Μια ακαταμάχητη γοητεία φαίνεται να ασκεί η λέξη «exit» την περίοδο αυτή στην πολύπαθη Ευρωπαϊκή Ενωση. Διότι δεν είναι μόνον η νέα απειλή για την έξοδο της Ελλάδας από την περιώνυμη Συνθήκη Σένγκεν (μετά τα γνωστά περί ενός γενικότερου «Grexit»), αλλά και η επιμονή του Ντέιβιντ Κάμερον στο «Brexit», σε περίπτωση που δεν γίνουν αποδεκτές από τις Βρυξέλλες οι απαιτήσεις του για ένα «ειδικό» καθεστώς για τη χώρα του. Αυτό υποχρέωσε τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να υποβάλει μια συμβιβαστική λύση, η οποία ήδη βρίσκεται στο στόχαστρο έντονων επικρίσεων από όλες τις πλευρές. Και ενώ η τύχη της είναι αβέβαιη, ένα είναι το βέβαιο: αν η Ενωμένη Ευρώπη ακολουθήσει αυτή την τακτική των εξαιρέσεων για ορισμένες χώρες από τους κοινούς κανόνες, τότε το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα θα έχει πληγεί ανεπανόρθωτα και θα δημιουργηθεί μια Ευρώπη α λα καρτ, χειρότερη ίσως και από την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων που ισχύει σήμερα.
Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό σε όλη αυτή τη θλιβερή υπόθεση είναι ότι οι αδέξιοι χειρισμοί του τεράστιου προσφυγικού προβλήματος έχουν προκαλέσει τη γνωστή έξαρση του ευρωσκεπτικισμού και την περιχαράκωση κάθε χώρας στα εθνικά της σύνορα, με αποτέλεσμα να ενισχύονται έτσι οι τάσεις εξαίρεσης όπως αυτή που προασπίζει ο βρετανός πρωθυπουργός. Καθώς μάλιστα βρίσκεται αντιμέτωπος με τον επίσης έντονο ευρωσκεπτικισμό μεγάλης μερίδας του Συντηρητικού Κόμματος, για να μη μιλήσουμε για την απειλή του ακροδεξιού αντιπάλου του, Νάιτζελ Φάρατζ. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η μεταστροφή της βρετανικής κοινής γνώμης υπέρ του Brexit. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση, 45% τάσσεται υπέρ και 36% κατά, ενώ τον περασμένο Δεκέμβριο μόνον το 41% ήταν υπέρ και 42% κατά. Λογικό ίσως, αν σκεφθεί κανείς ότι η Βρετανία, λόγω των ιστορικών καταβολών της, δεν υπήρξε ποτέ ένθερμος υποστηρικτής της ευρωπαϊκής ιδέας.
Το πρόβλημα, όμως, σήμερα είναι ότι, πέραν της Βρετανίας, λιγοστεύουν γενικότερα οι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ιδέας. Και αυτό δεν οφείλεται μόνον στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις νέες, τεράστιες προκλήσεις της εποχής, αλλά και στο ότι προχώρησε στη μεγάλη διεύρυνση χωρίς προηγουμένως να έχει πετύχει τον στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ενώ λογικά θα έπρεπε να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία και να είναι ανοιχτή σε όποια χώρα θα ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί τους κανόνες αυτής της ολοκλήρωσης. Είναι φανερό ότι σήμερα, με την παρουσία 28 χωρών με εντόνως αντιτιθέμενες επιδιώξεις (όπως δυστυχώς καθημερινά αποδεικνύεται από την επιδεινούμενη συνεχώς κρίση του Προσφυγικού), είναι εξαιρετικά δυσχερές, αν όχι αδύνατον, να επιτευχθεί πλέον το αρχικό όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παρ’ όλο που αυτό που ουσιαστικά τώρα απαιτείται είναι περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
