Προς το τέλος του βιβλίου του Νιλ Μακ Γκρέγκορ «Germany. Memories of a Nation» υπάρχει ένα κεφάλαιο που συμπυκνώνει όλες τις αρετές του έργου. Ο συγγραφέας, διευθυντής από το 2002 ως το 2015 του Βρετανικού Μουσείου, ως εκείνο το σημείο έχει μνημονεύσει την Πύλη του Βρανδεμβούργου, το διαιρεμένο Βερολίνο, τη Βίβλο του Γουτεμβέργιου, την τέχνη του Ντύρερ, το μεγαλείο του Γκαίτε, τη γερμανική σημαία, την τεχνική υπεροχή από τα μεσαιωνικά ρολόγια ως τον «σκαραβαίο», την κοιτίδα του μοντερνισμού στο πρόσωπο του Bauhaus. Οταν όμως ο Μακ Γκρέγκορ εγγίζει τον Μεσοπόλεμο στο μακρόπνοο ταξίδι του στη γερμανική ιστορική μνήμη, η εικόνα που επιλέγει είναι ασυνήθιστη και γι’ αυτό ασύγκριτα πιο παραστατική. Καθώς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το μέταλλο σπάνιζε, σύντομα τα κέρματα χάθηκαν από την κυκλοφορία και αντικαταστάθηκαν από «ερζάτς» χρήμα –χαρτονομίσματα των υποδιαιρέσεων του μάρκου. Σε αυτά τα ασήμαντα ποσά, όχι στα δισεκατομμύρια του πληθωριστικού χρήματος, βλέπει ο Μακ Γκρέγκορ να εκτυλίσσεται ανάγλυφα η μεταπολεμική καταστροφή. Αντίθετα με τα μεγάλα τραπεζογραμμάτια, εκείνα των 50 ή των 75 πφένιχ εκδίδονται τοπικά και αντανακλούν ένα θρυμματισμένο τοπίο τοπικών ταυτοτήτων, παραδόσεων, πολιτικών γραμμών αλλά κυρίως όψεων του κλίματος της κοινής γνώμης: το Αμβούργο αποτυπώνει στο νόμισμα του 1921 τη νοσταλγία για τον καγκελάριο Μπίσμαρκ και τις χαμένες πια αφρικανικές αποικίες, το Οϊτιν τους νεκρούς του «Μεγάλου Πολέμου», το Μπεβερούνγκεν αντισημιτικές καρικατούρες. «Τα ρέστα της καθημερινότητας», όπως αποκαλεί ο Μακ Γκρέγκορ τις 160.000 διαφορετικές κυκλοφορίες, συνθέτουν το ετερόκλητο ψηφιδωτό της.
Τα λουκάνικα
Η συνάντηση μνήμης και ιστορικής λειτουργίας στο πεδίο της καθημερινής ζωής αποτελεί το σημείο τομής των κατευθυντήριων γραμμών του βιβλίου. Τα κλειδιά για την κατανόηση της μεταξύ τους σχέσης αλλά και των τροπών της γερμανικής ιστορίας είναι, κατά τον Μακ Γκρέγκορ, αφενός ο πολιτικός κατακερματισμός της προβιομηχανικής περιόδου σε εκατοντάδες κρατικές οντότητες (βασίλεια, πριγκιπάτα, ελεύθερες πόλεις), αφετέρου η κάθοδος στον Αδη του 20ού αιώνα. Το πρώτο στοιχείο έχει αφήσει σαφή αποτυπώματα στο πέρασμα του χρόνου σε πολιτισμικό επίπεδο. Αρκεί να δει κανείς τη μορφή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Εθνους, τη χαλαρή μεσαιωνική κρατική δομή που θεμελίωσε αρχικά ο Καρλομάγνος το 800 και συστηματικότερα ο Οθων Α’ το 962. Η αποκέντρωση των λειτουργιών της αναπαρίσταται υποδειγματικά στο πλήθος των νομισμάτων (και πάλι): δουκάτα, τάλιρα και γκίλντεν γίνονται εμβληματικά σημεία του «δημιουργικού θρυμματισμού» που ο Μακ Γκρέγκορ θεωρεί κύριο χαρακτηριστικό της γερμανικής προνεωτερικής εμπειρίας. Συνέπειά της, η κληρονομιά της τοπικότητας, έκδηλη στις 1.200 ποικιλίες βουρστ (λουκάνικα) και την εξάρτησή τους από συνθήκες της μικροϊστορίας –το μέγεθος και τα μπαχαρικά στα λουκάνικα Νυρεμβέργης, για παράδειγμα, δεν συνιστούν τυχαία επιλογή: «Η Νυρεμβέργη βρισκόταν σε τακτική επικοινωνία με τη Βενετία, έχοντας επομένως προνομιακή πρόσβαση σε μπαχαρικά από την Ανατολή. Και καθώς αυτά ήταν ακριβά, τα λουκάνικα είναι μικρά».
Ο σιδηρουργός
Αν ο κατακερματισμός αποτελεί βασικό νήμα της πρώιμης νεότερης γερμανικής ιστορίας, το αίτημα της ενοποίησης καθίσταται κυρίαρχο από τον 19ο αιώνα. Ο Μακ Γκρέγκορ επισημαίνει εδώ την ανάδυση κοινών στοιχείων της ταυτότητας –η γλώσσα, η Βίβλος του Λούθηρου, ο Ντύρερ, ο Γκαίτε, η σημαία των επαναστατών του 1848, η παράδοση της τεχνολογικής πρωτοπορίας, η αισθητική καινοτομία με πρότυπο το Bauhaus. Πλαίσιο συναρμογής τους θα καταστεί η Γερμανία του Οτο φον Μπίσμαρκ. Η αρχιτεκτονική συμβολή του στη γερμανική ενοποίηση μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870-1871 προβάλλεται στην αναπαράστασή του ως σιδηρουργού που σφυρηλατεί την ενότητα σε δημοφιλή αγαλματίδια της περιόδου.
Περνώντας από την κατάρρευση της παλιάς κοινωνικής και ιδεολογικής τάξης που επιφέρει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη ναζιστική δικτατορία και το Ολοκαύτωμα φτάνει κανείς στο έτερο καθοριστικό locus της γερμανικής ιστορίας. Η διαιρετική τομή του ναζισμού απεικονίζεται για τον Μακ Γκρέγκορ στην πύλη του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, όπου η επιγραφή «Jadem das Seine» («Στον καθένα ό,τι αξίζει»), στραμμένη στο εσωτερικό προς μόνιμη ψυχολογική καταρράκωση των εγκλείστων, έχει αποτυπωθεί σε μοντερνιστική γραμματοσειρά ως ελάχιστη πράξη αντίστασης του πολιτικού κρατουμένου-σχεδιαστή της Φραντς Ερλιχ. Η ναζιστική απόπειρα να ανατραπούν εκ βάθρων οι θεμελιώδεις αξίες της γερμανικής κοινωνίας φαίνεται χαρακτηριστικά στην εικόνα ενός παιδικού παιχνιδιού του 1935 –μια χαρτοκοπτική με τον Χίτλερ να επιθεωρεί μέλη των Ταγμάτων Εφόδου. Εξίσου προφανής είναι και η μεταπολεμική στροφή στην αντίληψη του παρελθόντος που αυτή η απόπειρα προκάλεσε: «Ο χαρακτηριστικότερος ίσως ρόλος της Ιστορίας στη Γερμανία σήμερα είναι ότι (…) δεν αρθρώνει απλώς μια οπτική του παρελθόντος αλλά καθοδηγεί το παρελθόν παραινετικά και αποφασιστικά προς το μέλλον». Το «ηθικό μήνυμα» του παρελθόντος είναι πια γραμμένο στα ίδια τα μνημεία –όπως η αψίδα του Μονάχου, φόρος τιμής στους βαυαρούς νεκρούς των Ναπολεόντειων Πολέμων, της οποίας η βαριά τραυματισμένη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο νότια όψη δεν αποκαταστάθηκε ποτέ. Κενή διακόσμου, θυμίζει ακριβώς το «σημείο μηδέν» της γερμανικής ιστορίας.
Θραύσματα
Πέραν ενός εξαιρετικού συνοδευτικού καταλόγου για την ομώνυμη έκθεση του Βρετανικού Μουσείου το φθινόπωρο του 2014, το βιβλίο του Μακ Γκρέγκορ, που έρχεται πλέον σε χαρτόδετη έκδοση, συνιστά μια ιδιότυπη και πολλαπλά επιτυχημένη πολιτισμική ιστορία. Και αυτό όχι μόνο για την ποιότητα της αφήγησης ή τον εικονογραφικό πλούτο του. Η θεματική και η διαχείρισή της εντάσσονται σαφώς στο ευρύτερο πλαίσιο των «τόπων της μνήμης», των «lieux de mémoire», όπως τους όρισε ο μεγάλος γάλλος ιστορικός Πιερ Νορά στο ομώνυμο θεμελιώδες έργο για τη γαλλική ταυτότητα. Απότοκο της «έκρηξης της μνήμης» των δεκαετιών του ’70 και του ’80 το τελευταίο, απέδωσε τη διαδικασία της συμπύκνωσης του συλλογικού φαντασιακού σε σύμβολα: «Τόπο μνήμης στοιχειοθετεί κάθε σημαντική οντότητα, υλικής ή άυλης φύσης, την οποία είτε η ανθρώπινη βούληση είτε η επιρροή του χρόνου έχουν καταστήσει συμβολικό στοιχείο της μνημονικής κληρονομιάς μιας κοινότητας». Περίπου όπως η μεταβαλλόμενη θέα από την Πύλη του Βρανδεμβούργου (το μεσαιωνικό ανάκτορο Στάντσλος της δυναστείας των Χοεντσόλερν δίνει τη θέση του το 1973 στο «Παλάτι της Δημοκρατίας» της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας που κατεδαφίζεται το 2013 για να ανοικοδομηθεί εκ νέου το Στάντσλος ως το 2019), αυτή η αποσπασματική συμβολική ιστορία της Γερμανίας μέσω της απαρίθμησης θραυσμάτων της συλλογικής μνήμης αποβαίνει τελικά ολοκληρωμένη εικόνα των αρμών της διαδοχής συνεχειών και ασυνεχειών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
