Οι εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Βενεζουέλας έχουν φτάσει σε πρωτοφανές επίπεδο τους τελευταίους μήνες, μετά από τις θανατηφόρες αμερικανικές επιθέσεις σε σκάφη στα νερά της Καραϊβικής, που φέρονται να διακινούσαν ναρκωτικά.
Τη Δευτέρα, ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε μια επίθεση σε ένα φερόμενο ως σκάφος διακίνησης ναρκωτικών που προερχόταν από τη Βενεζουέλα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τρεις νεκρούς – «τρεις άνδρες τρομοκράτες», όπως έγραψε ο ίδιος στο Truth Social. Συμπληρώθηκαν επίσης δύο εβδομάδες από την πρώτη επίθεση, κατά την οποία ο αμερικανικός στρατός βύθισε ένα άλλο σκάφος, αυτή τη φορά με 11 μέλη πληρώματος, τα οποία σκοτώθηκαν όλα.
Ωστόσο, ο Τραμπ δήλωσε σε δημοσιογράφους χθες ότι οι ΗΠΑ στην πραγματικότητα είχαν επιτεθεί σε τρία σκάφη. «Ανατρέψαμε τρία σκάφη, όχι δύο, αλλά εσείς (ο Τύπος) είδατε δύο», είπε, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις συνθήκες αυτής της τρίτης στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον πλοίων που, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, αλλά χωρίς περαιτέρω αποδείξεις, εμπλέκονται σε διακίνηση ναρκωτικών μεταξύ Βενεζουέλας και ΗΠΑ.
Αμφίβολη νομιμότητα
Οι ενέργειες αυτές στα «διεθνή» ύδατα της Καραϊβικής έρχονται σε συνέχεια της συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ κοντά στα θαλάσσια σύνορα της Βενεζουέλας τον περασμένο Αύγουστο. Η Washington Post εξηγεί πως η ανεξέλεγκτη αυτή επέκταση των πολεμικών εξουσιών του προέδρου θυμίζει έντονα την περίοδο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας επί Τζορτζ Μπους του νεότερου, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μετά από την 11η Σεπτεμβρίου.
Για να προετοιμάσει το έδαφος, ήδη από την πρώτη μέρα της θητείας του ο Τραμπ υπέγραψε προεδρικό διάταγμα με το οποίο τα καρτέλ ναρκωτικών χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές οργανώσεις, επιχειρώντας έτσι να θεμελιώσει νομικά την χρήση στρατιωτικής βίας. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Μπους που είχε προσφύγει στο Κογκρέσο ζητώντας επίσημη εξουσιοδότηση, ο Τραμπ φαίνεται να ενεργεί μονομερώς, εφαρμόζοντας τις ίδιες πρακτικές στο Δυτικό Ημισφαίριο χωρίς διαφάνεια και χωρίς σαφές θεσμικό πλαίσιο.
Η επίσημη αναφορά της κυβέρνησης Τραμπ προς το Κογκρέσο για την πρόσφατη επίθεση περιορίστηκε στη διατύπωση πως «δεν είναι δυνατόν αυτή τη στιγμή να προβλεφθεί το πλήρες εύρος και η διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων που θα απαιτηθούν». Ως μοναδική νομική βάση αναφέρεται η «συνταγματική εξουσία του προέδρου ως Αρχιστρατήγου».
Παρότι ο πρόεδρος έχει εξουσία να αποκρούσει στρατιωτικές απειλές άμεσα, ο ορισμός της διακίνησης ναρκωτικών ως τέτοιας απειλής διευρύνεται πέρα από κάθε νομικό προηγούμενο. Παραδοσιακά, τέτοιες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται από την Ακτοφυλακή, και η ανακήρυξη ενός καρτέλ ως τρομοκρατικής οργάνωσης δεν το καθιστά αυτομάτως στρατιωτικό στόχο. Οι συνήθεις λόγοι για μονομερή δράση, όπως η ύπαρξη έκτακτης ανάγκης ή προηγούμενη έγκριση του Κογκρέσου, δεν πληρούνται στην παρούσα περίπτωση.
Παρότι ο Τραμπ μπορεί να επικαλεστεί επιχειρήματα υπέρ της ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ γύρω από τη Βενεζουέλα, η κυβέρνησή του δεν έχει εξηγήσει επαρκώς ούτε γιατί είναι απαραίτητη η χρήση βίας, ούτε ποιοι είναι οι τελικοί στόχοι της στρατηγικής αυτής, ούτε φυσικά πότε θα λήξει αυτή η στρατιωτική δράση. Όπως σχολίασε η Post: «Καλώς ήρθατε στον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας 2.0».
Υπάρχει κίνδυνος κλιμάκωσης;
Καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος συνεχίζει τις επιθετικές ενέργειες, φροντίζει να συνδέει πλήρως το καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο με τα καρτέλ ναρκωτικών. Πριν από έναν μήνα, το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης προχώρησε μάλιστα σε επικήρυξη του προέδρου της Βενεζουέλας, προσφέροντας 50 εκατομμύρια δολάρια για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του – ποσό διπλάσιο από αυτό που είχε δοθεί για τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Αναμενόμενα, η κίνηση αυτή αύξησε δραματικά την πίεση προς τον Μαδούρο, ο οποίος μιλά για παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας του και κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι επιδιώκουν την ανατροπή του μέσω στρατιωτικής επέμβασης. Ο Τραμπ, από την πλευρά του, αρνείται αυτούς τους ισχυρισμούς, χωρίς ωστόσο να αποκλείει ρητά το ενδεχόμενο αμερικανικής παρουσίας στο έδαφος της Βενεζουέλας.
Πάντως, σύμφωνα με τη Wall Street Journal, η συγκυρία αυτή φαίνεται να εξυπηρετεί επί του παρόντος και τους δύο ηγέτες: ο Τραμπ μπορεί να παρουσιάζεται στο εσωτερικό των ΗΠΑ ως «αμείλικτος τιμωρός των καρτέλ», ενώ ο ιδιαίτερα αντιδημοφιλής Μαδούρο αξιοποιεί την κατάσταση για να ενισχύσει το πατριωτικό του αφήγημα, συσπειρώνοντας τους πολίτες γύρω από μια «εξωτερική απειλή».
Άλλωστε, κατά τα άλλα φαίνεται πως οι δυο πρόεδροι συνεργάζονται σε δυο άλλους τομείς μεγάλης σημασίας για τον αμερικανό πρόεδρο.
Αρχικά, στα τέλη Αυγούστου, δύο πετρελαιοφόρα της Chevron φόρτωσαν αργό πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα με προορισμό τα αμερικανικά διυλιστήρια – οι πρώτες εισαγωγές του είδους μετά από σχετική άδεια της Ουάσιγκτον. Παράλληλα, η Βενεζουέλα δέχεται πλέον τακτικά πτήσεις επαναπατρισμού μεταναστών που απελαύνονται από τις ΗΠΑ.
Ίσως για αυτό, όπως επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα, καμία από τις δύο πλευρές δεν φαίνεται να έχει πραγματικό συμφέρον από μια ενδεχόμενη περαιτέρω κλιμάκωση. Ωστόσο, η πρόσφατη χρήση θανατηφόρας στρατιωτικής ισχύος από την πλευρά των ΗΠΑ έχει διαταράξει τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο και απρόβλεπτο τοπίο.
