Λονδίνο – Ανταπόκριση
Σε έναν διάδρομο όπου δέσποζαν οι σημαίες του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Κιρ Στάρμερ ανακοίνωσε την αναγνώριση της Παλαιστίνης ως ανεξάρτητου κράτους.
Η σκηνή, χωρίς δημοσιογράφους ούτε κάμερες, αποπνέει έντονο συμβολισμό: η Βρετανία, μετά από δεκαετίες αποφυγής, αναγνωρίζει επίσημα την Παλαιστίνη, στέλνοντας ένα ισχυρό μήνυμα για την ανάγκη ειρήνης στην περιοχή.
Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου καταδίκασε την απόφαση, χαρακτηρίζοντάς την «παράλογη» και «ανταμοιβή για την τρομοκρατία». Ο Στάρμερ αντέτεινε ότι η αναγνώριση δεν αποτελεί επιβράβευση της Χαμάς, τονίζοντας ότι τα ηγετικά στελέχη της θα αντιμετωπίσουν κυρώσεις και δεν θα έχουν ρόλο στη μελλοντική κυβέρνηση της Παλαιστίνης.
Δίκοπο μαχαίρι η αναγνώριση της Παλαιστίνης
Ο Ιλάν Παπέ, ιστορικός και καθηγητής στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Έξετερ, δήλωσε στο Βήμα ότι η αναγνώριση είναι «δίκοπο μαχαίρι» επειδή «από τη μια πλευρά, αποτελεί μια κρίσιμη αντίδραση απέναντι στην επιθυμία της σημερινής ισραηλινής κυβέρνησης να εξαλείψει την Παλαιστίνη ως χώρα και ως ιδέα. Η βρετανική κυβέρνηση, όπως και άλλες δυτικές κυβερνήσεις, έπρεπε να κάνει κάτι γιατί σε αντίθεση με τις κοινωνίες, επέδειξε ακατανόητη αδιαφορία για τη γενοκτονία στη Γάζα. Από αυτή την άποψη, πρόκειται για μια πολύ θετική κίνηση».
Ωστόσο, «από την άλλη πλευρά, θυμίζει τη Συμφωνία του Όσλο. Μιλάμε για λύση δύο κρατών με πλήρη αδιαφορία για την πραγματικότητα στο έδαφος, η οποία εδώ και πολύ καιρό έχει διαψεύσει αυτή την ιδέα, και αποφεύγουμε αυτό που είναι πιο σημαντικό από την αναγνώριση: την κατανόηση ότι μόνο η σκληρή πίεση από το Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ, με εργαλείο τις κυρώσεις και τον τερματισμό του στρατιωτικού εμπορίου, θα σταματήσει τη γενοκτονία στη Γάζα και την επόμενη που σχεδιάζει το Ισραήλ για τη Δυτική Όχθη».
Σαφής πλειοψηφία των Βρετανών υπέρ της αναγνώρισης
Μιλώντας στο Βήμα, ο Δρ Γιαΐρ Ουάλατς, ιστορικός και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσών, Πολιτισμών και Γλωσσολογίας της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, υπογράμμισε ότι «εντός του Εργατικού Κόμματος υπήρχε εδώ και χρόνια στήριξη για μια τέτοια αναγνώριση. Ο πρώην ηγέτης Έντ Μίλιμπαντ την υποστήριξε το 2014. Οι δημοσκοπήσεις συνολικά δείχνουν ότι υπάρχει σαφής πλειοψηφία μεταξύ των βρετανών ψηφοφόρων υπέρ μιας τέτοιας κίνησης. Ο Στάρμερ καθυστερούσε, αλλά δεν μπορούσε να το αποφύγει υπό τις παρούσες συνθήκες».
Πιέζεται από τα αριστερά ο Στάρμερ
Εξηγώντας γιατί η απόφαση αυτή λαμβάνεται τώρα, ο Ουάλατς τόνισε ότι «ο κύριος λόγος είναι η σημαντική πίεση που δέχεται ο Στάρμερ από τα αριστερά. Χάνει ψήφους προς αριστερά κόμματα, όπως οι Πράσινοι. Η απόφαση της Γαλλίας να προχωρήσει τον έκανε να φαίνεται ότι μένει πίσω. Υπάρχει ευρέως διαδεδομένη αγανάκτηση για τις θηριωδίες του Ισραήλ στη Γάζα. Όλα αυτά ώθησαν το Ηνωμένο Βασίλειο σε μια τέτοια κίνηση».
Ισραήλ: Δεν υπάρχει τίποτα να αναγνωριστεί
Όσον αφορά τις συνέπειες αυτής της αναγνώρισης, υπογράμμισε ότι «η ίδια η αναγνώριση έχει ελάχιστες πρακτικές επιπτώσεις. Υποδηλώνει όμως τη βούληση να στηριχθούν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων και να αμφισβητηθεί το Ισραήλ. Οι εντάσεις με το Ισραήλ υπάρχουν ήδη και πρόκειται να κλιμακωθούν περαιτέρω». Αναφερόμενος στους κινδύνους, είπε ότι «προς το παρόν, ο κύριος κίνδυνος είναι πως η αναγνώριση θα ωθήσει την ισραηλινή κυβέρνηση να κλιμακώσει την εκστρατεία εθνοκάθαρσης στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη. Ισραηλινοί υπουργοί το είπαν ξεκάθαρα: πρόθεση είναι να διασφαλιστεί “ότι δεν θα υπάρχει τίποτα να αναγνωριστεί” (Σμότριτς)».
Σε συνεννόηση με άλλα κράτη
Ο Βίκτορ Κάταν, επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, ανέλυσε μιλώντας στο Βήμα γιατί το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αναγνωρίσει την Παλαιστίνη αυτή τη χρονική στιγμή. «Λένε πολλοί ότι αν περίμεναν περισσότερο, τότε δεν θα είχε απομείνει τίποτα για να αναγνωρίσουν. Στην πραγματικότητα, οι Συντηρητικοί άρχισαν τη διαδικασία στο Ηνωμένο Βασίλειο όταν ο Ντέιβιντ Κάμερον, στις αρχές του 2024, είπε ότι η αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους θα μπορούσε να προηγηθεί της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Ήδη το 2011, ο Γουίλιαμ Χέιγκ είχε πει στο Κοινοβούλιο ότι η Παλαιστίνη πληροί τα κριτήρια της κρατικής υπόστασης, αλλά η αναγνώριση δεν θα δινόταν για πολιτικούς λόγους. Αποφάσισαν ότι η στιγμή είναι τώρα και το έκαναν σε συνεννόηση με άλλα κράτη – τον Καναδά, την Αυστραλία, κυρίως τη Γαλλία. Δεν ήθελαν να το κάνουν μόνοι τους».
Αναφερόμενος στα πιθανά οφέλη που θα μπορούσε να αποφέρει η αναγνώριση της Παλαιστίνης για το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και στους κινδύνους, ο Κάταν είπε ότι «ο κίνδυνος είναι να δυσαρεστήσουν τον Τραμπ και τους Ισραηλινούς. Αλλά, όπως θα είδατε, η βρετανική κυβέρνηση ήταν πολύ προσεκτική. Δεν είναι τυχαίο ότι την προηγούμενη μέρα πριν την αναγνώριση, ο Στάρμερ συναντήθηκε με τον Τραμπ. Προφανώς είχε συζητήσεις με τους Αμερικανούς γι’ αυτό».
Στο συρτάρι οι πιο σκληρές κυρώσεις για το Ισραήλ
Παράλληλα, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες που αναγνώρισαν την Παλαιστίνη «απειλούν με κυρώσεις το Ισραήλ, αν και δεν έχουν ακόμη ανακοινώσει μέτρα. Νομίζω ότι ο λόγος που δεν το έκαναν είναι επειδή ο Νετανιάχου έχει απειλήσει με επίσημη προσάρτηση της Δυτικής Όχθης. Έτσι, κρατούν τις πιο σκληρές κυρώσεις στο συρτάρι σε περίπτωση που το κάνει. Η ΕΕ, για παράδειγμα, υπαινίχθηκε εμπορικά μέτρα – όχι εμπάργκο, αλλά την αναστολή προνομιακών όρων εμπορίου με την Ένωση».
Τα οφέλη της αναγνώρισης για το Ηνωμένο Βασίλειο
Ως προς τα οφέλη για το Ηνωμένο Βασίλειο, η αναγνώριση «είναι δημοφιλής στους κόλπους των Εργατικών και νομίζω στον περισσότερο κόσμο στη χώρα. Αλλά επίσης, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει καλές οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις με πολλές αραβικές χώρες, ιδιαίτερα στον Κόλπο. Οπότε η αναγνώριση είναι χρήσιμη. Και φυσικά υπάρχει ο Παγκόσμιος Νότος όπου – όπως φάνηκε και από τις ομιλίες στον ΟΗΕ – το ζήτημα θεωρείται σημαντικό».
Τέλος, αναφερόμενος στον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η αναγνώριση στην κοινή γνώμη, ο Κάταν είπε ότι «για την πλειοψηφία των μελών και υποστηρικτών των Εργατικών, δεν είναι αρκετή. Αυτό που ακούς είναι ότι είναι πολύ λίγο, πολύ αργά. Είναι το ελάχιστο που μπορούσαν να κάνουν. Είναι καλό που το έκαναν, αλλά έπρεπε να το είχαν κάνει νωρίτερα».
