«Δεν κάνουμε κρατήσεις, ελάτε και αν βρείτε…», βρήκατε! Αλλιώς θα μείνουμε νηστικοί; «Είναι η πολιτική του καταστήματος». Θέλαμε να περάσουμε όμορφα και ήρεμα, όχι να στηθούμε στην ουρά του συσσιτίου εκλιπαρώντας για ένα πιάτο φαγητό. Επιλέξαμε εστιατόριο που έκανε κρατήσεις, η έξοδος όμως είχε ξεκινήσει με εκνευρισμό – αναστάτωση και θα συνεχιζόταν έτσι. «Θέλουν να χτίσουν εναλλακτικό προφίλ» προσπάθησε να τους δικαιολογήσει (το κάνει πάντα) η Αννα. Ταλαιπωρώντας τον πελάτη; «Στήνοντας μια κουλτουροχαλαροανετοκατάσταση όπου περνάς χαλαρά, κάθεσαι χαλαρά, τρως χαλαρά». Ή μένεις χαλαρά νηστικός. Δηθενιά. Είναι, εξάλλου, η δηθενιά οικοδέσποινα σε πολλά εστιατόρια. Εκείνο το βράδυ κατέφθασε στο τραπέζι μας έχοντας πάρει τη μορφή του σομελιέ που έφερε το κόκκινο κρασί (σε μαγαζί που επαίρεται για την κάβα του) χλιαρό σαν χαμόμηλο «γιατί πίνεται σε θερμοκρασία δωματίου». Και ας επιμένουν οι πραγματικά γνωρίζοντες πως θερμοκρασία δωματίου απαιτεί δωμάτιο που δεν έχει αναμμένο καλοριφέρ, οπότε υπάρχει δροσιά. Η Αννα κρασί δεν πίνει ώστε να χαλαστεί με τέτοιες λεπτομέρειες (που δεν είναι λεπτομέρειες όταν χρεώνουν το μπουκάλι 28 ευρώ), όμως ως κόρη φιλολόγου έχει ευαισθησία με τη γλώσσα. Την είδα, τραβήχτηκε με τρόμο όταν άκουσε το τόσο φιλικό αλλά και τόσο αγενές όταν το απευθύνεις σε αγνώστους «Τι θα πάρουν τα παιδιά;». «Σας παρακαλώ, μιλήστε μου στον πληθυντικό, είμαι…» άστραψε στα μάτια της η ενόχληση. Μια ενόχληση που έγινε πιο έντονη όταν μια κοπέλα σκούπισε το τραπέζι μας με το παραδοσιακό υγρό λιγδομάντιλο που προηγουμένως έχει περάσει ξανά και ξανά από όλα τα άλλα τραπέζια. Αυτό το «ψεκάστε, σκουπίστε, βρωμίσατε» (και στα Λονδίνα και στα Παρίσια το κάνουν) την ξεπερνάει. Αδίκως; Το τραπέζι πρέπει να είναι καθαρό. Επιπλέον το φαγητό που σερβίρεται πρέπει να είναι επαρκές. Αλλιώς, πώς μοιράζεις σε επτά άτομα πέντε κεφτέδες; «Γιατί δεν τους χρεώνουν με το κομμάτι να πάρουμε όσους θέλουμε;» αναρωτηθήκαμε. «Εχετε στραβώσει με το ζεστό κρασί και σας φταίνε όλα» σχολίασε η Αννα δαγκώνοντας τον κεφτέ της. «Μας φταίει ότι εσύ παίρνεις πάντα ολόκληρο κεφτέ ενώ εμείς τον μοιραζόμαστε» ξέσπασε έπειτα από χρόνια σιωπής και καταπίεσης ο Στέλιος. Η Αννα άρπαξε θιγμένη και δεύτερο κεφτέ (κάτι τέτοιες εντάσεις τής ανοίγουν την όρεξη): «Τώρα έμειναν τρεις, είστε έξι, μοιράζονται εύκολα». Ο Στέλιος δάγκωσε την πετσέτα του για να μη δώσει συνέχεια. Αίφνης άρχισαν και τα όργανα. Η μουσική που είσαι υποχρεωμένος να ακούς όταν τρως θες δεν θες. «Θα τους πω να το χαμηλώσουν». «Να μην πεις τίποτα». «Δεν αντέχω την Αλέξια, πού τη θυμήθηκαν;». Η ένταση που από την ώρα που ξεκίνησε η έξοδός μας κλιμακωνόταν κορυφώθηκε την ώρα της πληρωμής. Ηθελα να κεράσω. Είπα με τρόπο στον σερβιτόρο να φέρει σε εμένα τον λογαριασμό. Ησυχα. Διακριτικά. Τον ανακοίνωσε φωναχτά σαν ντελάλης, ώστε να τον ακούσουν και τα γύρω τραπέζια, «186 ευρώ είναι!». Οι καλεσμένοι μου βρήκαν το ποσό υπερβολικό (ήταν!) και ένιωσαν άσχημα: «Θα πληρώσω εγώ», «Οχι, σήμερα είναι δικά μου», «Δεν υπάρχει περίπτωση!», «Μη, θα θυμώσω!», «Τουλάχιστον ας τα μοιραστούμε», «Το κρασί δικό μου» κ.λπ., κ.λπ. Αρπαξα την απόδειξη και έτρεξα προς τα ταμείο με τους άλλους να ακολουθούν: «Μην το κάνεις, μη, θα μαλώσουμε! Αν πληρώσεις, δεν θα σου ξαναμιλήσω!». Η («σας παρακαλώ, μιλήστε μου στον πληθυντικό…») Αννα στράφηκε προς το γκαρσόνι με αυστηρότητα: «Είδατε τι μας κάνατε; Είδατε;». Εκείνο έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Θυμήθηκα έναν φίλο που δούλευε στον ΕΟΤ ή σε κάτι τέτοιο και μου έλεγε για τα παράπονα που δεχόταν ο οργανισμός (και από Ελληνες) για τον τρόπο λειτουργίας (υποδοχή, καθαριότητα, σέρβις, συμπεριφορά, ποιότητα φαγητού) των εστιατορίων μας. «Ερασιτεχνισμός απερίγραπτος» ισχυριζόταν. Αποφάσισα την επόμενη φορά που θα θέλω να βγάλω κάποια υποχρέωση να καλέσω για φαγητό στο σπίτι.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Ιουλίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
