Ο κορσές και η ευκαιρία

Επειτα από δύο χρόνια πολιτικής και οικονομικής περιπέτειας που έφεραν τη χώρα μισό βήμα από το Grexit, η προχθεσινή απόφαση του Eurogroup αλλάζει το σκηνικό.

Επειτα από δύο χρόνια πολιτικής και οικονομικής περιπέτειας που έφεραν τη χώρα μισό βήμα από το Grexit, η προχθεσινή απόφαση του Eurogroup αλλάζει το σκηνικό. Δίνει στην Ελλάδα την ευκαιρία να ακολουθήσει το παράδειγμα των άλλων χωρών που εφάρμοσαν μνημόνια, να ολοκληρώσει τον κύκλο των διαρθρωτικών αλλαγών, να επιστρέψει έστω και δοκιμαστικά – με «κηδεμόνα» –στις αγορές και να ανέβει στο κύμα της ανάπτυξης που δημιουργούν ο τουρισμός αλλά και η πίεση του ΔΝΤ προς τους Ευρωπαίους να μην επιμείνουν άλλο στη λιτότητα. Κάτι που έθεσε ευθέως και η Κριστίν Λαγκάρντ στις δηλώσεις της, ζητώντας να γίνουν ακόμη και αυξήσεις μισθών στην ευρωζώνη!
Τι κερδίσαμε και τι χάσαμε
Οπως όλοι όμως αντιλαμβάνονται, η Ελλάδα δεν βρίσκεται ακόμη σε αυτό το σημείο, καθώς η κυβέρνηση, που έβαλε πολύ ψηλά τον πήχη των διεκδικήσεων, πιέζοντας τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές να ανακοινώσουν τώρα τα μέτρα ελάφρυνσης που θα καθιστούν βιώσιμο το ελληνικό χρέος, έχασε, αφού οι οριστικές αποφάσεις μετατέθηκαν για το καλοκαίρι του 2018, ενώ απώλεσε και τη δυνατότητα άμεσης ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο περίφημο QE. Αυτό βέβαια μπορεί να αποφασιστεί από την ΕΚΤ όποια στιγμή ο κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι κρίνει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Με αυτά τα δεδομένα η χώρα θα πορευτεί τους επόμενους 14 μήνες, έχοντας βέβαια εξασφαλίσει την πλήρη κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεών της και για το 2018, επιδιώκοντας παράλληλα την επάνοδο στις αγορές. Πάντοτε όμως θα υπάρχει ο «κορσές», δηλαδή η αυστηρή εποπτεία των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ που παραμένει, χωρίς, προς το παρόν, να βάζει λεφτά στο ελληνικό πρόγραμμα.

Οσοι θέλουν να βλέπουν λίγο πιο μπροστά αναζητώντας εξήγηση στο γιατί τράβηξε τόσους μήνες η διαπραγμάτευση, έχουν αντιληφθεί ότι αυτό που κρίθηκε στο Eurogroup δεν είναι η ρύθμιση του χρέους αλλά το παιχνίδι της εξόδου της Ελλάδας από το Μνημόνιο σε 14 μήνες από σήμερα.
Επιδίωξη της κυβέρνησης, παρότι δεν το ομολογεί, ήταν να διαμορφώσει τις συνθήκες εκείνες ώστε να επιτύχει τον Αύγουστο του 2018 ένα «clear exit», όπως λένε και οι συριζαίοι, πλέον, στα χωριά τους. Κάτι που ασφαλώς δεν επιτεύχθηκε.
Οι Ευρωπαίοι βέβαια, μετά την εμπειρία… Βαρουφάκη, ούτε που θέλησαν να το ακούσουν. Αντίθετα, επιδίωξαν και πέτυχαν το «control exit», δηλαδή την προστατευμένη αρχικά επιστροφή της χώρας στις αγορές και αργότερα στην ελεγχόμενη έξοδο από το Μνημόνιο.
Αυτή την επιδίωξη υπηρετεί η γραμμή ECCL, μια πιστωτική γραμμή ασφαλείας που θα δοθεί στην Ελλάδα από τα αδιάθετα ποσά του τρίτου Μνημονίου που θα μας συνοδεύει κάθε φορά που θα επιχειρούμε να δανειστούμε από τις αγορές. Το ύψος του μαξιλαριού ασφαλείας, όπως το χαρακτήρισε ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM, κατά τις πληροφορίες θα κυμαίνεται από 7 ως 8 δισ. ευρώ, ποσό που καλύπτεται άνετα ακόμη και από τα κέρδη που έχουν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν.
Με άλλα λόγια, επιστρέφουμε στη λύση που είχαν προτείνει στην κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου το 2014, αλλά δεν την είχαν αγοράσει, αφού δεν πήραν και τα μέτρα για τη μείωση συντάξεων και αφορολογήτου που εν τέλει ψήφισε με κοινοβουλευτική άνεση ο Αλέξης Τσίπρας.
Κατ’ άλλους, η ερμηνεία της απόφασης του Eurogroup και ειδικά η δήλωση του Ρέγκλινγκ που επακριβώς είπε ότι «εν όψει της επανόδου της Ελλάδας στις αγορές το ESM θα δημιουργήσει μηχανισμό έκτακτης ανάγκης που θα χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση αντίξοων συνθηκών» δείχνουν ότι η χώρα μετά και από το τέλος του προγράμματος θα πορευθεί τουλάχιστον ως και το 2020 με «κηδεμόνα».
Μάλιστα, υπάρχει το ενδεχόμενο, αντί της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, να «προσφερθεί» η λύση της παράτασης του τρέχοντος προγράμματος με τα λεφτά που ούτως ή άλλως θα περισσέψουν. Αυτό στην περίπτωση που δεν υλοποιηθούν όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές και τα μέτρα για τα οποία έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση Τσίπρα.
Αλλά αυτό θα φανεί σε έναν χρόνο από σήμερα.
Ουσία όμως έχει η αντίδραση των αγορών, η οποία, όπως λένε οι ειδικοί, «αγόρασε» την απόφαση του Eurogroup, κάτι που αποτυπώθηκε στην αγορά ομολόγων όπου σημειώθηκε σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων, για όλες τις λήξεις. Η απόδοση του διετούς υποχώρησε στο 4,68% και του 10ετούς στο 5,67%, ενώ το ΧΑ ανέβηκε ξεπερνώντας το ψυχολογικό όριο των 800 μονάδων μετά από χρόνια. Μετά το καθοριστικό, όπως αποδεικνύεται, Eurogroup ο Αλέξης Τσίπρας στη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο αλλά και στο τηλεοπτικό μήνυμά του ήταν συγκρατημένος. Περιορίστηκε να πει:

«Το σήμα είναι ότι αναγνωρίστηκαν οι θυσίες και ότι δόθηκε και μια σαφής δέσμευση για το τέλος των μνημονίων, με το τέλος του τρίτου προγράμματος σε έναν χρόνο από σήμερα»
.
Αναφερόμενος στο «παράθυρο ευκαιρίας» που διανοίγεται για την οικονομία και την κυβέρνηση –η οποία βέβαια περίμενε πολύ περισσότερα για το χρέος και πήρε τελικά λιγότερα –πρόσθεσε:
«Τώρα νομίζω ότι πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας και όχι να χαλαρώσουμε, ώστε να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για μια δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και επούλωσης των μεγάλων πληγών της κρίσης».
Την ίδια ώρα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο «μαέστρος» του Eurogroup, ήταν σαφής στις δηλώσεις του εκφράζοντας την ελπίδα ότι «το τρέχον πρόγραμμα βοήθειας θα είναι και το τελευταίο για την Ελλάδα» ενώ παράλληλα εκτίμησε ότι «το τελικό ύψος του πακέτου στήριξης της Ελλάδας θα διαμορφωθεί κάτω από τα 86 δισ. ευρώ και ότι η χώρα θα χρειαστεί λιγότερα χρήματα από ό,τι αρχικώς είχε υπολογιστεί».
Ικανοποιημένος ο Τσακαλώτος
Με τις λίγες αυτές λέξεις ο κ. Σόιμπλε ασφαλώς βοηθά την Ελλάδα αλλά προειδοποιεί την κυβέρνηση ότι αν «λοξοδρομήσει», τότε η Ελλάδα θα χρειαστεί κι άλλο πρόγραμμα. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος κατατάσσεται πλέον στους εκλεκτούς του κ. Σόιμπλε, επέστρεψε στην Αθήνα (ίσως για πρώτη φορά) ήρεμος, ικανοποιημένος γιατί όπως λένε όσοι γνωρίζουν, το άγχος του δεν ήταν οι Ευρωπαίοι, αλλά το Μέγαρο Μαξίμου που επί μήνες δυσκολεύτηκε να απορροφήσει τη διαπραγματευτική τακτική την οποία είχε χαράξει για να φτάσει σε ένα ικανοποιητικό για την οικονομία αποτέλεσμα. Δηλαδή έναν «οδικό χάρτη» που θα περιγράφει τα βήματα εξόδου από τον επταετή κύκλο των μνημονίων και τη βήμα-βήμα επάνοδο της χώρας στις αγορές.
Οπως δήλωσε μετά το Eurogroup «τώρα υπάρχει φως στο τούνελ. Μπορούμε να βγούμε από το πρόγραμμα γιατί το Eurogroup δεσμεύεται να βοηθήσει την Ελλάδα να έχει πρόσβαση στις αγορές. Ως προς το χρέος, υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια ως προς τα μεσοπρόθεσμα που θα καθοριστούν στο τέλος του προγράμματος. Και υπάρχει ένας μηχανισμός που εξαρτάται από την απόδοση της ελληνικής οικονομίας. Το χρέος πλέον εξαρτάται από την ανάπτυξη».

«Οι Ευρωπαίοι δεν ήταν έτοιμοι να δεσμευτούν με αριθμούς»

Συγκρατημένος στις δηλώσεις του, μετριοπαθής, ήταν και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, ο οποίος είπε ότι στο τέλος του προγράμματος, το 2018, θα περισσέψουν τουλάχιστον 30 δισ. ευρώ.
Ο κ. Χουλιαράκης σημείωσε ότι πέραν των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος (δηλαδή την επιμήκυνση έως 15 χρόνια των ωριμάνσεων, την περίοδο χάριτος για την πληρωμή τόκων και τη σύνδεση του χρέους με το ΑΕΠ) αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι να πετύχει ένα ρεκόρ ανάπτυξης τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Για το δυσμενές σενάριο είναι ότι ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός δίνει δυνατότητα ενεργοποίησης του έκτακτου μηχανισμού, που σημαίνει ότι σε έκτακτα γεγονότα η Ελλάδα θα έχει μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους.
Σαφής ήταν η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Είπε ξεκάθαρα δεν επιτεύχθηκε συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους γιατί οι Ευρωπαίοι δεν ήταν έτοιμοι να δεσμευτούν με αριθμούς, δηλαδή να ποσοτικοποιήσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα.

Η κυρία Λαγκάρντ δήλωσε ότι η ίδια θα εισηγηθεί στο διοικητικό συμβούλιο τη συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα με μια προληπτική πιστωτική γραμμή 2 δισ. δολαρίων – η χρηματοδότηση θα εγκριθεί τώρα, ωστόσο χρήματα το ΔΝΤ θα δώσει μόνον εφόσον προσδιοριστούν τα μέτρα ελάφρυνσης. Αναγνώρισε ότι δεν είναι η ιδανική λύση γιατί η Ελλάδα τήρησε όλες τις δεσμεύσεις, μάλιστα η ίδια ανέφερε ότι δεν περίμενε ότι η Ελλάδα θα εκπληρώσει 140 προαπαιτούμενα, ωστόσο, όπως είπε, είναι η δεύτερη καλύτερη λύση, γιατί αποτρέπει μια κρίση για την Ελλάδα και δρομολογεί τη διαδικασία για την ελάφρυνση.

Ακόμη η απόφαση του Συμβουλίου δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης χωρίς πιστοποιητικό βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, αν και θεωρητικά ο Μάριο Ντράγκι μπορεί να παρακάμψει το πρόβλημα της βιωσιμότητας και να βασιστεί στην πολιτική δέσμευση των Ευρωπαίων ότι θα καταστήσουν το χρέος βιώσιμο.

Το πιθανότερο σενάριο είναι πως μια τέτοια κίνηση δεν θα πρέπει να αναμένεται άμεσα.
Πάντως, ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ εκτίμησε ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να ξαναβγεί στις αγορές αργότερα μέσα στο 2017, ή νωρίς μέσα στο 2018.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.