Με τη “Λευκή Ελλάδα”(*) κάποιου που παράδοξα αγαπά και γι’ αυτό δεν αγαπά την Ελλάδα, αναχωρώ για τον εμβληματικό τουριστικό της προορισμό: την πατρίδα μου τη Μύκονο έως τον Σεπτέμβριο. Εκεί συνειδητοποιώ το blanco, το λευκό, αυτό που σβήνει στον χάρτη (και στο χαρτί) τη μνήμη του ίδιου τοπίου που “αντιγραμμένο ξαναρχίζει”.
Καμία όμως νοσταλγία για όλα αυτά. Αντίθετα, οργή του Αγγέλου της Ιστορίας μπρος στα σκουπίδια που αποκαλούν “προοδο”.
Σκέφτηκα ότι το “παράδοξο- Ελλάδα” εκφράζεται επίσης και από μια γλώσσα, μέσα στην οποία όλες οι παράμετροί του επικοινωνούν από υπόγειους δρόμους, μεταφέροντας το βαθύτερο: τα ελληνικά – από τις αμμουδιές του Ομήρου έως στο “Νάμμος” της Ψαρού.
Δεν έχω λοιπόν παρά να αναλογιστώ το παράδοξο που εισάγει και ο Σεφέρης, όταν μιλάει για τον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Καβάφη, “τους τρεις μεγάλους, πεθαμένους ποιητές μας που δεν ήξεραν Ελληνικά”. Διότι στη γλώσσα της ποίησης πρωτίστως υλοποιείται και το “ελληνικό παράδοξο” μεταξύ συνεχούς κοινωνικής κρίσης και ανάκαμψης,ενός Μητσοτάκη που ταπεινώνεται κι ενός Μητσοτάκη που κομπάζει.
Κι όπως ο ηθοποιός, με το μαχαίρι στην πλάτη, έδωσα κι εγώ όλη μου τη δύναμη (τέχνη) κι όλη μου την αδυναμία (σκοπιμότητα) για να αναδιπλασιαστώ λευκαίνοντας τις “δημόσιες αμαρτίες” στο αγγελικό και μαύρο φως μιας ξέξασπρης πατρίδας χωρίς ίχνος μελανίνης στο δέρμα. Προβιές λέμε στη Μύκονο τα καθάρματα.
Ωστόσο δεν είναι ακριβώς επί προσωπικού ό,τι εξιστορώ στο απόσπασμα του ποιήματος που ακολουθεί μέσα στη φωνή του Βασίλη Παπαβασιλείου, αλλά ό,τι πραγματικά συμβαίνει: όλα να συμβαίνουν προτού να συμβούν ακόμη και η κωλοτούμπα του Τσίπρα από τότε που έγινε πρόεδρος του δεκαπενταμελούς. Όλα όσα δεν ζήσαμε ακόμη και όσα ζήσαμε, και που για να τα ζήσουμε πρέπει να εξισωθούμε με αυτά, για να είμαστε αντίστοιχοι αυτού που μας συμβαίνει: ένα συνεχές déjà vue. Όλα δηλαδή τα παράδοξα μιας κοινωνίας που είναι συγχρόνως αστείες και πολύ σοβαρές ιστορίες για να τις εξιστορούν οι διατεταγμένοι αφηγητές.
Υπάρχει κάτι που δεν περιγράφεται αλλά έχει ήδη “γράψει” επάνω μας .Πρόκειται για την απροσδιοριστία εξαιτίας του ότι οι αιτιώδεις σχέσεις που εκλαμβάνονταν ως έγκυρες έχουν ιστορικα ξεπεραστεί παρ’ ότι ο λόγος που τις περιγράφει παραμένει αμετάβλητος,άρα βαρετός.
Και είναι μάταια κάθε βιβλιογραφική αναφορά στους εξίσου βαρετούς σχολιαστές (W.Streeck για παράδειγμα,ή Ε.Τσακαλώτος) γιά το ότι “ο μεταπολεμικός με το ζόρι γάμος μεταξύ καπιταλισμού και Δημοκρατίας έλαβε τέλος”.
Η σημερινή πολιτοφροσύνη οφείλει να επιλέξει ως γλώσσα την έκφραση του μειονοτικού γίγνεσθαι και οχι την θεσμική άμπρα κατάμπρα και τις φωνάρες των μικροπωλητών της Βουλής.
Πρέπει μιά εννοιακή λογοτεχνία να αλλάξει την λογολαγνεία των Γεωργιάδηδων και της Ζωής.
Έγινα έτσι αναιπαισθήτως, ο εκλεκτικιστής μίμος μιας παράστασης όταν έπαιξα -δηλαδή έγραψα στο χαρτί- ό,τι απομένει.
Δεν έχουν παρά να αντιληφθούν την σημασία αυτής της μιμικής- διαβάζοντας έστω τον Μαλλαρμέ.
Τον φίλο και τον εχθρό τον είδα κι εγώ στον καθρέφτη καταλήγοντας στον ακροτελεύτιο στίχο της πραγματικότητας των κλόουν – ποιητών:
“Ωραία που είμαστε εδώ ζεστά και σκοτεινά από την Κάμβρια περίοδο μαζί με στρώματα αργίλου και ρημάτων”.
Κι όμως. Δεν φτάνουν τα ρήματα που μας έδωσαν να το καταλάβουμε. Η λάσπη φταίει. Και πασχίζουμε να βρούμε τον τρόπο του Φράνσις Πονζ για να την περιγράψουμε.
Διότι, οκ, είναι το τέλος του νεο-φιλελευθερισμού. Αλλά δεν ξέρουμε ,στην περίπτωσή του, μήπως ο νεο-φιλελευθερισμός είναι ηδη στην αρχή του.
(*) Η “Λευκή Ελλάδα”, (εκδόσεις Περισπωμένη) δραματοποιήθηκε από την Μάνια Παπαδημητρίου για το Μέγαρο Μουσικής σε μουσική του Γιώργου Χατζημιχελάκη, τον Οκτώβριο του 2021
