«Αγαπάω, αγαπάω, αγαπάωωωω!»… Με αυτόν τον άκρως παραστατικό τρόπο εκφράζει ο Φραντσέσκο Μικέλι τα συναισθήματά του για τη χώρα μας. Ο ιταλός σκηνοθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής του φημισμένου ιταλικού φεστιβάλ όπερας της Ματσεράτας, υπογράφει τη νέα, πολυαναμενόμενη παραγωγή του «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσίνι που κάνει πρεμιέρα σε λίγες ημέρες από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο θέατρο Ολύμπια. Βρίσκεται για πρώτη φορά στην Αθήνα για λόγους επαγγελματικούς, έχει όμως διδαχθεί τη γλώσσα μας στο σχολείο και όπως χαρακτηριστικά λέει με χαριτωμένα «σπασμένη» προφορά: «Καταλαβαίνω λίγο ελληνικά, αλλά δεν μιλάω πολύ καλά».
Ο ενθουσιασμός του είναι έκδηλος όταν αναφέρεται στη διασημότερη ιταλική κωμική όπερα, η οποία είναι μία από τις αγαπημένες του ελληνικού κοινού, όπως τα στοιχεία αποδεικνύουν, ενώ εφέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από την πρεμιέρα της στο θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης, στις 20 Φεβρουαρίου 1816. Στη διάρκεια της ως σήμερα καριέρας του, που περιλαμβάνει συνεργασίες με σημαντικά ιταλικά θέατρα (Αρένα της Βερόνας, Φενίτσε της Βενετίας, Παλέρμο κ.λπ.) αλλά και με σκηνές εκτός της χώρας του, όπως τις όπερες της Νίκαιας, της Γαλλίας και του Πεκίνου, έχει αναμετρηθεί επανειλημμένως με τον «Κουρέα». Θεωρεί πως η όπερα αυτή –η τελευταία του 18ου αιώνα και η πρώτη του νέου αστικού θεάτρου –είναι ένας από τους μεγαλύτερους ύμνους στην ίδια τη δύναμη της μουσικής: πνευματώδης, σβέλτη και ιδιαίτερα μελωδική, «ντύνει» μια σειρά από κωμικές καταστάσεις, καθώς ο κουρέας Φίγκαρο βοηθά τον κόμη Αλμαβίβα να παντρευτεί την όμορφη Ροζίνα, η οποία κατοικεί με τον ηλικιωμένο προστάτη της Δόκτορα Μπάρτολο, που την προορίζει για τον εαυτό του.
Εκρηξη του θυμού
«Οταν μιλά κανείς για τη δύναμη της μουσικής σε αυτή την όπερα, ίσως κάποιοι σκεφτούν την περίφημη καβατίνα του Φίγκαρο…» λέει ο σκηνοθέτης. «Το πραγματικό επίτευγμα του Ροσίνι όμως» συνεχίζει ο ίδιος «είναι ότι κατάφερε να εκφράσει την έκρηξη του θυμού της Ροζίνα. Μπόρεσε να ακούσει την κρυμμένη οργή της».
Μέσα από αυτό το πρίσμα η Ροζίνα προβάλλει ως ο βασικός χαρακτήρας στην παράσταση του Μικέλι. «Αναστοχαζόμενος την πλοκή του “Κουρέα”, τα πρόσωπά του, σε σχέση με το θεατρικό κείμενο του Μπομαρσέ και το ποιητικό κείμενο του Στερμπίνι – σημειώνει χαρακτηριστικά –μια πτυχή μού φάνηκε ιδιαίτερα ξεκάθαρη, ένας από τους χαρακτήρες αναδείχτηκε κεντρικός και διαφορετικός, μοναδικός και καινούργιος. Ξαφνικά η “αληθινή” Ροζίνα πρόβαλε διαφορετική από όλες τις Ροζίνες που είχα δει ως τότε. Μου φάνηκε σαν να αφουγκράστηκα από μέρους της ένα αίτημα, να τη δει κανείς πραγματικά ως τη νέα γυναίκα που είναι».
Αναφέρεται στον Ντον Μπάρτολο, κηδεμόνα της Ροζίνας, και στο έθιμο της εποχής: όταν οι οικονομικές δυνατότητες μιας οικογένειας δεν επέτρεπαν τη συντήρηση μιας κόρης, υπήρχε η δυνατότητα να δοθεί το κορίτσι σε έναν κηδεμόνα, έναν κύριο ο οποίος είχε πλέον την ευθύνη να την ντύνει και να τη μεγαλώνει. «Μα, όπως έχει υπογραμμιστεί από τους εγκυκλοπαιδιστές, αυτή η συνήθεια μετατράπηκε σε νομιμοποιημένη κακοποίηση» εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Η κηδεμονία έγινε ένα είδος ανδρικής εξουσίας επάνω στις νέες και συχνά πολύ νεαρές κοπέλες, οι οποίες σχεδόν αποτελούσαν ιδιοκτησία του κηδεμόνα, υποχρεωμένες να τον υπακούουν σε όλα. Χρειάστηκε πολύς χρόνος ώσπου να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε αυτό το είδος της σχέσης».
Ροκ και Αγγελόπουλος
Μιλώντας για την παράσταση, ο Φραντσέσκο Μικέλι κάνει λόγο για ένα θέαμα φρέσκο και ζωντανό. «Επιχειρεί να μεταφέρει την επανάσταση που επέφερε ο Ροσίνι με τη μουσική του τον 18ο αιώνα, η οποία έχει κοινά σημεία με αυτή των μεγάλων αστέρων της ροκ της δεκαετίας του ’60». Συνεχίζει λέγοντας ότι του φέρνει πολύ στον νου τον Ντέιβιντ Μπάουι και τον τρόπο που κατάφερε να ερεθίσει τη φαντασία των νέων. «Για εμένα ο Ροσίνι ήταν ο Ντέιβιντ Μπάουι του 1800» λέει συγκεκριμένα. Θεωρεί πως σήμερα η Ροζίνα είναι αναγνωρίσιμη καθώς μπορούμε να τη συναντήσουμε στα αδιέξοδά της, ενώ φορά ακουστικά σε πλήρη ένταση βηματίζοντας αργά έξω από μια στάση του μετρό, ακούγοντας άγριο ροκ με την ψυχή της. Θέλει να ερωτευθεί για να δει μέσα της όλο τον κόσμο που βρίσκεται εκεί έξω, σε μια βουβή αγωνία για την υπαρξιακή αναγνώριση και ολοκλήρωσή της. «Τη βλέπουμε σήμερα να βαρά τη γροθιά της στο σπίτι ή στο Πανεπιστήμιο, ή να χαμογελά, αφήνοντας πίσω έναν άνθρωπο ίσως μεγαλύτερης ηλικίας, απογοητευμένο από την ακύρωση της επιθυμίας του για αυτήν. Κι όμως, αυτή η Ροζίνα, η φυλακισμένη στα χέρια του κηδεμόνα της, πρέπει όλο αυτό το πνεύμα να το κρατά μυστικό, μέσα της, σαν κλεμμένο κόσμημα. Κι εμείς, περισσότερο ή λιγότερο άνθρωποι του θεάτρου, άραγε δεν βλέπαμε τη Ροζίνα με τα μάτια ενός Μπάρτολο; Με τα μάτια ενός άνδρα, ο οποίος κατέχει αυτή τη νιότη; Και για την ισορροπία της κωμωδίας, δεν αποτελεί άραγε η Ροζίνα το εστιακό σημείο όλης της πλοκής; Για αυτήν δεν αναζητούνται χίλιες μεταμφιέσεις, χίλιες υπεκφυγές; Για χάρη της δεν είναι ο γέρος κηδεμόνας της έτοιμος για όλα; Κατά βάθος για αυτήν δεν συνέθεσε ο Ροσίνι αυτή την όπερα; Από τους υπόλοιπους, ο Φίγκαρο και ο κόμης, πολύ δε λιγότερο ο Ντον Μπαζίλιο και ο Ντον Μπάρτολο, δεν έχουν το ίδιο ενδιαφέρον».
Ωστόσο, τι είδους θέαμα θα δούμε; Ο σκηνοθέτης λέει ότι η α’ πράξη είναι σουρεαλιστική, ονειρική. Εχει διαμορφωθεί σαν τον φανταστικό της κόσμο, το όνειρο και την ελπίδα της νεαρής κοπέλας. «Η δεύτερη πράξη παραπέμπει, θα έλεγε κανείς, στον Αγγελόπουλο, η αφήγηση είναι κινηματογραφική, επιστρέφουμε στον πραγματικό κόσμο… Μέσα από αυτή την αντίθεση η Ροζίνα θα αποκαλυφθεί και θα γνωρίσουμε το βάθος των καταπιεσμένων και καλά κρυμμένων συναισθημάτων της». πότε & πού: Ο «Κουρέας της Σεβίλλης» του Ροσίνι θα παρουσιαστεί στις 13, 14, 17, 19, 20, 21, 24, 26, 27 και 28/2 στο θέατρο Ολύμπια από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Μουσική διεύθυνση: Μ. Λογιάδης – Κ. Δημηνάκης, σκηνοθεσία: Φραντσέσκο Μικέλι. Σκηνικά-φωτισμοί: Ν. Μπόουβι, κοστούμια: Τζ. Φαλάσκι, σχεδιασμός οπτικών μέσων: Παναγιώτης Τομαράς. Με τους Αντώνη Κορωναίο / Νίκο Στεφάνου (Κόμης Αλμαβίβα), Δημήτρη Κασιούμη / Ακη Λαλούση (Ντον Μπάρτολο), Βασιλική Καραγιάννη / Μίνα Πολυχρόνου (Ροζίνα), Διονύση Σούρμπη / Χάρη Ανδριανό (Φίγκαρο) κ.ά Στις 20.00.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
