«Γκαρσονιέρα, 30 τετραγωνικά, 4ος όροφος χωρίς ασανσέρ, 550 ευρώ». «Δυάρι, μερικώς ανακαινισμένο, 800 ευρώ». Για όποιον αναζητά σπίτι στην Ελλάδα του 2025, οι αγγελίες δεν περιγράφουν πλέον απλώς ακίνητα· περιγράφουν έναν εφιάλτη. Έναν εφιάλτη που βιώνουν οι νέοι των οποίων ο μισθός δεν αρκεί ούτε για τα βασικά, πόσο μάλλον για να στήσουν το δικό τους νοικοκυριό. Έναν εφιάλτη που ζουν οι οικογένειες που βλέπουν το ενοίκιο τους να αυξάνεται παράλογα, αναγκάζοντας τες να μετακομίζουν όλο και πιο μακριά από τον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ιστό.
Η στέγη, η πλέον θεμελιώδης προϋπόθεση για μια σταθερή και αξιοπρεπή ζωή, το σημείο αναφοράς κάθε ανθρώπου, έχει πάψει να είναι ένα προσβάσιμο κοινωνικό αγαθό. Έχει μετατραπεί σε ένα χρηματιστηριακό προϊόν πολυτελείας, ένα πεδίο ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας που υπονομεύει το μέλλον μιας ολόκληρης γενιάς και διαλύει τον κοινωνικό ιστό των πόλεων μας. Η στεγαστική κρίση δεν είναι απλώς ένα οικονομικό πρόβλημα· είναι μια από τις βαθύτερες και πιο ορατές κοινωνικές ανισότητες της εποχής μας.
Τα αριθμητικά δεδομένα
Τα νούμερα είναι αμείλικτα και αποκαλύπτουν το μέγεθος της κρίσης. Την τελευταία πενταετία (2020-2025), οι ζητούμενες τιμές ενοικίασης έχουν κυριολεκτικά εκτοξευτεί. Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα από κτηματομεσιτικά δίκτυα, η μέση αύξηση στην Αττική ξεπερνά το 45-50%. Στο κέντρο της Αθήνας, όπου η ζήτηση είναι ασφυκτική, ένα μέσο διαμέρισμα 80 τ.μ. απαιτεί πλέον ενοίκιο της τάξης των 900 ευρώ, από περίπου 600-650 ευρώ που κόστιζε πριν από πέντε χρόνια. Αντίστοιχες αυξήσεις, που κυμαίνονται από 35% έως 50%, παρατηρούνται σε Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Ηράκλειο.
Το πρόβλημα γίνεται εκρηκτικό όταν αυτοί οι αριθμοί συγκριθούν με τα εισοδήματα. Με τον κατώτατο μισθό στα 830 ευρώ (περίπου 700 ευρώ καθαρά), είναι μαθηματικά αδύνατο για έναν νέο εργαζόμενο να ζήσει μόνος του. Ακόμα και για ένα ζευγάρι με δύο μέσους μισθούς, το κόστος της στέγης έχει αρχίσει να γίνεται δυσβάσταχτο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα κατέχει τη θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη όσον αφορά την επιβάρυνση του κόστους στέγασης. Το ποσοστό του πληθυσμού που δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για τη στέγαση στην Ελλάδα αγγίζει το 30-35%, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι μόλις 10%. Αυτό δεν είναι απλώς στατιστική. Είναι η καθημερινή αγωνία εκατομμυρίων ανθρώπων που πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στο ενοίκιο και σε άλλες βασικές ανάγκες.
Οι καταλύτες της κρίσης: Airbnb & Golden Visa
Αυτή η ασφυξία δεν είναι τυχαία. Δεν προέκυψε από μια φυσική εξέλιξη της αγοράς. Είναι το άμεσο αποτέλεσμα δύο συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών που λειτούργησαν ως καταλύτες, θυσιάζοντας τη στεγαστική ανάγκη των πολιτών στον βωμό του εύκολου κέρδους και των ξένων επενδύσεων αμφιβόλου προστιθέμενης αξίας.
Ο πρώτος καταλύτης είναι η ανεξέλεγκτη επέλαση των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Ολόκληρες γειτονιές στο κέντρο της Αθήνας (Κουκάκι, Παγκράτι, Εξάρχεια) και σε τουριστικούς προορισμούς μετατράπηκαν σε απέραντα ξενοδοχεία. Χιλιάδες διαμερίσματα αποσύρθηκαν βίαια από την αγορά μακροχρόνιας ενοικίασης, συρρικνώνοντας δραματικά την προσφορά και εκτοξεύοντας τις τιμές για τους εναπομείναντες κατοίκους. Το ίδιο συμβαίνει και στη Θεσσαλονίκη καθώς και στα νησιά, ιδιαίτερα σε όσα έχουν σημαντική τουριστική δυναμική.
Ο δεύτερος καταλύτης ήταν το πρόγραμμα της «Χρυσής Βίζας» (Golden Visa). Προσφέροντας άδεια παραμονής σε πολίτες τρίτων χωρών έναντι αγοράς ακινήτου (με όρια που μέχρι πρόσφατα ήταν εξευτελιστικά χαμηλά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα), το πρόγραμμα λειτούργησε ως επιταχυντής της κερδοσκοπίας. Επέτρεψε σε ξένα κεφάλαια να “παρκάρουν” σε ακίνητα, ανεβάζοντας τεχνητά τις τιμές πώλησης, οι οποίες με τη σειρά τους παρέσυραν προς τα πάνω και τα ενοίκια, δημιουργώντας μια φούσκα που πληρώνουν οι Έλληνες πολίτες.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, το ελληνικό κράτος παραμένει ο μεγάλος απών, ο θεατής της κρίσης που το ίδιο προκάλεσε. Εδώ αποκαλύπτεται η τεράστια απόκλιση της Ελλάδας από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Αυστρία και η Γαλλία, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού (που φτάνει το 20-30%) ζει σε κατοικίες που ανήκουν σε δημόσιους ή μη κερδοσκοπικούς φορείς, με ελεγχόμενο, χαμηλό ενοίκιο. Αυτό το απόθεμα κοινωνικής κατοικίας λειτουργεί ως ανάχωμα στην απληστία της ιδιωτικής αγοράς, διασφαλίζοντας ότι όλοι οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε προσιτή στέγη.
Στην Ελλάδα, η έννοια της «κοινωνικής κατοικίας» είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Σύμφωνα με παλαιότερες απογραφές, το ποσοστό στην Αθήνα ήταν κάτω του 2%, ένα από τα χαμηλότερα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Πολιτεία έχει παραιτηθεί πλήρως από τον ρόλο της να παρεμβαίνει ρυθμιστικά στη στεγαστική αγορά, αφήνοντας τους πολίτες της στο έλεος μιας άγριας, αρρύθμιστης κερδοσκοπίας.
Τρεις τομές για το δικαίωμα στη στέγη
Η αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης δεν μπορεί να γίνει με επιδόματα-ασπιρίνες. Απαιτεί τόλμη, σύγκρουση με συμφέροντα και μια ριζική αλλαγή παραδείγματος. Η αγορά από μόνη της απέτυχε. Η λύση μπορεί να είναι μόνο πολιτική, με τρεις κεντρικούς άξονες δράσης.
1. Δημιουργία ενιαίου δημόσιου φορέα κοινωνικής κατοικίας: Είναι αδιανόητο να μην υπάρχει ένας τέτοιος οργανισμός το 2025. Άμεσα πρέπει να ιδρυθεί ένας ισχυρός, ευέλικτος δημόσιος φορέας, στα πρότυπα των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Ο ρόλος του θα είναι διττός: α) να αξιοποιήσει την τεράστια δημόσια περιουσία για την ανέγερση νέων, σύγχρονων και ενεργειακά αποδοτικών κτιρίων κοινωνικών κατοικιών, και β) να εφαρμόσει προγράμματα “Κοινωνικής Αντιμίσθωσης”, παρέχοντας ισχυρά κίνητρα σε ιδιώτες για να παραχωρήσουν τα κενά τους ακίνητα στον φορέα για μακροχρόνια εκμετάλλευση με χαμηλό, εγγυημένο ενοίκιο. Προτεραιότητα στην πρόσβαση θα έχουν οι νέοι, οι φοιτητές, οι μονογονεϊκές οικογένειες και άλλα ευάλωτα νοικοκυριά.
2. Αυστηρή ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων: Το πάρτι της αισχροκέρδειας πρέπει να τελειώσει, όπως έγινε σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις που αντιμετώπισαν το πρόβλημα. Απαιτούνται σαφείς και οριζόντιοι κανόνες: α) θέσπιση ορίου 90 ημερών ετησίως για τη δυνατότητα μίσθωσης ενός ακινήτου σε πλατφόρμες και β) επιβολή ορίου στον αριθμό των ακινήτων (π.χ., μέχρι δύο) που μπορεί να εκμεταλλεύεται κάθε ΑΦΜ. Τα έσοδα από την αυξημένη φορολόγηση αυτής της επιχειρηματικής, πλέον, δραστηριότητας πρέπει να κατευθύνονται στον δημόσιο φορέα στέγασης για τη χρηματοδότηση των πολιτικών του.
3. Ισχυρά φορολογικά κίνητρα για μακροχρόνια μίσθωση: Το κράτος πρέπει να επιβραβεύσει τους ιδιοκτήτες που επιλέγουν να λειτουργήσουν κοινωνικά υπεύθυνα. Πρέπει να θεσμοθετηθεί ένα γενναίο πακέτο φορολογικών ελαφρύνσεων (π.χ., πλήρης απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ για 3 χρόνια και μειωμένος φόρος εισοδήματος) για κάθε ιδιοκτήτη που θα διαθέσει ένα κλειστό διαμέρισμα στην αγορά με μακροχρόνια σύμβαση και ενοίκιο που δεν θα ξεπερνά ένα λογικό, προκαθορισμένο πλαφόν ανά περιοχή.
Το δίλημμα είναι σαφές: θα συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τη στέγη ως ευκαιρία για κερδοσκοπία ή θα την επαναφέρουμε στον πυρήνα των κοινωνικών δικαιωμάτων; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα καθορίσει όχι μόνο την όψη των πόλεων μας, αλλά και το μέλλον και την αξιοπρέπεια της κοινωνίας μας.
* Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου
