Είναι λύση μια κυβέρνηση συνεργασίας;

Σήμερα, ενάμιση χρόνο σχεδόν πριν τις εκλογές του 2027, βάσει του αντίστοιχου μέσου όρου των μετρήσεων, βρίσκεται κοντά στο 30%. Για την ακρίβεια στο επίπεδο αυτό εντοπίζεται σταθερά ήδη από τις Ευρωεκλογές του 2024

Είναι λύση μια κυβέρνηση συνεργασίας;

Κατά τον τελευταίο χρόνο της πρώτης θητείας της, ο μέσος όρος όλων των δημοσκοπήσεων εμφάνιζε την κυβέρνηση μεσοσταθμικά στο 35% (Politico, Poll of Polls). Τελικώς στις εκλογές του Ιουνίου 2023 έφθασε στο 40,6% και τις 158 έδρες.

Σήμερα, ενάμιση χρόνο σχεδόν πριν τις εκλογές του 2027, βάσει του αντίστοιχου μέσου όρου των μετρήσεων, βρίσκεται κοντά στο 30%. Για την ακρίβεια στο επίπεδο αυτό εντοπίζεται σταθερά ήδη από τις Ευρωεκλογές του 2024.

Η φθορά είναι εμφανής και η απόσταση από μια άνετη αυτοδυναμία ορατή. Κανείς βεβαίως δεν προδικάζει τις εξελίξεις έως τις κάλπες.

Ωστόσο οι πολιτικές συνθήκες σήμερα διαφέρουν από εκείνες του 2023. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμα ανταγωνιστικός και το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο ενεργό ενισχύοντας τη ΝΔ. Τώρα δεν υφίσταται κάτι από τα δύο. Επιπλέον ο χρόνος φθείρει εκ των πραγμάτων κάθε κυβέρνηση δεύτερης θητείας.

Ο εκλογικός νόμος, από την άλλη πλευρά, παραμένει ίδιος. Για να λάβει το πρώτο κόμμα, το σύνολο του μπόνους των 50 εδρών, χρειάζεται τουλάχιστον 40%. Για κάθε μισή μονάδα που λαμβάνει λιγότερη, χάνει και μία έδρα από τις 50.

Βεβαίως μια οριακή αυτοδυναμία των 151 εδρών επιτυγχάνεται και με ποσοστό χαμηλότερο από 40%. Το άθροισμα των κομμάτων εκτός Βουλής άλλωστε παίζει ρόλο. Όσο μεγαλώνει το άθροισμα, τόσο χαμηλώνει το ποσοστό που απαιτείται.

Όμως ήδη στο κοινοβούλιο τα κόμματα είναι οκτώ, όσα – βάσει των μετρήσεων – πρόκειται να εισέλθουν σε αυτό είναι επίσης οκτώ (Μetron 20/11), ενώ άλλα τρία φαίνεται πως είναι υπό δημιουργία. Άρα το άθροισμα των κομμάτων που μένουν εκτός μικραίνει και ο πήχης για μια οριακή έστω αυτοδυναμία για την ώρα μοιάζει υψηλός.

Μοιραία η προοπτική μιας κυβέρνησης συνεργασίας είναι υπαρκτή. Ακόμα κι αν τα κόμματα σήμερα την απορρίπτουν, ίσως προκύψει ως λύση αναγκαστική. Το ερώτημα είναι αν θα αποδειχθεί βιώσιμη.

Η ιστορική εμπειρία της Μεταπολίτευσης απαντά αρνητικά.

Όσες κυβερνήσεις συνεργασίας προέκυψαν από απλή αναλογική, αποδείχθηκαν βραχύβιες. Τόσο η κυβέρνηση Τζαννετάκη τον Ιούνιο 1989 όσο και εκείνη υπό το Ζολώτα το Νοέμβριο του ίδιου έτους, επιβίωσαν για μερικούς μόνο μήνες.

Βραχύβιος επίσης υπήρξε και όποιος συνασπισμός προέκυψε εκτάκτως σε συνθήκες ενισχυμένης αναλογικής με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής. Η κυβέρνηση Παπαδήμου άντεξε έξι μόλις μήνες.

Όσες βεβαίως σχηματίστηκαν με ενισχυμένη αναλογική έπειτα από εκλογές σε συνθήκες μνημονίων, επιβίωσαν κάπως περισσότερο. Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου (αρχικά και Κουβέλη) άντεξε 2,5 χρόνια και η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου 4 έτη. Αφενός γιατί σε αυτές τέθηκαν επικεφαλής οι αρχηγοί των κυβερνητικών εταίρων διασφαλίζοντας μεγαλύτερη συνοχή κι αφετέρου γιατί βάρυνε ο φόβος μιας άτακτης χρεοκοπίας.

Ωστόσο και αυτές ακόμα αποδείχθηκαν ασταθείς παρά την πίεση των συνθηκών. Η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε από την τρικομματική τον Ιούνιο 2013 και οι ΑΝΕΛ αντίστοιχα από τη δικομματική τον Ιανουάριο 2019.

Κακά τα ψέματα, δεν υφίστανται στην χώρα οι προϋποθέσεις για μια αποδοτική κυβέρνηση συνασπισμού που να αντέχει στον χρόνο.

Είτε λόγω της συγκρουσιακής πολιτικής κουλτούρας που χαρακτηρίζει την πολιτική σκηνή.

Είτε λόγω της πελατειακής παράδοσης που είναι ακόμα ζωντανή κι ευνοεί ακραίες διαμάχες.

Είτε γιατί η Ελλάδα παραμένει γενικώς μια κοινωνία «χαμηλής εμπιστοσύνης»: και στις σχέσεις μεταξύ των πολιτών και στις σχέσεις των πολιτών με τους θεσμούς και σε εκείνες μεταξύ των θεσμικών φορέων. Κι όπου δεν υφίσταται εμπιστοσύνη, η όποια συνεργασία καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμα και μεταξύ κομμάτων.

Συνεπώς σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας το 2027, πιο πιθανή και ίσως αναγκαία, μοιάζει μια δεύτερη προσφυγή στις κάλπες.

*Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London και διδάσκων στο ΕΑΠ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version