Μάτι: «Έβλεπα ανθρώπους να “σκάνε” μπροστά μου» – Θλίψη και απογοήτευση 7 χρόνια μετά, τι ζητούν συγγενείς και θύματα

Δύο γυναίκες οι οποίες κατάφεραν επιβιώσουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, το απόγευμα της 23ης Ιουλίου του 2018, μιλούν στο Βήμα για τις στιγμές που βίωσαν και γι’ αυτά που ακολούθησαν.

Μάτι: «Έβλεπα ανθρώπους να “σκάνε” μπροστά μου» – Θλίψη και απογοήτευση 7 χρόνια μετά, τι ζητούν συγγενείς και θύματα

Επτά χρόνια, δύο μήνες, έντεκα μέρες… Πόνος, θλίψη, ταλαιπωρία, απογοήτευση… Οι επιζώντες της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, έχουν ακόμη νωπές τις τραγικές εικόνες από το σκοτεινό απόγευμα της 23ης του Ιουλίου του 2018. Έχουν χαραχτεί πάνω τους. Στο βλέμμα τους, στο σώμα τους, στο μυαλό τους. Όσοι έχασαν τους δικούς τους, εύχονται να είχαν φύγει μαζί τους. Να μη συνεχίζουν να πονούν. Το ίδιο εύχονται και όσοι γλίτωσαν, αλλά ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τις αδηφάγες φλόγες.

Εκτός από τις δυσκολίες που έφερε και συνεχίζει να φέρνει το ίδιο το βίωμα, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, οι περισσότεροι – συγγενείς θυμάτων και εγκαυματίες – βρέθηκαν να παλεύουν μόνοι τους. Όχι μόνο για να επουλώσουν τα, ακόμη ανοιχτά, τραύματά τους, αλλά και για να επιβιώσουν σε μια απάνθρωπη καθημερινότητα. Σε μια καθημερινότητα όπου το κράτος είναι εκκωφαντικά απών.

Η Κάλλι Αναγνώστου, πολυεγκαυματίας η ίδια, και πρόεδρος του Συλλόγου Θανόντων και Εγκαυματιών στο Μάτι, περιγράφει στο Βήμα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τις καταστάσεις που βίωσε το απόγευμα της 23ης Ιουλίου στο Μάτι, αλλά και αυτές που ακολούθησαν, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, της ανάρρωσής της, φτάνοντας μέχρι το σήμερα, όπου είναι αναγκασμένη να εκλιπαρεί την Πολιτεία για τα αυτονόητα.

«Είδα καταστάσεις που δεν έπρεπε να έχω δει. Αυτό χαράχτηκε μέσα μου. Κοιμάμαι, ξυπνάω και αυτή η ταινία παίζει συνεχώς στο κεφάλι μου. Και ξέρω ότι δεν θα σταματήσει ποτέ να παίζει. Ζηλεύω κάποιες φορές τους ανθρώπους που δεν ήταν μέσα, διότι δεν έχουν τις μνήμες που έχω», μας λέει.

Δίπλα της, η Μαίρη Αβραμίδου – από τους «τυχερούς», αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη για οποιονδήποτε βίωσε έμμεσα ή άμεσα αυτή τη σκληρή, απόκοσμη, πραγματικότητα. Γλίτωσε για 10 λεπτά από τις φλόγες, έχοντας την 12χρονη τότε κόρη της, συνοδηγό. Η μητέρα της, η αδερφή της, ο γαμπρός της και ο ένας ανιψιός της, μόλις 21 ετών, θα την ακολουθούσαν. Δεν πρόλαβαν. Για 10 λεπτά. Εγκλωβίστηκαν μαζί με δεκάδες άλλα αυτοκίνητα στο Κόκκινο Λιμανάκι.

Η Κάλλι Αναγνώστου, πολυεγκαυματίας η ίδια, και πρόεδρος του Συλλόγου Θανόντων και Εγκαυματιών στο Μάτι

Ήμουν το τελευταίο αυτοκίνητο που βγήκε Μαραθώνος

«Γλίτωσα για 10 λεπτά. Ήμουν το τελευταίο αυτοκίνητο που βγήκε στη Λεωφόρο Μαραθώνος, στο ρεύμα προς Αθήνα, με την κόρη μου, και δεν με έριξε μέσα, δεν μου έκανε εκτροπή το περιπολικό που ήταν σταθμευμένο στη Μαραθώνος, το οποίο έδιωχνε όλα τα αυτοκίνητα στο Κόκκινο Λιμανάκι. Εκεί που εγκλωβίστηκαν οι δικοί μου. Έφυγα από την κόλαση, έφυγα από τον θάνατο, χωρίς να το ξέρω».

Η κυρία Αβραμίδου είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τους δικούς της μέχρι την τελευταία στιγμή. «Άκουγα την αδερφή μου. Ήταν σε απόλυτο σοκ, έκλαιγε, φώναζε. Τη μητέρα μου να ρωτάει: “Τι είναι αυτό; Φωτιά;”, και σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί να είναι δίπλα της η φωτιά. Μου φαινόταν αδιανόητο ότι εκείνη την ώρα την περικύκλωναν οι φλόγες. Και μετά ακολούθησαν όλα τα υπόλοιπα. Επί της ουσίας, βιώσαμε και ζήσαμε το θάνατό τους λεπτό προς λεπτό, ακόμη κι αν δεν ήμασταν μαζί τους».

«Έβλεπα ανθρώπους να “σκάνε” μπροστά μου»

Το βίωμα της Κάλλις Αναγνώστου είναι διαφορετικό. Έζησε όλη τη τραγωδία, μαζί με τον 5χρονο τότε γιο της και τα πεθερικά της, οι οποίοι επίσης είναι εγκαυματίες, δυστυχώς – όπως λέει – χωρίς να χάσει τη συνείδησή της. «Είχα απόλυτη συνείδηση του τι γινόταν κάθε δευτερόλεπτο που εξελισσόταν όλο αυτό, και έχω τα δικά μου ουρλιαχτά, τα ουρλιαχτά του παιδιού μου, τις εικόνες να λιώνουν τα πόδια μας, ανθρώπους να “σκάνε” μπροστά μου, τα δικά τους ουρλιαχτά… Το “μουδιάζεις” όλο αυτό το συναίσθημα, όλο αυτό το βίωμα, τις επιπτώσεις που έχει πάνω σου σε επίπεδο πόνου, αντίληψης. Γιατί διαφορετικά δεν μπορείς να λειτουργήσεις. Άλλοι άνθρωποι έχουν διαφορετικό βίωμα, άφησαν το χέρι ανθρώπων τους για να μπορέσουν να σώσουν κάποιον άλλον, και ο δικός τους άνθρωπος έμεινε πίσω και πέθανε. Αυτό το έχουμε όλοι μας, και το κουβαλάμε. Δεν μπορούμε να μπούμε στη διαδικασία να το αναλύσουμε. Γιατί αν το “δούμε”, θα τρελαθούμε».

Και μετά, το δεύτερο μέρος της φρίκης. Η κυρία Αβραμίδου, όταν έπαψε να ακούει τους δικούς της, άρχισε να τους ψάχνει. «Τρέχαμε σε Νοσοκομεία γιατί ακούγαμε ότι πήγαιναν κόσμο, εγκαυματίες, μήπως τους βρούμε εκεί. Μετά ακούσαμε ότι ανοίγει το Λιμάνι της Ραφήνας. Φύγαμε για εκεί φίλοι και συγγενείς, με την ελπίδα να τους βρούμε. Ήμασταν στις Ραφήνα από τις 10.30 το βράδυ. Φτάνει 6 το πρωί. Δεν τους είχα βρει. Ανέβηκα στο Λιμενικό, στην Ασφάλεια, για να τους δηλώσω αγνοούμενους. Μπαίνω μέσα στο Μάτι και βλέπω ένα τοπίο… Και μυρίζω μια μυρωδιά… Αυτή που λένε όλοι. Ούτε εμπόλεμη ζώνη δεν έχει την εικόνα που αντίκρυσα. Την ίδια μέρα φύγαμε και πήγαμε στο Γουδή για να δώσουμε DNA. Ήταν Τρίτη μεσημέρι. Περιμέναμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο αν υπάρχει κάποια ταυτοποίηση και ποιον αφορά. Και όλο αυτό σταδιακά, μέρα με τη μέρα. Την Κυριακή με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι ταυτοποιήθηκαν και οι 4 άνθρωποί μου. Και μετά η κηδεία, με 4 φέρετρα μπροστά μου. Λεπτό προς λεπτό, μέρα με τη μέρα, βίωνα κάτι ασύλληπτο».

«Ακούγαμε όλη νύχτα ουρλιαχτά»

Τις στιγμές αυτές, η Κάλλι Αναγνώστου μεταφερόταν από Νοσοκομείο σε Νοσοκομείο. «Αρχικά με πήγαν στο Σισμανόγλειο, στη συνέχει στο “Γεννηματάς”, μετά στο Θριάσιο. Ξανά πίσω στο “Γεννηματάς”. Με είχαν “ξεγραμμένη”. Από τύχη έζησα. Στα Νοσοκομεία φθάναμε αργά το βράδυ, ξημερώματα. Μας τοποθετούσαν όπου έβρισκαν, ανεξάρτητα από το αν ήταν κατάλληλος ο χώρος για να βρεθούμε εκεί. Βλέπαμε ανθρώπους να ξεψυχούν και οι σακούλες μπροστά μας. Στο πρώτο Νοσοκομείο που με πήγαν, στο Σισμανόγλειο, αφού με καθάρισαν λίγο, με έβαλαν σε έναν διάδρομο, γυμνή με μία κίτρινη κουβέρτα διότι δεν μπορούσε να ακουμπήσει τίποτα άλλο πάνω μου, και απέναντί μου ήταν ανοιχτή η πόρτα και έβγαζαν σάκους, έβαζαν σάκους… Κοντά στα μεσάνυχτα αυτό. Και εμείς, οι εγκαυματίες, να είμαστε σε θαλάμους, σε ράντζα, σε διαδρόμους, οπουδήποτε. Και να ακούμε κάθε τρεις και λίγο ουρλιαχτά που μετά από λίγο σώπαιναν γιατί ήταν αυτοί που πέθαιναν δίπλα σου».

«Κάλυπτα μόνη μου την κατ’ οίκον νοσηλεία»

Το δέρμα της, σαν «πλέγμα». Δεν επιτρέπεται να πάρει ούτε γραμμάριο, διότι έχει χάσει την ελαστικότητά του. Μέχρι τώρα έχει κάνει δύο χειρουργεία. «Πρέπει να κάνω άλλα πέντε με έξι. Όλα αυτά που βλέπετε είναι αυτομοσχεύματα. Έμεινα μέσα δυόμισι μήνες. Όταν βγήκα, έκανα επί ένα χρόνο κατ’ οίκον νοσηλεία με απίστευτους περιορισμούς. Το ίδιο και το παιδί μου. Την κατ’ οίκον νοσηλεία την κάλυπτα εγώ. Δεν είχα καμία στήριξη από το κράτος».

«Ξέρω κόσμο που πέρασε άσχημα στη νοσηλεία»

Σε αντίθεση με τους ενήλικες, η κυρία Αναγνώστου δηλώνει ότι ο γιος της, που νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Παίδων “Αγία Σοφία”, είχε εξαιρετική περίθαλψη.

«Για τους μεγάλους όμως, δεν ήταν έτσι, και ξέρω πολύ κόσμο που πέρασε άσχημα, κατά τη νοσηλεία του, όπως κι εγώ. Και όλοι επίσης, είχαμε πάρα πολλά προβλήματα τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσουμε μόνοι μας. Για παράδειγμα, την ιατροφαρμακευτική μας περίθαλψη την καλύπταμε εμείς. Στην αρχή δεν υπήρχε καμία βοήθεια. Εμφανίζονταν ιδιώτες κατά διαστήματα που βοηθούσαν, αλλά επί της ουσίας επειδή κανείς δεν ήξερε πόσοι ήμασταν, ποιοι ήμασταν, που ήμασταν, τα καλύπταμε όλα μόνοι μας. Και όσοι δεν μπορούσαν να τα καλύψουν, τους τα καλύπταμε οι υπόλοιποι. Θυμάμαι πολλές φορές που έπαιρνε ο ένας τον άλλον και λέγαμε: “Εμένα μου περίσσεψαν αυτές οι γάζες που δεν μπορώ να τις χρησιμοποιήσω διότι πρέπει να αγοράσω άλλα υλικά. Ποιος τις θέλει;”. Κάναμε αυτό το πράγμα μεταξύ μας. Γιατί από το κράτος δεν υπήρχε κάλυψη».

1.000 ευρώ κάθε μήνα για τα ειδικά σκευάσματα

Σύμφωνα με την κυρία Αναγνώστου, οι εγκαυματίες πλήρωναν μόνοι τους τα περισσότερα φαρμακευτικά σκευάσματα και ειδικές κρέμες.

«Συνταγογραφούνταν κάποια, αλλά αυτά που χρειαζόμασταν ήταν αυτά που δεν συνταγογραφούνταν. Τα περισσότερα τα θεωρούσαν καλλυντικά. Η εξαίρεση, ειδικά για εμάς, ήρθε πολύ αργότερα όταν πια φτιάχτηκε το μητρώο εγκαυματιών. Αλλά κι αυτό ακόμα, ο τρόπος με τον οποίο έγινε, δεν αναγνωρίζει πολλά σκευάσματα. Και μιλάω για ανθρώπους, όπως εγώ, που κάηκε και το κεφάλι τους και το πρόσωπό τους. Είχα παραμορφωθεί τόσο που πήγαινα να χάσω το ένα μάτι. Επειδή είχα μακριά μαλλιά και τριπλάσια σε όγκο, είχα τραβήξει θερμότητα, και επειδή τα είχα μαζεμένα, η θερμότητα είχε εγκλωβιστεί. Αυτό άρχισε να φαίνεται μετά από μέρες που άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου. Έπρεπε λοιπόν να κάνω ειδικές θεραπείες για το κεφάλι. Αυτές δεν τις αναγνωρίζουν. Τα σκευάσματα τα θεωρούν καλλυντικά. Όμως, οι θεραπείες αυτές έχουν υψηλό κόστος το οποίο πρέπει να καλύπτουμε μόνοι μας. Στις αρχές, αυτά που πληρώναμε εμείς κάθε μήνα μπορεί έφθαναν τα 800 με 1.000 ευρώ. Θέλαμε ειδικές γάζες, ελαστικούς επιδέσμους, μεμβράνες γέλης που μπαίνουν κάτω από τις γάζες και πριν από τους επιδέσμους, για να μην κολλήσουν μεταξύ τους. Χρειαζόμασταν ειδικές κρέμες, ειδικά σαπούνια… Αυτά όλα είναι ακριβά. Ένα σαμπουάν ή αντίστοιχα ένα ειδικό αφρόλουτρο έχει γύρω στα 25 ευρώ, μπορεί να είναι και ακριβότερο. Παίρναμε αναπλαστικές κρέμες που δεν μας έκαναν. Αναγκαστικά πηγαίναμε σε άλλες. Κι αυτό δεν το ανακάλυπτες με μία χρήση. Υπήρχαν περίοδοι που πήγαινα από την μία κρέμα στην άλλη».

Χρειαζόμαστε συνεχή υποστήριξη

Ένα άλλο σοβαρό μείον αφορά το κομμάτι της ψυχολογικής υποστήριξης εγκαυματιών και συγγενών θυμάτων.

«Υπήρχαν δομές στις οποίες μπορούσες να απευθυνθείς για ψυχολογική υποστήριξη. Ωστόσο, πολλοί που είχαν αρχίσει, δεν συνέχισαν, είτε γιατί οι ίδιοι οι ειδικοί των δομών κάποια στιγμή “τραβούσαν το καλώδιο” και έλεγαν “μέχρι εδώ, δεν μπορούμε άλλο να το κάνουμε”, είτε επειδή ο τρόπος με τον οποίο γινόταν δεν ήταν κατάλληλος για τον καθένα. Οπότε αναγκαστικά σιγά σιγά οι περισσότεροι, όσοι άντεχαν οικονομικά να το κάνουν, άρχισαν να απευθύνονται και αλλού. Το τραύμα που κουβαλάμε, ψυχικό και σωματικό, δεν επουλώνεται ούτε μέσα σε λίγους μήνες, ούτε μέσα σε λίγα χρόνια. Είναι συνεχές και χρειάζεται υποστήριξη. Και αυτή η υποστήριξη δεν είναι της μιας φοράς το δίμηνο, το τρίμηνο. Πρέπει να είναι ουσιώδης και συνεχής».

Η ίδια αυτή την περίοδο δεν βλέπει κάποιον ειδικό για να απαλύνει το τραύμα που κουβαλά. Οι λόγοι; Οικονομικοί. «Πηγαίνει το παιδί μου και για να μπορεί να πηγαίνει το παιδί μου, δεν πηγαίνω εγώ», λέει.

Ψυχολογική υποστήριξη όμως δεν έχει σήμερα ούτε η κυρία Αβραμίδου, ως συγγενής τεσσάρων ανθρώπων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Μάτι. «Έκανα για ένα διάστημα. Ξεκίνησα μετά από δύο χρόνια. Έπειτα ήρθε ο Covid. Μπορούσα να συνεχίσω διαδικτυακά. Δεν το έκανα. Βέβαια, δεν υπήρχε κάλυψη. Έπρεπε να το πληρώνω. Ο ανιψιός μου, που έχασε τους γονείς του, τον αδερφό του, και τη γιαγιά του – τη μητέρα μου, που τον είχε μεγαλώσει, πήγε για κάποια διαστήματα σποραδικά, σε ιδιώτες».

H Μαίρη Αβραμίδου είναι από τους «τυχερούς», αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη για οποιονδήποτε βίωσε έμμεσα ή άμεσα αυτή τη σκληρή, απόκοσμη, πραγματικότητα

«Σκεφτόμουν ότι θα ξυπνήσω από εφιάλτη»

Η Μαίρη Αβραμίδου και ο ανιψιός της, τον οποίο μεγάλωσε από εκεί και έπειτα, μαζί με τα δύο της παιδιά, δέχθηκαν τη θέση στο Δημόσιο που τους έδωσε το κράτος, με μισθό μόλις 635 ευρώ.

«Δέχθηκα τη θέση αναγκαστικά, διότι ειδικά τα πρώτα χρόνια δεν μπορούσα να εργάζομαι. Είχα δική μου δουλειά, την οποία έκλεισα. Είχα τον ανιψιό μου, που είχε χάσει όλη του την οικογένεια, τα παιδιά μου. Είχα να διαχειριστώ τόσα πολλά που δεν ήξερα τι να κάνω. Σκεφτόμουν “το ζω αυτό ή θα ξυπνήσω κάποια στιγμή από εφιάλτη;” Έχασα τα πάντα, έγιναν όλα στάχτη. Μπήκα στο Δημόσιο με αυτόν τον εξευτελιστικό μισθό και βλέπω μετά από επτά χρόνια αυτή την εξαθλίωση να γιγαντώνεται. Διότι δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστική βοήθεια, κάποια μέτρα, για να πούμε ότι σιγά σιγά ξαναστήνουμε κάποια πράγματα».

Περισσότεροι από 120 οι νεκροί στο Μάτι

Από την ημέρα εκείνη μέχρι και σήμερα όλοι μιλούν για 104 νεκρούς. Στην πραγματικότητα όμως είναι περισσότεροι.

«Τα ταυτοποιημένα θύματα είναι 104. Οι νεκροί όμως είναι περισσότεροι. Σήμερα γνωρίζουμε για 120 νεκρούς από την πυρκαγιά στο Μάτι, διότι στον ομαδικό τάφο υπάρχουν 16 μη ταυτοποιημένα DNA – δεν έχουν ταυτοποιηθεί με τους 104 νεκρούς», εξηγεί η κυρία Αναγνώστου. Άρα – συνεχίζει – τα επίσημα θύματα είναι 120, «διότι αν αρχίσουμε να μιλάμε για τα ανεπίσημα θα ανέβουμε πολύ». Ως παράδειγμα φέρνει «πτώμα γυναίκας που ξεβράστηκε σε παραλία των Νοτίων Προαστίων. Αυτό», σημειώνει, «δεν είχε αναφερθεί ποτέ με τα δικά μας, που είναι από εμάς. Η γυναίκα έφερε εκχυμώσεις και εγκαύματα. Την πήγαν στο Σχιστό και επειδή δεν αναζητήθηκε από κανέναν, κάποια στιγμή τάφηκε εκεί χωρίς να καταγραφεί ότι ανήκει στα θύματα της πυρκαγιάς στο Μάτι».

Αντιμέτωποι με χρέη

Τα χρέη που δημιούργησε η πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου του 2018, εξακολουθούν να «πνίγουν» τους ανθρώπους που κατάφεραν να ζήσουν.

«Για τα 177 θύματα, νεκρούς και 57 εγκαυματίες, είμαστε 100 οικογένειες. Αυτές οι οικογένειες επωμίσθηκαν όλα τα βάρη, των νεκρών, των εγκαυματιών. Τα σπίτια που χάθηκαν, τα περισσότερα είναι δικά μας. Και για να αποκατασταθούν έπρεπε να ξεκινήσουμε να κάνουμε τις όποιες εργασίες και μετά να πάρουμε πίσω κάποιες αποζημιώσεις. Πολλοί ακόμη δεν τις έχουν πάρει. Σκεφθείτε να έχεις νεκρούς και να πρέπει να καλύψεις τις βασικές ανάγκες ακόμη και για να ταφούν. Όταν έχεις εγκαυματίες που έχει καεί το σπίτι τους, πρέπει να καλύψεις τη σίτισή τους, την ένδυσή τους, τη διαβίωσή τους. Πως θα τα βρεις αυτά τα χρήματα; Και όταν είσαι ταυτόχρονα ψυχολογικά και σωματικά ράκος και δεν μπορείς να λειτουργήσεις, αυτό έχει επιπτώσεις στην καθημερινότητά σου. Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να επανέλθουν το πρώτο διάστημα στην εργασία τους. Ειδικά από τις δικές μας περιπτώσεις, οι περισσότεροι δεν έχουν επανέλθει», επισημαίνει η κυρία Αναγνώστου.

Δεν είχαν υπολογίσει τους εγκαυματίες

Όπως αναφέρει, «δόθηκαν κάποιες οικονομικές ενισχύσεις στην αρχή, οι οποίες κάλυψαν πολύ συγκεκριμένα πράγματα, τις πρώτες ανάγκες. Με 10.000 και 6.000 ευρώ που πήραμε εμείς, τι στήνεις; Τίποτα. Εγώ έτσι όπως τα πήρα, με καθυστέρηση, διότι τους εγκαυματίες μας είχαν ξεχάσει, δεν είχαν καταλάβει από τις πρώτες ημέρες ότι θα υπάρχουμε, τα έδωσα. Μας κατάλαβαν μετά από 7-8 μήνες ότι υπήρχαμε. Και τότε αποφάσισαν ότι κάτι πρέπει να γίνει και με εμάς. Μόνο που στο ενδιάμεσο, για να έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε, και ενώ πολλοί ήταν χωρίς σπίτι, είχαμε δανειστεί χρήματα για να πάρουμε ακόμη και κρέμες, ελαστικά, κλπ. Εγώ είχα ελαστικά σετ τα οποία έπρεπε να φοράω με σιλικόνη, συν όλα τα υπόλοιπα. Το κόστος ήταν 2.000 ευρώ. Του παιδιού μου αντίστοιχα άλλα τόσα. Και ειδικά το παιδί μου έπρεπε να τα αλλάζει 4 φορές το χρόνο, μιλάμε για ένα μωρό 5,5 ετών το οποίο δεν μπορούσε να κάθεται ακίνητο για να μην σκιστούν. Προσπαθούσα να τα μαντάρω. Τα χέρια μου στο μεταξύ ήταν καμένα. Όλα αυτά χρειάζονταν χρήματα. Να δώσεις πρώτα που; Δόθηκαν αυτές οι πρώτες οικονομικές ενισχύσεις και από εκεί και πέρα, τίποτα. Περίμεναν όλοι να πάρουν αποζημιώσεις, όπως μας έλεγαν. Μέχρι τότε τι; Κάποια στιγμή βγήκαν οι θέσεις για το Δημόσιο που κάποιοι κατάφεραν να πάνε. Εγώ δεν μπόρεσα. Εγώ ακόμη δεν μπορώ να εργαστώ. Τις μισές μέρες του χρόνου κινούμαι, τις υπόλοιπες δεν μπορώ να κινηθώ. Από το σωματικό και μόνο. Βάλτε και το ψυχολογικό που έχουμε όλοι».

Ζητούν έμμεσα πίσω τις οικονομικές ενισχύσεις

Σημειώνει δε ότι οι οικονομικές ενισχύσεις που δόθηκαν στην αρχή για την κάλυψη άμεσων αναγκών, αφαιρούνται από τις αποζημιώσεις. «Έκανες το λάθος και χρειάστηκες να καλυφθείς οικονομικά εκείνη τη στιγμή και πήρες εκείνα τα χρήματα; Στα αφαιρούν από την αποζημίωση. Έκανες το λάθος να δεχθείς τη θέση στο Δημόσιο διότι δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις, προκειμένου να επιβιώσει η οικογένειά σου; Αφαιρείται από την αποζημίωση. Και για όλα αυτά μειώνεται το ποσό της αποζημίωσης, το οποίο ούτως ή άλλως είναι πολύ χαμηλό. Το Δημόσιο όταν είναι να δώσει χρήματα εξευτελίζει κάθε ζωή. Η αξία των ζωών που χάθηκαν και των ανθρώπων που έχουν μείνει πίσω και φυτοζωούν, για το κράτος είναι μηδαμινή».

Σύνταξη ανά οικογένεια

Ανάμεσα στα αιτήματα των συγγενών θυμάτων και των εγκαυματιών είναι η καταβολή σύνταξης τετραπλάσιας της εθνικής, ανά πληγείσα οικογένεια. «Είναι μια ειδική σύνταξη που βγαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Έχει ξαναβγεί για άλλο γεγονός», εξηγεί η κυρία Αβραμίδου. Επίσης, ζητούν τη διαγραφή των χρεών που δημιούργησε η πυρκαγιά στις περισσότερες οικογένειες, καθώς και ιατροφαρμακευτική κάλυψη «… ιδίως προϊόντων που για τον υπόλοιπο κόσμο θεωρούνται καλλυντικά ή έξτρα, αλλά για εμάς είναι απαραίτητα. Είναι μια φροντίδα που χρειαζόμαστε για μια ζωή».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version