Με το ελληνικό καλοκαίρι να οδεύει στο ζενίθ του, που είναι φυσικά το ορόσημο του Δεκαπενταύγουστου και βλέποντας μέρα με τη μέρα την Αθήνα να αδειάζει, ανακαλώ ένα από τα εμβληματικότερα μυθιστορήματα που έχουν συνδεθεί με την Ελλάδα και το φυσικό τοπίο της. Πρόκειται για τον Μάγο του Τζον Φόουλς, που μετέφρασε ο Φαίδων Ταμβακάκης και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Το βιβλίο έχει σημαδέψει γενιές αναγνωστών, εδώ ωστόσο δε θέλω να μιλήσω γενικά γι’ αυτό και για την ισχυρή εντύπωση που ασκεί στην πρώτη ανάγνωση. Με ενδιαφέρει η πρώτη επαφή του βασικού χαρακτήρα, όταν από τη μουντή Αγγλία πρωτοπατά το πόδι του στην Ελλάδα: «Όταν αυτό το απόλυτα μεσογειακό φως έπεσε πάνω στον γύρω μου κόσμο, μπορούσα να δω πως ήταν υπέροχα όμορφο• όταν όμως με άγγιξε, ένιωσα πως ήταν εχθρικό. Έμοιαζε να διαβρώνει, όχι να εξαγνίζει. Ήταν σα να βρισκόμουν στην αρχή μιας ανάκρισης κάτω από προβολείς», γράφει ο Φόουλς, περιγράφοντας ένα πολύ οικείο παράδοξο.
Από τη μια η ομορφιά του τοπίου, από την άλλη αυτό το ξεγύμνωμα του εαυτού, που ξεσκεπάζει τις εσωτερικές του παθογένειες. Οι σχετικοί με την ποίηση θα μπορούσαν εδώ να σχολιάσουν ότι είναι αυτά τα δύο διαφορετικά είδη φωτός που εκπροσωπούν οι νομπελίστες μας, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιώργος Σεφέρης. Ένα φως χαρά θεού κι ένα φως σκοτεινό που τυφλώνει.
Δε θέλω ωστόσο, έτσι όπως σας φαντάζομαι να κάθεστε σε μια ξαπλώστρα, σκρολάροντας στο κινητό σας ανάμεσα σε δυο βουτιές, να σας φορτώσω με φιλολογικές ανησυχίες. Ο λόγος που θυμήθηκα το εν λόγω απόσπασμα είναι άλλος και πιο απτός. Δε χρειάζεται να είναι κάποια η οξυδερκέστερη των παρατηρητριών για να συνειδητοποιήσει ότι τα «μπάνια του λαού» -και ό,τι αυτά συμβολίζουν- γίνονται κάθε χρόνο όλο και πιο προβληματικά.
Και δεν είναι ασφαλώς μόνο το οικονομικό – χωρίς φυσικά να λέω ότι η ακρίβεια δεν αποτελεί πρωτεύον χαρακτηριστικό της συγκυρίας. Είναι και κάτι ακόμα πιο ριζικό: η ίδια η καταστροφή του καμβά, πάνω στον οποίο απλωνόταν άλλοτε το ελληνικό φως. Το φυσικό τοπίο καταστρέφεται με όλους τους δυνατούς τρόπους. Είτε αυτοί αφορούν φανερά σκόπιμη δράση (οικοδομικές και τουριστικές δραστηριότητες) είτε φαινομενικά μη σκόπιμη, όπως οι ποικίλης προέλευσης και αιτίας φωτιές. Πού να βρει χώρο να πέσει αυτό το «απόλυτα μεσογειακό φως», όταν από τη μια συναντά πισίνες, που στερούν από τα νησιά το νερό τους και από την άλλη αποκαΐδια;
Μένει εκείνο το προς τα μέσα, η ενδοσκόπηση. Και αυτό είναι ένα πεδίο ανέκαθεν επικίνδυνο. Στην τεχνητή ηρεμία της ξαπλώστρας, κάτω από την ομπρέλα, πλάι σε ένα χορταστικό μυθιστόρημα, σαν το φίδι στην Εδέμ, οι μαύρες σκέψεις της πραγματικότητας έρχονται να διαταράξουν τη φαινομενική ευτυχία που οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσπαθούν να συντηρήσουν.
Η καλοκαιρινή ευδαιμονία, στενά συνδεδεμένη άλλοτε με την ανεμελιά, μπορεί πλέον να παρουσιάζεται μόνο ως διαρκής κινητικότητα. Μοιάζει λες και είμαστε όλοι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες μιας τηλεοπτικής σειράς κινουμένων σχεδίων, όπου η έλλειψη της βαρύτητας δεν παρουσιάζεται, παρά μόνο όταν ο εκάστοτε χαρακτήρας σταματήσει να κινείται στο κενό και κοιτάξει κάτω. Ή, όπως γράφει ο Φόουλς και πάλι: «Είναι μερικοί από εμάς που δε βλέπουν τον θάνατο εμπρός τους, αλλά αιώνια πίσω τους• όποτε σταματούν για να σκεφτούν». Αυτή τη σκέψη έχει φτάσει να εμποδίζει η σέλφι μας στην ξαπλώστρα.
