Βάσει όλων των σχετικών δημοσκοπήσεων, η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς έχει υποχωρήσει. Είτε πρόκειται για τα κόμματα και το κοινοβούλιο είτε για την κυβέρνηση και τη Δικαιοσύνη. H δυσπιστία είναι διάχυτη.
Επίσης υπάρχει κενό αντιπροσώπευσης. Στις Ευρωεκλογές του 2024 σημειώθηκε αποχή-ρεκόρ. Στο δείκτη της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία, βάσει των μετρήσεων, η επιλογή «Κανένας» ανταγωνίζεται το Μητσοτάκη, όπως συνέβαινε και πριν τις Ευρωεκλογές. Κάτι που αν συνεχιστεί, προμηνύει ίσως αποχή-ρεκόρ και στις εθνικές κάλπες.
Συναφώς η κυβέρνηση έχει υποστεί φθορά που δεν έχει ακόμα αναστραφεί, ενώ η αντιπολίτευση παραμένει πολυκερματισμένη και γενικώς απρόθυμη για κυβερνητικές συνεργασίες.
Συνεπώς προκύπτει εύλογα το ερώτημα αν διαμορφώνονται προϋποθέσεις για μια ευρύτερη πολιτική κρίση. Αν, δηλαδή, αναμένεται πολιτική αστάθεια με αδύναμες κυβερνήσεις και συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις.
Φαίνεται πως οι πιθανότητες είναι μάλλον λίγες.
Kατ’αρχάς η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς είναι χαμηλή διαχρονικά. Όχι μόνο στα χρόνια της κρίσης (βλ. έρευνες World Values Survey – Διανέοσις) αλλά και πολύ νωρίτερα.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου, η εμπιστοσύνη σε Βουλή, κυβέρνηση (ως θεσμό) και πολιτικά κόμματα είναι σε διαρκή υποχώρηση ήδη από το 2004. Επίσης καταγράφεται σε χαμηλότερα συγκριτικά επίπεδα από την αντίστοιχη στάση που κρατούν οι πολίτες άλλων κρατών της ΕΕ.
Η Ελλάδα άλλωστε θεωρείται, από αξιακή σκοπιά, χώρα «χαμηλής εμπιστοσύνης». Δύσκολα οι πολίτες εμπιστεύονται άτομα εκτός οικογένειας, δύσκολα εμπιστεύονται και τους θεσμούς.
Πέραν αυτού, τα 15 τελευταία χρόνια, η εκλογική συμμετοχή κινείται πτωτικά. Προ κρίσης κυμαινόταν μεσοσταθμικά πάνω από το 70%, ενώ έκτοτε εντοπίζεται περίπου στο 60%.
Οι συνθήκες αυτές, ωστόσο, δεν εμπόδισαν τη χώρα να κυβερνηθεί κι εν τέλει να εξέλθει από την κρίση χρέους. Η δημοκρατία, άλλωστε, είναι το πολίτευμα των παρόντων. Επιπλέον οι δημοκρατικοί θεσμοί, παρότι δοκιμάστηκαν την ίδια περίοδο, επέδειξαν τελικώς αντοχή απέναντι στην πίεση του λαϊκισμού.
Παράλληλα, το πλεόνασμα δυσπιστίας και το έλλειμμα αντιπροσώπευσης, δεν αρκούν για να προκύψει κρίση πολιτική. Απαιτείται ακόμα κοινωνική αναταραχή που συνήθως πυροδοτείται σε συνθήκες μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας. Όπως στην περασμένη δεκαετία της βαθιάς ύφεσης και των μνημονίων.
Σήμερα, όμως, το οικονομικό περιβάλλον είναι διαφορετικό και πιο σύνθετο. Από τη μία πλευρά οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι θετικοί, η ανεργία μειώνεται, οι μισθοί αυξάνονται και χορηγούνται λελογισμένα επιδόματα. Από την άλλη, παραμένει ακόμα το αγκάθι του πληθωρισμού σε τρόφιμα, ενοίκια κι ενέργεια. Η έμφαση της κυβέρνησης στην ενίσχυση των εισοδημάτων απέναντι στη σωρευτική ακρίβεια, αν και αναγκαία, δεν έχει αποδώσει μέχρι στιγμής.
Βεβαίως η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι υπαρκτή. Δεν μεταφράζεται όμως σε διαρκή κοινωνική διαμαρτυρία. Οι ογκώδεις διαδηλώσεις των αρχών του έτους λόγω του δυστυχήματος των Τεμπών, αποδείχθηκαν πρόσκαιρες, μετά την αποδυνάμωση των ισχυρισμών για παράνομο φορτίο. Oι αγροτικές κινητοποιήσεις παρατηρούνται σχεδόν κάθε χρόνο και συνήθως έχουν ημερομηνία λήξης. Επίσης η πρόσφατη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων σηματοδοτεί στο πεδίο αυτό διάθεση συναίνεσης.
Συμπερασματικά η χώρα, παρά τα υπαρκτά προβλήματα, μάλλον απέχει από μια συνθήκη συνολικής πολιτικής κρίσης. Και υπό αυτή την έννοια, πιθανόν να αποφύγει μια παρατεταμένη πολιτική αστάθεια.
*Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London και διδάσκων στο ΕΑΠ.
