μια γεωγραφική έννοια, αλλά μια πολιτική οντότητα που διεκδικεί ισότιμη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Ο όρος «Παγκόσμιος Νότος» περιγράφει κυρίως τις αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και κοινά ιστορικά βιώματα, όπως η αποικιοκρατία. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να αναδείξει τις κοινές κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές προκλήσεις αυτών των εθνών σε αντιδιαστολή με τον πλούσιο «Παγκόσμιο Βορρά».
Ωστόσο, στη Σανγκάη έγινε αντιληπτό πως αυτή η διάκριση δεν αφορά πλέον μια σχέση εξάρτησης. Οι χώρες αυτές δεν ζητούν απλώς οικονομική βοήθεια, αλλά μεταφορά τεχνογνωσίας και δικαίωμα στη διαφοροποίηση. Η Κίνα, μέσω πρωτοβουλιών όπως το “Global Development Initiative”, προσφέρει ακριβώς αυτό: Ένα αφήγημα που λέει ότι “μπορείτε να αναπτυχθείτε χωρίς να δυτικοποιηθείτε πλήρως”. Αυτό το μήνυμα βρίσκει ευήκοα ώτα σε κράτη που αισθάνονται ότι οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα) συχνά επιβάλλουν όρους που δεν συνάδουν με τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες, ή που βρίσκονται αποκλεισμένα από αυτούς τους Διεθνείς Οργανισμούς.

Ενδεικτικό της συμπερίληψης που θέλει να προβάλει η Κίνας, είναι και το γεγονός πως η παρουσία μου στο forum αντιμετωπίστηκε με ενδιαφέρον από τους διοργανωτές. Η χώρα μας, ιστορικά τοποθετημένη στο σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής, αντιμετωπίζεται από τους Κινέζους ως “ο άλλος μεγάλος πολιτισμός”. Βεβαίως, η Κίνα έχει εμπράκτως δείξει το ενδιαφέρον της για επενδύσεις στη χώρα μας, όπως για παράδειγμα στο λιμάνι του Πειραιά. Στις τοποθετήσεις μου, αλλά και στις παρεμβάσεις μου στα κινεζικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τα οποία αναζήτησαν τη γνώμη του Έλληνα εκπροσώπου (CCTV+, Wenhui Daily), τόνισα πως η Ελλάδα, ως μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, διατηρεί την εθνική της κυριαρχία και αυτενέργεια, προκρίνοντας τη συνεργασία και τον διάλογο έναντι των αποκλεισμών. Η συμμετοχή μας σε τέτοια fora δεν υπονομεύει τον δυτικό μας προσανατολισμό, αλλά ενισχύει τον ρόλο μας ως αξιόπιστου και πολυδιάστατου συνομιλητή.
Κατά τις επαφές μου με τα κινεζικά ΜΜΕ, θεώρησα χρέος μου να αναφερθώ στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Μύκονο και κατ’ επέκταση το Νότιο Αιγαίο. Όχι όμως ως έναν απλό τουριστικό προορισμό. Η Μύκονος είναι ένα σύμβολο της ελληνικής φιλοξενίας και του ανοιχτού πνεύματος, ενός χαρακτηριστικού που αποτελεί βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας. Για αυτό και προσκάλεσα τους Κινέζους φίλους να επισκεφτούν την πατρίδα μας και να γνωρίσουν τις ομορφιές του τόπου μας.
Πέραν του forum της Σανγκάης, στην πόλη Χεφέι επισκέφθηκα το Πανεπιστήμιο του Anhui, ενώ έλαβα μέρος και σε ειδική συνεδρίαση με το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (CPC). Οι συζητήσεις προσέφεραν γόνιμο έδαφος για ιδεολογική ανταλλαγή, μεθόδους έρευνας αλλά και ανταλλαγή απόψεων και επαφών. Στο επίκεντρο τέθηκε η έννοια του «Κινεζικού Εκσυγχρονισμού» ως εναλλακτική πρόταση ανάπτυξης. Ο «κινεζικός εκσυγχρονισμός» είναι η αναπτυξιακή πορεία που χαράσσει η Κίνα, με διακηρυγμένο στόχο την επίτευξη εθνικής αναζωογόνησης και κοινής ευημερίας για τον τεράστιο πληθυσμό της, διατηρώντας ταυτόχρονα το σοσιαλιστικό της σύστημα. Διαφέρει από τον δυτικό εκσυγχρονισμό, καθώς δίνει έμφαση στην υλική και πνευματική πρόοδο, στην αρμονία ανθρώπου-φύσης και στην ειρηνική ανάπτυξη.

Στις εισηγήσεις μου, επεσήμανα την κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης που βιώνουν πολλές δυτικές δημοκρατίες, αντιπαραβάλλοντας την ανάγκη εξισορρόπησης του γραφειοκρατικού ελέγχου με την ελευθερία ανάπτυξης της καινοτομίας. Επιπλέον, ενδιαφέρον είχε η συζήτηση για τις αποφάσεις της 4ης Ολομέλειας της ΚΕ του CPC, όπως αναλύθηκαν από την καθηγήτρια Guo Xianfeng στην πόλη Τσενγκντού. Η ίδια, ανέλυσε πως η κινεζική ηγεσία εστιάζει πλέον στην ποιότητα της ανάπτυξης και όχι απλώς στην ποσότητα, θέτοντας ως προτεραιότητα την κοινωνική συνοχή και την οικολογική ισορροπία. Πράγμα το οποίο φάνηκε από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας ενσωματώνεται στην καθημερινότητα και στην κρατική λειτουργία, με εφαρμογές που θα μπορούσαν να φανούν εξαιρετικά χρήσιμες στην ελληνική πραγματικότητα.
Στις πόλεις Τσενγκντού και Ζιγκόνγκ, πραγματοποιήσαμε επισκέψεις στο Zigong Aviation Industrial Park και στα γραφεία της Aerofugia και ουσιαστικά είδαμε την κινεζική πρόταση για το μέλλον των αερομεταφορών. Η Κίνα επενδύει μαζικά στην «οικονομία χαμηλού ύψους» (low-altitude economy), εστιάζοντας στην παραγωγή UAVs κατηγορίας MALE (Medium-Altitude Long-Endurance), όπως η σειρά Wing Loong. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τεράστια ακτογραμμή και δασικό πλούτο, η τεχνογνωσία αυτή είναι δυνητικά πολύ σημαντική. Η δυνατότητα επιτήρησης για την πρόληψη πυρκαγιών, η διαχείριση φυσικών καταστροφών και η φύλαξη συνόρων με τέτοια μέσα αποτελούν τομείς όπου η ελληνοκινεζική συνεργασία θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ένα στοιχείο που προκαλεί εντύπωση είναι η ταχύτητα μετάβασης από τον σχεδιασμό στην υλοποίηση στην Κίνα. Ενώ στην Ευρώπη συχνά εγκλωβιζόμαστε σε δαιδαλώδεις ρυθμιστικές διαδικασίες που καθυστερούν την καινοτομία, στην Κίνα το κανονιστικό πλαίσιο προσαρμόζεται δυναμικά για να υποδεχθεί την τεχνολογία. Η “οικονομία χαμηλού ύψους” είναι ένα ζήτημα νομοθετικής τόλμης. Αν η Ελλάδα θέλει να πρωταγωνιστήσει στην πολιτική προστασία και τις αμυντικές εφαρμογές του μέλλοντος (και όχι μόνο), οφείλει να μελετήσει όχι τα κινεζικά drones, αλλά το μοντέλο πώς το κινεζικό κράτος δημιούργησε τον “εναέριο χώρο” για να πετάξουν.
Ακόμη πιο άμεσης εφαρμογής είναι η προοπτική των «αερο-ταξί» της Aerofugia για ιατρικούς σκοπούς. Η εικόνα της αεροδιακομιδής ασθενών με χαμηλό κόστος και υψηλή ταχύτητα φαντάζει ως ιδανική λύση για το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων ή των Δωδεκανήσων, λύνοντας χρόνια προβλήματα υγειονομικής κάλυψης. Παράλληλα, στο Ινστιτούτο Care-Life, η επίδειξη συστημάτων πρόγνωσης σεισμών και πλημμυρών μέσω κινητών τηλεφώνων υπενθύμισε πως η τεχνολογία οφείλει πρωτίστως να υπηρετεί την ανθρώπινη ζωή. Και οι Κινέζοι σε αυτούς τους τομείς, φαίνεται να έχουν πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο.
Παραδόξως και εν αντιθέσει με την Ευρώπη, εξίσου διδακτική ήταν η εμπειρία στην κινεζική ύπαιθρο και η προτεραιότητα που δίνει η Κινεζική Κυβέρνηση στον Πρωτογενή Τομέα. Η πολιτική της αγροτικής αναζωογόνησης είναι μία εφαρμοσμένη πολιτική που αποδίδει καρπούς. Στα χωριά Huayuan και Renli, είδαμε πώς η κρατική μέριμνα συγκρατεί τον πληθυσμό στην περιφέρεια, ενισχύει την αγροτική παραγωγή μέσω της καθετοποίησης της παραγωγής και της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών στην πρόληψη και την μέγιστη ανάπτυξη των αγροκτηνοτροφικών δυνατοτήτων.
Το πιο σημαντικό, ίσως, δίδαγμα αφορά το δημογραφικό και το brain drain. Διαπιστώσαμε ότι νέοι άνθρωποι, επιστήμονες και επιχειρηματίες, επιστρέφουν στα χωριά τους όχι από ανάγκη, αλλά από επιλογή, διότι βρίσκουν εκεί ψηφιακές υποδομές 5G, σύγχρονες υπηρεσίες υγείας και ευκαιρίες ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce). Το κινεζικό μοντέλο αποδεικνύει για ακόμη μία φορά, ότι η αποκέντρωση δεν επιτυγχάνεται με επιδόματα, αλλά με την εξίσωση της ποιότητας ζωής μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.
Το μοντέλο είναι πολυδιάστατο: Συνδυασμός πρωτογενούς παραγωγής με τεχνητή νοημοσύνη, δημιουργία υποδομών που συνδέουν τον αγρότη απευθείας με την αγορά, και παράλληλη τουριστική αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στην πόλη Jixi για παράδειγμα, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική τύπου “Hui” έχει μετατραπεί σε μοχλό ανάπτυξης, χωρίς να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του τόπου. Πρόκειται για ένα μάθημα αποκέντρωσης που αφορά άμεσα την ελληνική περιφέρεια, η οποία συχνά μαραζώνει ελλείψει κινήτρων και υποδομών, αλλά και σκανδάλων τα οποία εξωθούν τους νέους στην εσωτερική ή στην εξωτερική μετανάστευση.
Κομβικό, αλλά ίσως αφανή ρόλο σε αυτό, έχει η διαχείρηση του δημοσίου χώρου με βάση τον άνθρωπο και την αύξηση της ποιότητας ζωής στην πόλη. Το παράδειγμα του Luogang Park στο Χεφέι, όπου ένα παλαιό αεροδρόμιο μετατράπηκε σε έναν τεράστιο πνεύμονα πρασίνου αποτελεί ενδεικτικό τρόπο εναλλακτικής θεώρησης και διαχείρισης των ανοικτών εκτάσεων γης στα αστικά κέντρα. Αυτό το παράδειγμα δεν αποτελεί πρωτοτυπία των Κινέζων φυσικά. Είναι όμως υπενθύμιση για το τι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει στην περίπτωση του Ελληνικού.
Βεβαίως, δεν θα μπορούσα να παραλείψω τη διάσταση της ήπιας ισχύος. Η Κίνα έχοντας θέσει ως στόχο την ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή, δεν λησμονεί το τεράστιο πολιτισμικό βάρος που είχε διαχρονικά στη διαμόρφωση των περισσότερων γειτονικών της κρατών.
Έτσι αναδεικνύει και υπογραμμίζει τη διαχρονική της παρουσία και σημασία.
Συνοψίζοντας, η επίσκεψη αυτή επιβεβαίωσε πως σε έναν ρευστό και πολυπολικό διεθνές σύστημα, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια της εσωστρέφειας. Η ενεργή συμμετοχή σε διαλόγους και fora όπως αυτό στη Σανγκάη, όπως επίσης και η μελέτη καλών πρακτικών όπως αυτές που αναφέρονται παραπάνω, ενισχύουν το διπλωματικό μας κεφάλαιο και διευρύνουν τους ορίζοντες της εθνικής στρατηγικής της χώρας μας.
Ο Μηνάς Λυριστής είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων
