Τυχεροί όσοι παρακολούθησαν την Τρίτη, 23 του Σεπτέμβρη 2025 το ολοήμερο «Συνέδριο για την Δικαιοσύνη – Θεμέλιο Ανάπτυξης και Ευημερίας», το οποίο συνδιοργάνωσαν ο Άρειος Πάγος, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, ο Σύνδεσμος Δικηγορικών Εταιρειών Ελλάδος και το ΕΚΠΑ.
Παρά τις πολλές και άκρως ενδιαφέρουσες θεματικές έλλειψε μία σημαντική: Η Στατιστική της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Στατιστική που εμφανώς υστερεί, αν και όπως προέκυψε από τις δηλώσεις του Υπουργού κ. Χατζηδάκη διατίθενται από το Ταμείο Ανάκαμψης κονδύλια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για την οργάνωση της απονομής της Δικαιοσύνης.
Στατιστική, που είναι όμως άκρως αναγκαία και για να καταλάβουμε το πρόβλημα και για να το λύσουμε (εφ’όσον βέβαια θέλουμε πραγματικά να το λύσουμε).
Και εξηγούμαι: Στατιστική δεν είναι μόνο πόσες αγωγές ή εγκλήσεις/μηνύσεις ή αιτήσεις ακυρώσεως κατατέθηκαν ανά έτος (βλ. το site του Υπουργείου Δικαιοσύνης – Στατιστικά Στοιχεία από το 2016 έως σήμερα) Δεν είναι μόνο πόσες αποφάσεις εκδόθηκαν ετησίως σε σχέση με τα ένδικαβοηθήματα/ή ένδικα μέσα που κατατέθηκαν το ίδιο έτος (βλ. επίσης το ως άνω site). Δεν είναι ούτε η εξαγωγή του μέσου όρου διάρκειας μιας υπόθεσης μέχρι να τελεσιδικήσει.
Εν παρενθέσει, ας σημειωθεί εδώ ότι αυτό το στατιστικό μέγεθος είναι μεν σοβαρό, όμως -όπως πολλές στατιστικές- ενίοτε κρύβει το πρόβλημα.
Αν, για παράδειγμα, για να λυθεί δικαστικώς μία υπόθεση απαιτήθηκαν 10 (δέκα) χρόνια και για δέκα άλλες υποθέσεις απαιτήθηκαν από δύο χρόνια στην κάθε μία, ο μέσος όρος των 11 (έντεκα) υποθέσεων είναι 2,7 χρόνια, μέσος όρος οριακά ανεκτός με βάση τα ευρωπαϊκά standards.
Τούτο δεν αναιρεί ωστόσο το γεγονός ότι παραβιάσθηκε προφανώς το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία για τον διάδικο ο οποίος χρειάσθηκε δέκα χρόνια για την δικαστική επίλυση της υπόθεσής του.
Ζητούμενη είναι μία στατιστική, ειδικά σχεδιασμένη για την απονομή της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα, πράγμα που σημαίνει ότι για τον σχεδιασμό της απαιτείται συνεργασία στατιστικολόγων, Δικαστών, Δικηγόρων, Συμβολαιογράφων καθώς και Δικαστικών Γραμματέων-Υπαλλήλων.
Περιορίζομαι σε ένα παράδειγμα από την αστική δίκη: Στατιστική για το ποσοστό των αγωγών που απορρίφθηκαν πανελληνίως σε πρώτο βαθμό ως αόριστες δεν υπάρχει. Υπάρχει αποσπασματικά για το Πρωτοδικείο Αθηνών, στο οποίο βέβαια συγκεντρώνονται οι περισσότερες αγωγές της Ελλάδας.
Όμως, δεν υπάρχει -ούτε στα Δικαστήρια της Αθήνας- στατιστική για το ποσοστό των αποφάσεων (που απορρίπτουν αγωγές ως αόριστες) οι οποίες προσβάλλονται με έφεση. Δεν υπάρχει στατιστική για το ποσοστό των εφέσεων που γίνονται δεκτές, καθώς και για την τύχη της αναίρεσης σε περίπτωση που η έφεση γίνει δεκτή ή απορριφθεί.
Με δεδομένο ότι μία πολιτική δίκη μπορεί να διαρκέσει επί δεκαετίες, αν φθάσει στον Άρειο Πάγο το ζήτημα της αοριστίας και ο Άρειος Πάγος κρίνει -αντιθέτως προς το Εφετείο- την αγωγή αόριστη (ή ορισμένη), το ζήτημα αυτό είναι σημαντικότατο, αφού, εκτός των άλλων, η υπερβολική διάρκεια λόγω της αοριστίας επιβαρύνει προφανώς και την συνολική στατιστική του χρόνου απονομής της (πολιτικής) Δικαιοσύνης.
Ίσως τότε, μετά από μία τέτοια στατιστική, καταλάβουμε την στρέβλωση της δίκης που δημιουργείται όταν το Δικαστήριο δεν χρησιμοποιεί την εξουσία που είχε (έχει και θα έχει -διευρυμένη μάλιστα- μετά και την νέα τροποποίηση του ΚΠολΔ) να ζητήσει από τους διαδίκους διευκρινίσεις ή συμπληρώσεις τυχόν παραλείψεων (πριν απορρίψει την αγωγή). Ίσως τότε, μπορούμε (εφ’ όσον πράγματι θέλουμε), να περιορίσουμε την έκταση και ένταση αυτού του προβλήματοςυιοθετώντας ενδεχομένως νέες νομοθετικές διατάξεις προς τούτο.
Σημειωτέον ότι έχει «παγιωθεί» εδώ ο εξής φαύλος κύκλος: Επειδή ακριβώς επικρέμαται πλέον ο «πέλεκυς» ατομικών συνεπειών και ενός είδους «bullying» σε βάρος του Δικαστή σε περίπτωση καθυστέρησης έκδοσης απόφασης, γι’ αυτό προτιμάται η εκ πρώτης όψεως ταχύτατη λύση της απόρριψης λόγω αοριστίας, η οποία όμως μπορεί να οδηγήσει σε διαιώνιση της υπόθεσης μετά τον δεύτερο και τρίτο βαθμό και, κατ’αυτόν τον τρόπο, σε σοβαρή επιβάρυνση για τον διάδικο αλλά και για την συνολική στατιστική ως προς τον χρόνο απονομής της Δικαιοσύνης. Συνοπτικά με δυο λόγια: έχουν γίνει βήματα προόδου και στην στατιστική της απονομής της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα.
Παραμένει ωστόσο μία στατιστική ελλειμματική, αποσπασματική και μονόχνωτη,αφού τελικά ενδιαφέρει μόνον -από πλευράς αξιολόγησης- ο μέσος όρος του χρόνου έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων).
Αν θέλουμε όμως να λύσουμε -ή έστω να περιορίσουμε δραστικά- τα προβλήματα, χρειαζόμαστε μιαν άλλη, ειδική στατιστική για την ελληνική Δικαιοσύνη, στατιστική επεξεργασμένη ως προς τους στόχους της τόσο από εξειδικευμένους στατιστικολόγους όσο και από πρόσωπα που εργάζονται στον χώρο της Δικαιοσύνης. Στατιστική προσηλωμένη στην επίλυση διαχρονικών ουσιαστικών προβλημάτων της ελληνικής Δικαιοσύνης και όχι απλώς στον εξωραϊσμό της εικόνας της.
Και βέβαια, στατιστική διαφανής, ανοικτή και συντρέχουσα τον δημόσιο διάλογο (όπως αυτός του Συνεδρίου για την Δικαιοσύνη), αφού τελικά με τον διάλογο αναπνέει η δημοκρατία.
Ο Γιώργος Β. Μεντής είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών (ΕΚΠΑ) – Δικηγόρος
