«Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την ορθότητα της απόφασης της Βουλής για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό με την Siemens», δήλωσε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Ι. Στουρνάρας. Ενώ εξήγησε στους βουλευτές πως εκ της θέσης του ως υπουργός Οικονομικών όφειλε να υπογράψει την συμφωνία που ενέκρινε το κοινοβούλιο τον Απρίλιο του 2012. «Δεν είναι δική μου δουλειά να κρίνω τον συμβιβασμό που είχε κάνει τότε η Βουλή», είπε, αν και σημείωσε ότι «είδα τα επιχειρήματα που κατέληξαν στον συμβιβασμό και δεν είχα λόγο να αμφισβητήσω την απόφαση της Βουλής».
Έτσι, προχώρησε μετά και από σχετική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στην υπογραφή της συμφωνίας. Επικαλούμενος δε την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της αιτήσεως ακύρωσης που είχε ασκηθεί, επισήμανε ότι αυτό που κρίθηκε ήταν πως «ο νομοθέτης δέσμευσε τον υπουργό Οικονομικών να θέσει σε ισχύ τους όρους της συμφωνίας» και ότι εκείνος «δεν διέθετε την ευχέρεια να απέχει από την υπογραφή ή να τροποποιήσει τους όρους της». «Το ΣτΕ όχι μόνο δικαίωσε τις ενέργειές μου αλλά έκρινε ότι δεν είχα καμία άλλη νόμιμη επιλογή», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Επισήμανε δε ότι η υπογραφή εκ μέρους του ήταν εμπρόθεσμη, αν και προβλεπόταν η υπογραφή της εντός 45 ημερών από την σύναψή της, κάτι που δεν έγινε, αλλά όπως εξήγησε ο ίδιος, «αφού η κύρωση από τη Βουλή τον Απρίλιο του 2012 έγινε εμπρόθεσμα η συμφωνία δεν είναι άκυρη». «Όφειλα να υπογράψω το κείμενο που ενέκρινε η Βουλή των Ελλήνων, όπως μου είχε επισημαίνει το ΝΣΚ», υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ, ενώ εκτίμησε ότι το ποσό ύψους 2 δισ. ευρώ που υπολόγισε η Εξεταστική Επιτροπή για το σκάνδαλο της Siemens ως ζημία του Ελληνικού Δημοσίου από τις παράνομες χρηματοδοτήσεις της γερμανικής εταιρείας «δεν προκύπτει».
Όπως σημείωσε η επιτροπή κατέληξε στο ποσό αυτό βάσει των «υποτιθέμενων προμηθειών 10%», κάτι που αντιστοιχεί σε τζίρο 20 δισ. ευρώ της εταιρείας, όμως τόνισε ότι από τον τζίρο της εταιρείας «δεν προκύπτει (το ποσό) αυτό». Ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι η συμφωνία που επετεύχθη «είναι επ’ ωφελεία του ελληνικού δημοσίου» και ότι η Βουλή «σοφά ενήργησε», ενώ ανέφερε ότι «καλώς εκτελείται η σύμβαση». Όπως είπε χαρακτηριστικά «με βάση την κοινή λογική δεν θα έλεγα ότι η συμφωνία ήταν παράλογη και έξω από το πλαίσιο», ενώ τόνισε ότι «δεν είμαστε η μόνη χώρα που κατέληξε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό».
Μάλιστα συμφώνησε με τον πρώην πρόεδρο του ΠαΣοΚ Ευ. Βενιζέλο ο οποίος αναφέρθηκε στους ενδεχόμενους κινδύνους από δικαστική διεκδίκηση εκ μέρους της χώρας μας και είπε ότι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός ήταν η ενδεδειγμένη μορφή «γιατί θα μπαίναμε σε μια περιπέτεια που δεν ξέραμε πού θα καταλήξει -μπορεί και να χάναμε». Αναφορικά δε με την μη προσέλευσή του στην Επιτροπή Θεσμών όπου είχε κληθεί επί των ημερών της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία τον είχε απειλήσει με βιαία προσαγωγή, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι «την εποχή εκείνη η Ελλάδα κινδύνευε». «Δεν μπορούσα να αφήσω την Φραγκφούρτη για να έρθω στην Επιτροπή. Της πρότεινα δέκα ημερομηνίες. Δεν τις δέχθηκε. Όπως εγώ σέβομαι την Βουλή απαιτώ να σέβονται και την ΤτΕ», τόνισε.
Όσον αφορά την υλοποίηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, είπε ότι «εφόσον η σημερινή κυβέρνηση δέχεται την συμφωνία, έχει υποχρέωση να την υλοποιήσει και να προσποριστεί τα οφέλη». Όπως είπε «αν όλα εκτελεστούν τα οφέλη θα είναι 330 εκ. ευρώ». Ενημέρωσε δε ότι «το μεγαλύτερο μέρος της συμφωνίας έχει εκτελεστεί επί των ημερών μου», ενώ από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Siemens απομένει, κατά τον κ. Στουρνάρα, η επένδυση ύψους 60 εκ. ευρώ, για την οποία ο ίδιος είχε προκρίνει την κατασκευή ενός εργοστασίου βιομηχανικού λογισμικού.
Ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι «η κυβέρνηση αποδέχεται την συμφωνία» και ότι «αν ήθελε θα μπορούσε να την έχει καταγγείλει», ενώ υπογράμμισε ότι «η σύμβαση δεν αφορά το μεγάλο σκάνδαλο της Siemens και τις ύποπτες δραστηριότητές της οι οποίες χρονολογούνται στην χώρα μας από το 1926». Όπως εξήγησε, η σύμβαση αφορά μόνο αστικές και διοικητικές ευθύνες του συγκροτήματος Siemens και «δεν αφορά το ποινικό σκέλος και τις συμβάσεις για τις οποίες υπήρξαν πιθανώς παράνομες πράξεις».
