«Δηλαδή, να πάω να τη δω; Είναι όντως καλή;». Πρόκειται για τις δύο ερωτήσεις που δέχθηκα τις περισσότερες φορές μέσα στον τελευταίο Δεκέμβριο όποτε τύχαινε (και τύχαινε πολύ συχνά) να ανοίξω διάλογο για τη δεύτερη ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Ενας άλλος κόσμος». Κατά κάποιον τρόπο ένιωθα ότι πολύς κόσμος είχε την ανάγκη της απενοχοποίησης για να δει την ταινία. Ενιωθα επίσης ότι, ενώ ο περισσότερος κόσμος δεν είχε πειστεί πλήρως από τη θετική αύρα που από την αρχή περιέβαλλε το «Ενας άλλος κόσμος», κατά βάθος ήθελε να πάει να το δει.
Και πήγε. Περισσότερα από 436.000 εισιτήρια μετρά ως την Παρασκευή 8 Ιανουαρίου το «Ενας άλλος κόσμος», νούμερο εξαιρετικά μεγάλο, το οποίο προέκυψε μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα προβολής του από την Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου (σε αυτό το νούμερο δεν συμπεριλαμβάνεται το κοινό της Κύπρου, όπου επίσης έχει ανοίξει η ταινία). Αναμφισβήτητα πρόκειται για την κορυφαία εγχώρια εισπρακτική επιτυχία της σεζόν 2015-2016 αλλά και μια μεγάλη επιτυχία για τον ελληνικό κινηματογράφο εν γένει που, όπως όλη η Ελλάδα, υποφέρει αλλά εξακολουθεί να παλεύει.
Οσο για την ετυμηγορία των θεατών, μετά τη θέαση του «Αλλου κόσμου», απ’ όσο έχω αντιληφθεί ως σήμερα, είναι θετική. Η πλειονότητα θεωρεί την ταινία μια ευπρόσωπη, αξιοπρεπή δουλειά, κάποιοι μάλιστα είπαν πως είναι «ό,τι καλύτερο έχω δει τα τελευταία χρόνια». Προσωπικά δεν γνωρίζω κάποιον στον οποίο η ταινία να μην άρεσε καθόλου.
Εχθρός μου, ο εαυτός μου
Οπως έχει συμβεί σε πολλούς ηθοποιούς του εξωτερικού, το κάλλος του 40χρονου πλέον Χριστόφορου Παπακαλιάτη ήταν πάντοτε δίκοπο μαχαίρι. Τον έκανε αγαπητό αλλά συγχρόνως υποσκέλιζε το όποιο ταλέντο του, με αποτέλεσμα να πρέπει πάντα να αποδεικνύει κάτι παραπάνω –κυρίως ότι δεν είναι απλώς ένα πολύ ωραίο πρόσωπο. Εδώ συνέβη στον Μπραντ Πιτ, στον Τζορτζ Κλούνεϊ και στον Τζόνι Ντεπ. Στον Χριστόφορο Παπακαλιάτη δεν θα συνέβαινε;
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ο Παπακαλιάτης ήταν πάντοτε χρυσοχέρης. Στις δύο και πλέον δεκαετίες που βρίσκεται στον χώρο του οπτικοακουστικού θεάματος δεν έχει αγγίξει κάτι που να μη γίνει επιτυχία. Τηλεόραση; «Αγγιγμα ψυχής», «Να με προσέχεις», «Τέσσερα», «Κλείσε τα μάτια». Θέατρο; Θυμηθείτε την επιτυχία του «Αμαντέους».
Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια ο ηθοποιός βρέθηκε στο στόχαστρο σκληρής –πολλές φορές άδικης –κριτικής, κυρίως για τον ναρκισσισμό του. Εύκολη κριτική. Αναζητήστε έναν ή μία ηθοποιό που δεν είναι έστω και λίγο νάρκισσος και δεν θα τον βρείτε. Ο ναρκισσισμός είναι συνώνυμος με το ίδιο το επάγγελμα του ηθοποιού. Ολα αυτά πάντως δεν φάνηκαν να πτοούν ή και να ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Το μόνο που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν να εργάζεται, να μαθαίνει, να βελτιώνεται.
Κινηματογραφικό άλμα
Βεβαίως σε έναν μεγάλο βαθμό η επιτυχία της ταινίας «Ενας άλλος κόσμος» οφείλεται στο ίδιο το πρόσωπο του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, ο οποίος έχει κατακτήσει τη θέση ενός από τους πιο αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες της Ελλάδας. Μόνο που η χρυσή εποχή της τηλεόρασης έχει πλέον περάσει και φυσικά ο κινηματογράφος δεν είναι καναπές μπροστά στη (δωρεάν) τηλεόραση. Πηγαίνω στον κινηματογράφο σημαίνει βγαίνω από το σπίτι μου έχοντας πληρώσει για την επιλογή μου. Δεν το κάνουν πολλοί πια και σίγουρα δεν το κάνουν όσοι έχουν συνηθίσει τον καναπέ μπροστά στην τηλεόρασή τους.
Η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου έχει αποδείξει ότι τέτοιες αφορμές ενίοτε δίδονται και ο κόσμος τις δέχεται και με το παραπάνω. Μερικά παραδείγματα εισπρακτικών φαινομένων των τελευταίων 20 χρόνων, με κορωνίδα την «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη, είναι το «Τέλος εποχής» του Αντώνη Κόκκινου, το «Βαλκανιζατέr» του Σωτήρη Γκορίτσα, το «Safe sex» των Μ. Ρέππα και Θ. Παπαθανασίου, ο «Ελ Γκρέκο» του Γιάννη Σμαραγδή, η «Nήsos» του Χρήστου Δήμα, η «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη και φυσικά η πρώτη ταινία του ίδιου του Παπακαλιάτη, το «Αν…».
Πανέξυπνος καθώς είναι, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι για να πετύχει στον κινηματογράφο θα πρέπει να δώσει το κίνητρο στο κοινό της τηλεόρασης να τον δει και στον κινηματογράφο. Οχι κάνοντας τα ίδια ή, αν θέλετε, όχι κάνοντας εντελώς τα ίδια. Αφοσιώθηκε λοιπόν με πάθος στη σωστή επαγγελματική διαχείριση του μέσου που λέγεται σινεμά. Και τα κατάφερε. Ως επίπεδο παραγωγής, μάρκετινγκ και πλασαρίσματος οι δύο ταινίες του είναι από… έναν άλλον (κινηματογραφικό) κόσμο.
Σε μια χώρα της οποίας ο κινηματογράφος ανέκαθεν έπασχε στον τομέα του σεναρίου, το σενάριο του «Αλλου κόσμου» είναι πραγματικά υποδειγματικό. Ο Παπακαλιάτης το επεξεργαζόταν τουλάχιστον δύο χρόνια μη κάνοντας τίποτε άλλο. Συγχρόνως μέσα από τρεις ερωτικές ιστορίες Ελλήνων με ξένους διαφορετικών ηλικιών (Σύρος – Ελληνίδα, Σουηδή – Ελληνας, Γερμανός – Ελληνίδα) ο Παπακαλιάτης θέλησε επίσης να δείξει ότι δεν κοιτάζει την Ελλάδα αφ’ υψηλού (όπως έκανε στο «Αν…») αλλά ότι είναι «ένας από εμάς». Επί της ουσίας, το «Ενας άλλος κόσμος» είναι μια ταινία για την ελληνική κρίση. Αγγίζει θέματα όπως η ανεργία, το Μεταναστευτικό αλλά και η Χρυσή Αυγή. Μόνο που δεν το κάνει μίζερα. Το κάνει γλυκά και προσβάσιμα βάζοντας τον έρωτα ως αντίδοτο απέναντι στην κρίση. Η Ελλάδα ακούγεται παντού και έτσι μια εύπεπτη ταινία για την ελληνική κρίση είναι ευκολότερο να πουληθεί απ’ όσο μια μίζερη ταινία για την κρίση.
Δεν ήταν εύκολη δουλειά και δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο με την πρώτη ταινία του ο Παπακαλιάτης συμμετείχε σε πολλά Q&A μετά τις προβολές. Ακουγε τι ενδιαφέρει τον κόσμο, πρόσεχε τις παρατηρήσεις του. Οπως είπε ο ίδιος, σε ένα τέτοιο Q&A σκέφτηκε για πρώτη φορά την πιθανότητα να χρησιμοποιήσει ξένους ηθοποιούς σε ταινία του γιατί αυτό ακριβώς ρωτήθηκε. «Δεν το είχα σκεφθεί ως τότε και δεν ήταν κακή ιδέα».
Σίγουρα όχι. Διότι ξένοι ηθοποιοί σημαίνουν ευκολότερη προώθηση της ταινίας σου στο εξωτερικό ή τουλάχιστον στις χώρες των ξένων ηθοποιών που συμμετέχουν στην ταινία σου. Απλό δεν είναι;
Διανομή στο εξωτερικό;
Ετσι προέκυψαν οι τρεις ξένοι ηθοποιοί του «Ενας άλλος κόσμος», ο Ισραηλινός Ταουφίκ Μπαρχόμ, η Ουγγαρέζα Αντρέα Οσβαρτ και βεβαίως ο Αμερικανός Τζ. Κ. Σίμονς. Στην περίπτωση του τελευταίου ο Παπακαλιάτης υπήρξε και λίγο τυχερός αφού ο Σίμονς, ενώ είχε κλείσει στον «Αλλο κόσμο», κέρδισε το Οσκαρ Β’ ρόλου για την ερμηνεία του στο «Χωρίς μέτρο».
Αν ο «Ενας άλλος κόσμος» μέσα σε 23 ημέρες κοντεύει να πλησιάσει το μισό εκατομμύριο εισιτήρια, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πού θα φτάσει όταν ο κύκλος του στις αίθουσες κλείσει. Και είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι ήδη γίνονται συζητήσεις για διανομή στο εξωτερικό.
Θα ήταν λάθος όμως να μιλάει κανείς για «αναγέννηση» του κινηματογραφικού γίγνεσθαι στη χώρα μας. Ταινίες-φαινόμενα της διανομής όπως το «Ενας άλλος κόσμος» ή «Ο Πόλεμος των Αστρων: Η δύναμη ξυπνά», που επίσης σημειώνει μεγάλα νούμερα στη χώρα μας, δεν προκαλούν «επιστροφή» του κοινού στις αίθουσες. Προκαλούν την επιθυμία του κόσμου που δεν πάει στο σινεμά να δει αυτά τα φαινόμενα.
Και τα φαινόμενα, καλώς ή κακώς, ήταν, είναι και θα είναι οι εξαιρέσεις στον κανόνα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
