Ενα θρίλερ 3 δισ. δολαρίων

«Για πάνω από μισό αιώνα, με σημείο εκκίνησης τη δεκαετία του '50, ο έλληνας μεγιστάνας του εφοπλισμού Βασίλης Γουλανδρής και η γυναίκα του Ελίζα

«Για πάνω από μισό αιώνα, με σημείο εκκίνησης τη δεκαετία του ’50, ο έλληνας μεγιστάνας του εφοπλισμού Βασίλης Γουλανδρής και η γυναίκα του Ελίζα διήγαν έναν βίο αντάξιο ενός ηλιόχαρου μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ. Συγχρωτίζονταν με την ευρωπαϊκή αριστοκρατία και φτερούγιζαν βιαστικά ανάμεσα στα επτά σπίτια τους, σε μέρη όπως το Παρίσι, το Σαουθάμπτον της Νέας Υόρκης και το Γκστάαντ της Ελβετίας –όταν δεν αρμένιζαν με το γιοτ τους «Παλόμα»».
Η Κέλι Κρόου της «Wall Street Journal» προσδίδει την απαραίτητη μυθιστορηματική εσάνς σε ένα ακόμη εκτενές –αλλά και απείρως διεισδυτικό –άρθρο του ξένου Τύπου για μια αμιγώς ελληνική σάγκα διεθνούς ακτινοβολίας. Διόλου τυχαίο, καθότι η πρόσφατη διαρροή των διαβόητων Panama Papers αναρρίπισε εκ νέου την υπόθεση της φερόμενης ως «μεγαλύτερης αγνοούμενης συλλογής τέχνης στην Ιστορία». Πρόκειται για τους 83 χαμένους πίνακες του εφοπλιστικού ζεύγους Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (η αξία των οποίων φέρεται ότι ξεπερνά τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια), οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο «μιας από τις μεγαλύτερες και πιο σύνθετες νομικές διαμάχες για έργα τέχνης στην Ευρώπη». Πίνακες που κανείς δεν παραδέχεται ότι γνωρίζει πού βρίσκονται. Πίνακες για τους οποίους θα μπορούσες και να σκοτώσεις: Πικάσο, Μπρακ, Σεζάν, Ντεγκά, Γκογκέν, Μανέ, Μιρό, Μονέ, Ερνστ, Πόλοκ, Ρενουάρ, Ματίς, Κλέε και Καντίνσκι. Στο σημείο αυτό δεν μπορεί παρά να θυμηθεί κανείς τα λόγια του θρυλικού τεχνοκριτικού των «New York Times» Χίλτον Κρέιμερ: «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα με ένα έργο τέχνης. Μπορείς μόνο να στέκεσαι μπροστά του». Η δράση βρίσκεται αλλού. Πού; «Στον ντόρο και στο χρήμα».
Νομικοί και οικονομικοί κύκλοι συμφωνούν ότι είναι εξαιρετικά επίπονο να συναρμολογηθεί το παζλ αυτής της υπόθεσης στην οποία, μεταξύ πολλών άλλων, εμπλέκονται: μία ανύπαρκτη διαθήκη, ένας old money πέπλος μυστικοπάθειας, επτά κληρονόμοι (έξι «σάρκινοι» και ένα Ιδρυμα), μία (υπαρκτή ή εικονική) σύμβαση πώλησης, μια ενδοοικογενειακή έριδα μεγατόνων (έξι ανιψιοί και ανιψιές), θεωρίες συνωμοσίας και σενάρια φοροαποφυγής και –φυσικά –ένα γενεαλογικό δέντρο πιο σύνθετο και από αυτό ακόμη των Μπουενδία-Ιγουαράν στο «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (ποιος, αλήθεια, δύναται να κατονομάσει και να μετρήσει όλους τους Γουλανδρήδες;).
Ο Βασίλης Γουλανδρής συνάντησε την Ελίζα Καραδόντη στη Νέα Υόρκη το 1950. Εκείνος γόνος της γνωστής εφοπλιστικής δυναστείας της Ανδρου, εκείνη μια αθηναία καλλονή. Λίγους μήνες μετά τον γάμο τους (ο οποίος «σόκαρε» με την εξωτικότητά του τους αθηναϊκούς κοσμικούς κύκλους της εποχής) και τον αιφνίδιο θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, Γιάννη Γουλανδρή, εκείνος πήρε σε ηλικία 37 ετών τα ηνία των οικογενειακών ναυτιλιακών επιχειρήσεων. Ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά. Προτίμησαν τη συναναστροφή με τους μεγάλους της τέχνης (π.χ. τον Μαρκ Σαγκάλ ή τον Μπαλτίς) και τη διοχέτευση της ενέργειάς τους στη δημιουργία μίας από τις σημαντικότερες συλλογές έργων τέχνης στον κόσμο. «Κάποιος γνωστός μου με ρώτησε τις προάλλες: «Δεν μου λες, σε παρακαλώ, ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο οι έλληνες μεγαλοεφοπλιστές ξοδεύουν τόσες χιλιάδες λίρες για να αγοράσουν έργα μοντέρνας τέχνης;». Η απάντηση που του έδωσα εγώ: «Γιατί είναι έξυπνοι επιχειρηματίες»» γράφει εν έτει 1957 ο Πάμπλο Πικάσο –αφορμή για το σχόλιο είναι, κατ’ ομολογίαν του ιδίου, η πρόσφατη τότε αγορά σε δημόσιο πλειστηριασμό στο Παρίσι ενός Γκογκέν από τον «εφοπλιστή Γουλανδρή» αντί 104 εκατ. φράγκων, κάπου 640 εκατ. δραχμών, σημερινής αξίας 162 εκατ. ευρώ.
Το ζεύγος Γουλανδρή συλλέγει μετά ζήλου μεγάλη τέχνη ήδη από τη δεκαετία του ’60 αγοράζοντας, μεταξύ εκατοντάδων άλλων, έντεκα Πικάσο, έξι Βαν Γκογκ, πέντε Σεζάν, δύο Μονέ, μια μπρούντζινη μπαλαρίνα του Ντεγκά, έναν Τζάκσον Πόλοκ και έναν Μπαλτίς. Τα έργα αυτά δεν είχαν μόνο μουσειακή αξία· αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Τους χειμώνες π.χ. κοσμούσαν το σαλέ τους στο Γκστάαντ (και δεν είναι, εικάζουμε, και τόσο εύπεπτο για τους κοινούς θνητούς να γνωρίζουν ότι κάποιος τρώει, έστω σε πορσελάνινο σερβίτσιο, αβγά ποσέ υπό το βλέμμα του αυθεντικού «Μπλε βιολιστή» του Σαγκάλ στον τοίχο). Τα καλοκαίρια πάλι, που οι Γουλανδρήδες εγκατέλειπαν τις Αλπεις για το Αιγαίο, τα έργα φυλάσσονταν, λένε οι γνώστες, σε ντεπό στην Ελβετία. Οταν ο ιστορικός της τέχνης και βιογράφος του Μπαλτίς, Νίκολας Φοξ Γουέμπερ, επισκέφθηκε το 1991 το ζευγάρι στο σαλέ του, δήλωσε ότι οι πίνακες που πλαισίωναν τους τοίχους (ανάμεσά τους και ένας Σεζάν του 1906) τού «»έκοψαν» τα γόνατα»: «Ολα τα έργα ήταν αυτού του διαμετρήματος. Δεν ήταν απλώς έργα από διάσημους καλλιτέχνες, ήταν η πεμπτουσία αυτών των καλλιτεχνών».
Εξι ανίψια της Ελίζας Γουλανδρή και το (ιδρυθέν το 1979) Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή έμελλαν να είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι αυτής της αμύθητης συλλογής. Βασική πρωταγωνίστρια της δεκαεξάχρονης οικογενειακής έριδας που μαίνεται μέχρι σήμερα είναι η Ασπασία Βερούτη-Ζαΐμη, ανιψιά της Ελίζας Γουλανδρή (μία εκ των προαναφερθέντων έξι ανιψιών-κληρονόμων), η οποία έχει σήμερα προσφύγει στα ελβετικά δικαστήρια διεκδικώντας με πάθος το μερίδιό της στο κληροδότημα της θείας της.
Ο παρθενικός εκπυρσοκροτητής της βόμβας στους κόλπους της δυναστείας Γουλανδρή ήταν η ανυπαρξία διαθήκης. O Βασίλης Γουλανδρής άφησε την τελευταία του πνοή το 1994 σε ηλικία 81 ετών χωρίς να δώσει καμία οδηγία για τους –ενδεχομένως υπέρ το δέον –φιλότεχνους ζώντες. Οπως εξηγεί το δημοσίευμα της «WSJ», μετά τον θάνατό του, συγγενείς από τη δική του πλευρά της οικογένειας ενημέρωσαν τη χήρα του Ελίζα ότι ο σύζυγός της είχε πουλήσει τα 83 «διαμάντια» της συλλογής στη ναυτιλιακή εταιρεία Wilton Trading S.A. στον Παναμά, ιδιοκτησίας Μαρίας Γουλανδρή (νύφη του Βασίλη Γουλανδρή –απεβίωσε το 2005). Πολλές από τις λεπτομέρειες αυτής της αγοραπωλησίας-θρίλερ ήρθαν στο φως σε άρθρο του «Bloomberg» ήδη από 2013. Υποτίθεται ότι έλαβε χώρα το 1985. Η φερόμενη τιμή πώλησης των έργων είναι το –εξευτελιστικό –ποσό των 31,7 εκατ. δολαρίων (ήτοι μόλις 382.000 δολάρια το «κομμάτι»), καθότι ο Βασίλης Γουλανδρής φέρεται να βρισκόταν εκείνη την περίοδο σε δεινή θέση λόγω συσσωρευμένων χρεών. Λίαν ενδιαφέρον (αλλά και παράδοξο) το γεγονός ότι η σύζυγος και «συνένοχός» του στη λατρεία της τέχνης ως επενδυτικό προϊόν Ελίζα αγνοούσε παντελώς την αγοραπωλησία –όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι συγγενείς του συζύγου της σε έγγραφα που κατατέθηκαν στα ελβετικά δικαστήρια –αλλά τελικώς την αποδέχτηκε.
Η Ελίζα Γουλανδρή απεβίωσε το 2000. Στη δική της διαθήκη όρισε γενικό κληρονόμο το Ιδρυμα και έξι κληροδότες τα ανίψια της, μεταξύ των οποίων η εξεγερθείσα Ασπασία Βερούτη-Ζαΐμη. Κατά τη «WSJ», η διαθήκη αυτή δεν περιελάμβανε λεπτομερή κατάλογο ολόκληρης της συλλογής, ούτε αναγνώριζε την πώληση των 83 «επιλεγμένων» έργων του 1985. Το βέβαιο είναι ότι η Ελίζα Γουλανδρή κληροδοτούσε οτιδήποτε περιέγραφε ως «antiquarian object of value» («αρχαίο αντικείμενο αξίας») στο Ιδρυμα για τη μελλοντική δημιουργία ενός μουσείου (χωρίς όμως να ορίζει ποια ακριβώς έργα εννοεί με την άνω περιγραφή). Ολα τα υπόλοιπα, που δεν ήταν δηλαδή παλαιά και δεν μπορούσαν να εκτεθούν σε μουσείο, τα άφηνε στα έξι ανίψια της (την «κατανομή» αναλάμβανε ο εκτελεστής της διαθήκης και διευθυντής του ιδρυθέντος επίσης το 1979 Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Ανδρο, Κυριάκος Κουτσομάλλης).
«Πού είναι τα αντικείμενα αξίας, πού είναι οι πίνακες;» ρώτησε εμβρόντητη η Ασπασία Βερούτη-Ζαΐμη τον κατά γενική ομολογία μελίρρυτο Κυριάκο Κουτσομάλλη όταν τον Σεπτέμβριο του 2000 την επισκέφθηκε στο σπίτι της για να της διαβάσει τη διαθήκη της θείας της. Τότε, όπως θα εξομολογηθεί η ίδια στη «WSJ», ήταν η πρώτη φορά που πληροφορήθηκε για την πώληση των 83 αριστουργημάτων (1985) αλλά και για τη διοχέτευση των λοιπών έργων της συλλογής στο Ιδρυμα. Και όμως, η ίδια δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι π.χ. μεταπολεμικά έργα του Τζάκσον Πόλοκ ή του Φράνσις Μπέικον δεν γίνεται να νοούνται (σύμφωνα πάντα με την κωδικοποιημένη γλώσσα της διαθήκης) ως παλαιά αντικείμενα, άρα η ίδια δικαιούται το μερίδιό της από αυτά. Τότε ήταν που αποφάσισε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη (πρώτα στην ελληνική και εν συνεχεία στην ελβετική, καθότι η θεία της ζούσε στη Λωζάννη), αμφισβητώντας πολλές από τις λεπτομέρειες αυτής της πολυπλόκαμης ιστορίας μυστηρίου που, ένας νεοϋορκέζος art lawyer, παντελώς άσχετος με την υπόθεση, περιγράφει ως εξής: «Η Αγκάθα Κρίστι συναντά τον Ομηρο».
Η Ασπασία Βερούτη-Ζαΐμη, που ζει σήμερα στην Αθήνα, θα ισχυριστεί, μεταξύ άλλων, ότι η περίφημη πώληση του 1985 απλά δεν έλαβε χώρα ποτέ (την εκδοχή αυτή ήρθε να στηρίξει ειδικός που επιστρατεύτηκε από το team των ελβετών δικηγόρων της, γνωματεύοντας ότι το χαρτί πάνω στο οποίο είχε υπογραφεί το συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συλλογής στη Wilton Trading S.A. στον Παναμά το 1985 δεν κυκλοφορούσε στην αγορά πριν από το 1988!). Θα δηλώσει επίσης, βεβαία, ότι ο θείος της Βασίλης Γουλανδρής δεν θα εκποιούσε επ’ ουδενί λόγω σε τόσο εξωφρενικά χαμηλή τιμή μια τέτοια, ανυπολόγιστης αξίας, συλλογή και μάλιστα χωρίς να ενημερώσει τη σύζυγό του. Οπως γράφει η Κέλι Κρόου στη «Wall Street Journal», η μαινόμενη κληρονόμος «πιστεύει ότι μετά τον θάνατο της θείας της οι συγγενείς του θείου της πήραν κρυφά τα έργα και επινόησαν μια πιστευτή ιστορία που θα εξυπηρετούσε την ατζέντα τους».
Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι για να μπορέσει να αιμοδοτήσει τις δικαστικές διαμάχες της, η Ασπασία Βερούτη-Ζαΐμη σύναψε μια ανορθόδοξη συμφωνία με τον διορατικό νεοϋορκέζο private dealer Ezra Chowaiki: εκείνος δέχτηκε να χρηματοδοτήσει την υπόθεσή της με αντάλλαγμα «το δικαίωμα στην αγορά πινάκων που μπορεί να περιέλθουν στην κατοχή της» ή, όπως αναφέρουν άλλες πηγές, επειδή του έχει εκχωρήσει προκαταβολικά το κληροδότημά της. Τέτοιες συμφωνίες, διατείνονται οι ειδικοί της διεθνούς αγοράς τέχνης, είναι παντελώς ασυνήθιστες έξω από το βασίλειο της αποκατάστασης έργων τέχνης που έχουν κλαπεί από τους Ναζί (όταν γόνοι εβραϊκών οικογενειών με χαμένους στο Ολοκαύτωμα θησαυρούς αναγκάζονται να «προσλάβουν» art lawyers, οι οποίοι δέχονται να «βοηθήσουν» έχοντας κατοχυρώσει ένα γενναίο μερίδιο από τις μελλοντικές πωλήσεις).
Για κακή της τύχη, τα υπόλοιπα ανίψια-κληρονόμοι όχι μόνο δεν έχουν ταχθεί στο πλευρό της, αλλά έχουν διαχωρίσει πλήρως τη θέση τους (ενδεχομένως φοβούμενα, όπως υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα της «WSJ», έναν άλλο όρο στην πυθική διαθήκη της Ελίζας Γουλανδρή). Ας σημειωθεί ότι η αποτραβηγμένη στη Μύκονο αδελφή της Ασπασίας, Ευανθία (Βάνα) Βερούτη-Αναστασιάδη, η πιο μποέμ εκπρόσωπος της ανδριώτικης δυναστείας (και μία ακόμη εκ των έξι κληρονόμων) είναι της άποψης ότι τα έργα της συλλογής πρέπει επιτέλους να εντοπιστούν και να μεταφερθούν στο μουσείο του Ιδρύματος, αντί να μένουν διασκορπισμένα ανά τον πλανήτη (βορά, συμπληρώνουμε εμείς, υποψηφίων κληρονόμων, art lawyers, και λοιπών «αρπακτικών» της διεθνούς αγοράς τέχνης): «Κανείς δεν είναι αθώος σε αυτή την κατάσταση –και είναι εύκολο να θέλεις όλο και περισσότερα –αλλά αποφάσισα να μείνω ουδέτερη» θα δηλώσει προς τη «WSJ». «Η προσωπική ηρεμία μου είναι πιο σημαντική από οποιαδήποτε συλλογή».
Προς επίρρωσιν της επιχειρηματολογίας της «αδικηθείσας» κληρονόμου είναι το γεγονός ότι οι «χαμένοι» πίνακες συνέχισαν να κοσμούν το σαλέ στο Γκστάαντ (και μετά τον θάνατο της Ελίζας Γουλανδρή), ενώ έχουν κατά καιρούς κάνει guest εμφανίσεις σε εκθέσεις –όπως π.χ. επιβεβαιώνει το «Bloomberg», ένας Μπαλτίς έκανε έναν περίπατο το 1990 στη Villa Medici της Ρώμης, ενώ τρία χρόνια αργότερα το έργο «Paysage (La Sauterelle)» του Μιρό δανείστηκε για μια έκθεση στο νεοϋορκέζικο ΜοΜΑ. Το νομικό οπλοστάσιο της Ασπασίας Βερούτη-Ζαΐμη ήρθαν ως γνωστόν εσχάτως να διανθίσουν, μέσω πάντα των διαβόητων Panama Papers, τέσσερις συγκεκριμένοι πίνακες που είχαν για χρόνια καταχωνιαστεί στα βένθη της (ενδοοικογενειακής) αβύσσου.
Οπως αποκαλύφθηκε, τον Νοέμβριο του 2004 η παναμαϊκή εταιρεία Mossack Fonseca, η οποία, όπως, ακόμη και στην Ελλάδα των Μνημονίων, πληροφορηθήκαμε ότι ειδικεύεται στην ίδρυση εικονικών εταιρειών (shell companies) συνέστησε τέσσερις βραχύβιες (ήτοι «ανοίγω σήμερα, κλείνω αύριο») εταιρείες οι οποίες επωμίσθηκαν αποκλειστικά την πώληση τεσσάρων έργων της Wilton Trading S.A. Πρόκειται για έναν πίνακα του Πιερ Μπονάρ («Dans le cabinet de toilette»), δύο πίνακες του Σαγκάλ («Les comédiens» και «Ο μπλε βιολιστής») και έναν Βαν Γκογκ (που χρονολογείται γύρω στα 1888). Οι τέσσερις βραχύβιες εταιρείες έκαναν –σχετικώς –καλά τη δουλειά τους. Οι τρεις πρώτοι πίνακες βγήκαν στο σφυρί σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s στο Λονδίνο (Φεβρουάριος 2005): o Mπονάρ έμεινε απούλητος, αλλά οι δύο Σαγκάλ πωλήθηκαν σε ανώνυμους αγοραστές προς 2,3 εκατ. και 2,5 εκατ. δολάρια. Οσο για τον Βαν Γκογκ, πέρασε επισήμως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: αγοράστηκε σε ιδιωτική δημοπρασία (πάλι μέσω μιας υπεράκτιας εταιρείας) από τον καλιφορνέζο μεγιστάνα του direct marketing Γκρεγκ Ρένκερ και τη σύζυγό του Στέισι.
Ο δημοσιογράφος Τζέικ Μπέρνστιν μέσα από τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICΙJ) θα επιβεβαιώσει ότι και οι τέσσερις εταιρείες φρόντισαν να κατεβάσουν εγκαίρως ρολά, χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος για το ποιος κινούσε τα νήματά τους. Χάρη στα Panama Papers (πάνω από 11 εκατομμύρια αρχεία, περί τα 2,6 terabytes δεδομένων) αποκαλύφθηκε ότι πίσω τους δεν βρισκόταν ο οποιοσδήποτε, αλλά η λατρεμένη του διεθνούς τζετ σετ Μαρία-Μαγιόρκα (γνωστή ως Ντόντα) Βορίδη, η μοναδική αδελφή του Βασίλη Γουλανδρή (η οποία απεβίωσε μόλις πέρυσι). Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως τουλάχιστον τονίζει το πρόσφατο δημοσίευμα της «Wall Street Journal», ο οίκος Sotheby’s που έβγαλε τα τρία πρώτα έργα «στο σφυρί» δεν παρέλειπε να σημειώσει στις καταχωρίσεις τους ότι ανήκαν στον Βασίλη Γουλανδρή (παρότι είχαν… συμπεριληφθεί στην περίφημη αγοραπωλησία του 1985). Σύμφωνα με την ελβετική εφημερίδα «Tribune de Genève», η επιλογή της Ντόντα Βορίδη να πουλήσει τα έργα μέσω υπεράκτιων εταιρειών είχε ως κίνητρο την ανωνυμία και όχι την αποφυγή φορολογικών υποχρεώσεων.
Ουδείς γνωρίζει (τουλάχιστον δημοσίως) ποια είναι η τύχη των 83 «διαμαντιών» της συλλογής Γουλανδρή και λίγοι, υποθέτουμε, είναι σε θέση να αντιληφθούν εν λεπτομερεία τον περιπεπλεγμένο μύθο αυτής της μακρόβιας βεντέτας για τη «μεγαλύτερη αγνοούμενη συλλογή τέχνης στην Ιστορία» αλλά και της γιγάντιας δικαστικής διαμάχης που βρίσκεται εν εξελίξει. Πού ακριβώς βρίσκονται οι 83 πίνακες των Γουλανδρήδων; Σε κουζίνες επαύλεων, σε θυρίδες ή μήπως σε free ports, όπως είναι τελευταία η πιο συνήθης πρακτική των μεγάλων συλλεκτών τέχνης; (Μόνο στο free port της Γενεύης εκτιμάται ότι βρίσκονται αποθηκευμένα 1,2 εκατ. έργα τέχνης –κάποια για δεκαετίες ολόκληρες.) Ισως τα κρυμμένα έργα των Γουλανδρήδων να είναι πολύ πιο δύσκολο να εντοπιστούν ακόμη και από τους υφαρπαχθέντες από τους Ναζί θησαυρούς που αναζητούνται εσχάτως –από αυτόκλητους Ιντιάνα Τζόουνς –σε υπόγεια τούνελ στην Κάτω Σιλεσία της Πολωνίας.
Στην όγδοη δεκαετία της ζωής της σήμερα, η Ασπασία Βερούτη-Zαΐμη (η κατοικία της οποίας δεν απέχει πολύ από το υπό ανέγερση Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στο Παγκράτι, που θα εγκαινιαστεί, έπειτα από χωροταξικές κωλυσιεργίες περίπου 25 ετών, στις αρχές του 2017) δεν εμφανίζεται διόλου ρίψασπις: «Κρατώ άδειους τους τοίχους έως ότου οι πίνακες επιστρέψουν σπίτι σ’ εμένα».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.