Στις αρχές της δεκαετίας, στον εγχώριο δημόσιο διάλογο κυριαρχούσε η άποψη ότι η Τουρκία βρίσκεται σε εντεινόμενη διπλωματική «απομόνωση», ως απόρροια της γεωστρατηγικής της αμφιθυμίας και της εμπλοκής της σε σειρά συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και τη Βόρεια Αφρική. Όπως αποδείχθηκε, η οπτική αυτή απείχε παρασάγγας από την πραγματικότητα. Η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της Άγκυρας, οι επενδύσεις της στην αμυντική βιομηχανία και, κυρίως, η διάθεσή της να αναλάβει λελογισμένο ρίσκο σε πολλαπλά θέατρα ανταγωνισμών, κατέστησαν την Τουρκία σημαίνοντα περιφερειακό παίκτη με σημαντική αυτονομία κινήσεων και αξιοσημείωτο διπλωματικό εκτόπισμα.
Είναι ενδεικτικό ότι, παρά τους διαξιφισμούς για την αγορά των ρωσικών S-400, η γείτονα αναβαθμίστηκε ποικιλοτρόπως στους υπολογισμούς της Ουάσιγκτον. Στη δεύτερη θητεία Τραμπ, η Άγκυρα έχει αναδειχθεί μάλιστα σε κόμβο ιδιαίτερης σημασίας για την αμερικανική διπλωματία στη Μέση Ανατολή, με τον Τομ Μπάρακ να διατελεί ταυτοχρόνως πρέσβης στην Τουρκία και ειδικός απεσταλμένος για τη Συρία και, de facto, τον Λίβανο. Επιπροσθέτως, η Τουρκία έχει αναλάβει κρίσιμο διαμεσολαβητικό ρόλο στην εν εξελίξει πρωτοβουλία του Αμερικανού προέδρου για οριστική διευθέτηση της διαμάχης Αρμενίας–Αζερμπαϊτζάν· της σημαντικότερης ίσως αμερικανικής παρέμβασης στον Καύκασο μετά την Επανάσταση των Ρόδων στη Γεωργία το μακρινό 2003.
Αντίστοιχη είναι και η δυναμική των ευρωτουρκικών σχέσεων. Παρά την εντεινόμενη αυταρχική διολίσθηση του καθεστώτος Ερντογάν και τις στενές σχέσεις με τη Μόσχα, η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε κρίσιμο διαμεσολαβητή για το ουκρανικό ζήτημα, αλλά και σε στρατηγικό εταίρο της Ένωσης σε νευραλγικούς τομείς, όπως η ενέργεια και η άμυνα. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, διαπραγματεύθηκαν με τη γείτονα θέματα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως το μεταναστευτικό και η διευθέτηση της κρίσης στη Λιβύη, παρακάμπτοντας τις ελληνικές θέσεις και αιτιάσεις.
Ως αντίβαρο σε αυτές τις εξελίξεις, η Ελλάδα επένδυσε στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεών της με το Ισραήλ. Η στρατηγική αυτή, ωστόσο, αποδεικνύεται επιλογή υψηλού ρίσκου. Η σταδιακή επέκταση της παλαιστινιακής εθνοκάθαρσης στη Δυτική Όχθη και ο αποσταθεροποιητικός ρόλος του Ισραήλ σε Συρία και Λίβανο έχουν θορυβήσει τα αραβικά καθεστώτα, τα οποία δεν επιθυμούν περαιτέρω ενίσχυση του Τελ Αβίβ. Σε αυτό το πλαίσιο, χώρες βαρόμετρα για τον αραβικό κόσμο, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, έχουν επαναπροσεγγίσει την Τουρκία, προσφέροντας στην Άγκυρα σημαντικά διπλωματικά και οικονομικά οφέλη. Το δε Ισραήλ, από την πλευρά του —όπως και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας— δεν φαίνεται διατεθειμένο να έρθει σε ρήξη με την Τουρκία, ούτε για τις θαλάσσιες ζώνες, ούτε για την προώθηση κρίσιμων πρωτοβουλιών όπως ο EastMed και ο Great Sea Interconnector.
Εάν συνυπολογιστεί στα ανωτέρω και η ραγδαία διείσδυση της Άγκυρας στα Δυτικά Βαλκάνια, γίνεται αντιληπτό ότι η χώρα μας βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσμενή θέση. Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι: πως φτάσαμε στο σημείο αυτό; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ασυνέχειες και η αδράνεια που πολλές φορές χαρακτηρίζουν την ελληνική εξωτερική πολιτική στοίχησαν ποικιλοτρόπως στις σχέσεις μας με τα Σκόπια, τα Τίρανα και τη Βεγγάζη. Το πρόβλημα όμως δεν εξαντλείται εκεί. Η Ελλάδα, τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχει επενδύσει σε μια στρατηγική μηδενικού ρίσκου και μονοδιάστατης ευθυγράμμισης με το συμμαχικό μπλοκ, άνευ ιδιαίτερων ανταλλαγμάτων. Η επιλογή αυτή, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, οδήγησε την ελληνική διπλωματία σε μια ιδιότυπη ατροφία, η οποία στις σημερινές συνθήκες έντασης των γεωστρατηγικών ανταγωνισμών και αμφισβήτησης του διεθνούς κανονιστικού πλαισίου, αποδεικνύεται επιζήμια και δυνητικά επικίνδυνη.
*Ο κ. Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
