Για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο.

Για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό

Το «ποιος είναι» ο Μιχαήλ Μαρμαρινός αφήνω να το πει το πλούσιο curriculum, οι φίλοι του και οι εχθροί του. Το «τι είναι» ο Μιχαήλ Μαρμαρινός θα διακινδυνεύσω να το πω μέσα από έναν ορισμό του William Carlos Williams για το ποίημα: «Δεν υπάρχει τίποτα συναισθηματικό σε μια μηχανή, και ένα ποίημα είναι μια μικρή ή μεγάλη μηχανή φτιαγμένη από λέξεις».

Εδώ ο W.C. Williams υπονοεί ότι δεν υπάρχει τίποτα συναισθηματικό σε ένα ποίημα, όπως άλλωστε και σε μια μηχανή τίποτα το περιττό. Και ο Μαρμαρινός είναι μια μηχανή που παράγει ακριβείς εικόνες και δεν υπάρχει τίποτα το περιττό στις εικόνες αυτές εκτός από το συναίσθημα της κατασκευής τους το οποίο, όταν δεν φαίνεται, οι εικόνες είναι ακριβέστερες.

Σ’ αυτή τη «μηχανή» (Άμλετ;) ευφυώς η υπουργός σε απευθείας ανάθεση παρέδωσε το Φεστιβάλ, γνωρίζοντας πως είναι ο Μαρμαρινός που αναθέτει κατευθείαν πολιτισμό στη χώρα της, μεταφέροντας έξω ό,τι σημαντικό γίνεται και σκηνοθετώντας στις μεγάλες σκηνές (Κομεντί Φρανσαίζ, Κρατικό Θέατρο Κίνας στη Σαγκάη) το δύσκολο θέατρο του Ρακίνα ή του Ευριπίδη.

Ο Μιχαήλ, γνωρίζοντας πως το σύγχρονο θέατρο γεννιέται από την αποτυχία της αναπαράστασης, έχοντας ο ίδιος κουραστεί αισθηματικά από το ρεπερτόριο, ζητά την κίνηση που μπορεί να παράγει συγκίνηση. Η κίνηση γίνεται έργο χωρίς καμία παρεμβολή. «Η κίνηση είναι η επανάληψη, και αυτό είναι το αληθινό μας Θέατρο», ιδού το σκεπτικό του από τότε που μας έκανε μαθήματα βιοενέργειας στο πάτωμα του Στούντιο-Ιλίσια. O Μαρμαρινός εδώ συναντά τους Ιάπωνες.

Όλα αυτά τα χρόνια που είμαστε φίλοι, πιστεύοντας με την κοινή ταπητουργία μας πως αναζητάμε το «είναι», καταλάβαμε όταν φτάσαμε κοντά πως περιστοιχιζόμαστε από το «μηδέν» που αποτελεί τη συνθήκη μας, έξω και μέσα μας, ως εάν το «μηδέν» να είναι το βασικό για τη σκέψη, τη σκηνοθεσία της και τη γραφή της. Ως εάν να καταφέρναμε να είμαστε ό,τι είμαστε με τον τρόπο του «δεν είμαι αυτό που είμαι», ή που «νομίζω πως είμαι και που σε πείθω να το νομίζεις κι εσύ».

Παρασύρθηκε η Μενδώνη; Όχι. Απλώς κατάλαβε, και ενδεχομένως ζήλεψε την ευκινησία και τη διαφυγή.

Έχουμε όμως διαφύγει; Την απάντηση ως δοκιμή και δοκιμασία δίνει το έργο. Όταν στην Κομεντί Φρανσαίζ, σκηνοθετώντας προ ετών τον Ρακίνα, αφήνει να ακουστεί φευγαλέα από ένα τρανζιστοράκι νοσταλγικά η Βέμπο, η Φαίδρα γίνεται αυτό που είναι: πάθος και όχι γράμμα. Όχι αυτό που κάνω εμμονικά εγώ με τα Σχέδια μου για την Ηλέκτρα, την Ιφιγένεια και τη Φαίδρα παράδειγματος χάριν.

Εδώ που έφτασα, τριάντα χρόνια μετά το υπόγειο του Διπλού Έρωτα στην Παπαδιαμαντοπούλου, με τη φωνή της Αμαλίας Μουτούση και τις μουσικές του Δημήτρη Καμαρωτού, στο έργο μου Camera degli sposi, από τότε έως και μεθαύριο στο Ωδείο Αθηνών, στο δικό μου Σχέδιο για Φαίδρα σε αέναη επιστροφή, πάλι με τον Καμαρωτό και τη Μουτούση, εδώ λοιπόν ο χρόνος διακλαδώθηκε για μας στα μπορχικά του μονοπάτια.

Κι αυτό που θα ήθελα να ζητήσω από τον Μιχαήλ, στην ηλικία των τίτλων τέλους, είναι λίγη αντοχή για το πονηρό το μονοπάτι. Να φυλαχτούμε όχι μόνο από το χάος αλλά και από την περιττή και διόλου τετραπέρατη έκβαση των «πολιτικών’» του βίου μας. Διότι για δικές μας «πολιτικές» πρόκειται ως προς τους πολιτικούς μας φίλους και αντιπάλους. Και το να απαιτούμε οι πολιτικές μας να συνδέονται με κανόνες υπήρξε, τουλάχιστον για τον Μαρμαρινό, θέμα καλού γούστου. Ας το προσέξουμε: αν η πάλη εναντίον του χάους δεν γίνεται χωρίς συγγένεια με τον εχθρό, η πάλη εναντίον της τάξης και του κανόνα έχει ανάγκη από τη συγγένεια με τον φίλο. Το δύσκολο είναι μια πολιτική της αίσθησης και όχι της διάνοιας.

Εξού και η φωτογραφία τριάντα χρόνια μετά. Τι θέλουν να πουν οι δύο φίλοι; Ο ένας προσηλωμένος στη διαδικασία και τον φακό, ο άλλος ξεφεύγοντας πολιτικά στο πλάι; Είπαν τι θέλουν να πούνε, τι επινοούν για να το πουν, τι μόχθο καταβάλουν για να τους ακούσουν.

Και λέγοντάς το, επιμένοντας να το διατυπώνουν, επινοώντας τρόπους για να το δεχτεί μια κοινωνία που δεν τους πολυπάει, ανασύρουν από μέσα τους κάθε φορά το πολύτιμο, γνωρίζοντας πως δεν αξίζει πάντα τον κόπο. Διότι και τα γουρούνια και τα μαργαριτάρια (Ματθαίος, 7.6) έχουν ένα όριο όταν επεκτείνονται τα σφαγεία και κλείνουν τα κοσμηματοπωλεία οι αγορές.

Μπορεί να αλλάξει το Φεστιβάλ; Είναι σαν να ρωτώ αν αλλάζουν οι νεοέλληνες, αν τα συνθετικά μαργαριτάρια αρέσουν, αν οι χασαποταβέρνες (μετά την Επίδαυρο) επεκτείνονται από πονηρούς σεφ στο Ρουφ της «Μεγάλης Βρετανίας» με φάτσα κάρτα την Ακρόπολη. Το Φεστιβάλ πρέπει να δείξει αυτή την αλλαγή και όχι οι Λαζόπουλοι στα κανάλια.

Πρέπει να γίνει αλλοπρόσαλλο.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version