Η καταψήφιση των συστημικών υποψηφίων –και δη των υποψηφίων του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος του Μαριάνο Ραχόι –στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές της Ισπανίας συνιστά μια παραδοξότητα, στο μέτρο που η χώρα της Ιβηρικής προβάλλεται, συγκριτικά με τις άλλες χώρες που κατέφυγαν στην αρωγή των εταίρων τους και της διεθνούς κοινότητας για να αποφύγουν την χρεοκοπία, ως το κατεξοχήν παράδειγμα υπέρβασης της κρίσης. Διότι, από τα Τάρταρα προερχόμενη, η ισπανική οικονομία αναμένεται εφέτος να αναπτυχθεί με τους ταχύτερους ρυθμούς στη ζώνη του ευρώ!
Το ερώτημα γιατί οι Ισπανοί ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη στην κυβέρνηση που μοιάζει να βγάζει τη χώρα από μια επτάχρονη κρίση, που ξεκίνησε στις αρχές του 2008 με το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων και εξελίχθηκε σε κρίση χρηματοοικονομική και τραπεζική, απασχολεί τον διεθνή τύπο. Διότι, αν μη τι άλλο, από το 2014 (όταν η ισπανική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 1,4% έπειτα από 5 χρόνια ύφεσης), οι «αριθμοί» άρχισαν να βελτιώνονται άρδην στη χώρα.
Η βελτίωση των οικονομικών δεικτών αποτυπώνεται με τον τερματισμό της λιτότητας που ξεκίνησε το 2012, καθώς εφέτος τα εργατικά συνδικάτα της χώρας διεκδικούν μισθολογικές αυξήσεις 1,5% – βεβαίως το φθινόπωρο πρόκειται να διεξαχθούν γενικές εκλογές στην Ισπανία και οι εργοδοτικές ενώσεις και η κυβέρνηση λογικό είναι να εμφανίζονται διαλλακτικές στα εργατικά αιτήματα (σημειωτέον ότι ο κατώτατος μισθός στην Ισπανία είναι 756,70 ευρώ).
Ευνοϊκές συγκυρίες
Ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Ραχόι, Λουίς ντε Γκίντος, έχει προβλέψει ανάπτυξη μεταξύ 2,5% και 3% για την επόμενη πενταετία, ποντάροντας στην υπόθεση ότι οι διεθνείς συγκυρίες θα εξακολουθήσουν να είναι ευνοϊκές.
Διότι η Ισπανία, όπως άλλωστε και όλες οι παραγωγικές χώρες της Ευρωζώνης, ευεργετούνται από τις τρεις μείζονες διεθνείς οικονομικές εξελίξεις: από την πτώση της ισοτιμίας του ευρώ που ευνοεί τις εξαγωγές, από την πτώση της τιμής του πετρελαίου που ρίχνει το ενεργειακό κόστος και επίσης τονώνει την ανταγωνιστικότητα επιχειρήσεων και προϊόντων και από την πτώση των επιτοκίων, που εξασφαλίζουν ρευστότητα στις οικονομίες.
Το κόστος της κρίσης
Πέρα από τους αριθμούς που αφορούν την ανάπτυξη, παρατηρεί κάποιος ότι η ισπανική οικονομία δεν έχει βρει τον προ της κρίσης βηματισμό της. Το ΑΕΠ της το 2014 είχε φθάσει στα 1,058 τρισ. ευρώ και εφ’ όσον επαληθευθούν οι προβλέψεις ντε Γκίντος αναμένεται να φθάσει το 2017 στα 1,1 τρισ. ευρώ που ήταν το 2008.
Το δημόσιο χρέος της Ισπανίας ξεπέρασε το 1 τρισ. ευρώ το 2014 και έφθασε στο 97,7% του ΑΕΠ (και εφέτος αναμένεται να ξεπεράσει το 100%) από… 36,3% του ΑΕΠ που ήταν το 2007. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας, το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ έως το 2016, προτού αρχίσει να μειώνεται το 2017 (πάντα υπό την προϋπόθεση ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της χώρας θα είναι σύμφωνοι με τις προβλέψεις ντε Γκίντος).
Μακριά, όμως, και από τον στόχο της ΕΚΤ (3% του ΑΕΠ) βρίσκεται και το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ισπανίας. Συγκεκριμένα, η πορεία του ελλείμματος ως ποσοστού του ισπανικού ΑΕΠ την εξαετία από το 2009 έως το 2014 ήταν η εξής: 11,1%, 9,6%, 9,4%, 10,3%, 6,8%, 5,8%.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Ελλάδα, το πρόβλημα της ισπανικής οικονομίας δεν ήταν δημοσιονομικό. Η οικονομία της χώρας γονάτισε επειδή έσκασε η φούσκα των ακινήτων (όπως στη Βρετανία και στην Ιρλανδία) και κατέρρευσε το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Η διάσωση των ισπανικών τραπεζών από την κυβέρνηση Ραχόι (με χρήματα των ισπανών φορολογουμένων φυσικά) ήταν εκείνη που εκτροχίασαν τα δημόσια οικονομικά της Ισπανίας.
Ανεργία και λιτότητα
Δεν είναι όμως τα μεγάλα ελλείμματα και τα χρέη που επηρέασαν αρνητικά για το Λαϊκό Κόμμα του Ραχόι την ψήφο των Ισπανών την περασμένη Κυριακή. Όπως επίσης δεν επηρέασε θετικά τους ψηφοφόρους η εκτίναξη των εξαγωγών της χώρας (λόγω των συναλλαγματικών συγκυριών) από τα 12,4 δισ. ευρώ, που ήταν το πρώτο τρίμηνο του 2009, στα 20,3 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2015.
Το Λαϊκό Κόμμα αλλά και το άλλο (πρώην) μεγάλο κόμμα εξουσίας της Ισπανίας, το Σοσιαλιστικό, πλήρωσαν την εκτίναξη της ανεργίας από το 17,2% το πρώτο τρίμηνο του 2009 στο 23,8% το πρώτο τρίμηνο εφέτος (και αφού είχε φθάσει στο 26,9% το 2013). Και επιπλέον, πλήρωσε το ότι ένας στους δύο νέους Ισπανούς βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας (στο 55% φθάνει η ανεργία των νέων έως 25 ετών). Πλήρωσε επίσης το ότι, από το συνολικό αριθμό των ανέργων, το 60% αφορά μακροχρόνια ανέργους, ανθρώπους δηλαδή, που έχουν να εργαστούν εδώ και πάνω από ένα χρόνο.
Η στροφή των Ισπανών ψηφοφόρων προς το αριστερό Podemos και το κεντροδεξιό Ciudadanos αποδίδεται επίσης στη λιτότητα που εφάρμοσε η κυβέρνηση Ραχόι από το 2012 προκειμένου να λάβει (έστω και δίχως τρόικα) συνολική βοήθεια 100 δισ. ευρώ από τους Ευρωπαίους εταίρους της και να σώσει το τραπεζικό της σύστημα.
Η πρώτη εργασιακή μεταρρύθμιση που εφάρμοσε το 2012 ο Ραχόι προέβλεπε κυρίως μειώσεις μισθών και εν γένει περιορισμό του κόστους εργασίας, μείωση του κόστους και διευκόλυνση των απολύσεων, μείωση των ημερών αδείας των εργαζομένων και πριμοδότηση της μερικής απασχόλησης.
Ούτε στόχοι ούτε κίνητρα
Ένας αριθμός αρκεί για να γίνει αντιληπτό ότι η πτώση του ποσοστού των ανέργων, που καταγράφεται την τελευταία διετία, δεν έχει μεγάλο κοινωνικό αντίκρισμα. Όπως σημειώνει η Μαρίν Ραμπρό της γαλλικής «Figaro», «το 90% των συμβάσεων απασχόλησης που υπεγράφησαν το Μάρτιο στην Ισπανία αφορούσε συμβάσεις ορισμένου χρόνου και το ήμισυ εξ αυτών ο χρόνος απασχόλησης ήταν έως τρεις μήνες».
Η γαλλίδα δημοσιογράφος εξηγεί ότι «όσο η αγορά εργασίας μετατρέπεται σε αγορά χαμηλού κόστους, τόσο το επίπεδο δεξιοτήτων και ποιότητας του ενεργού πληθυσμού της χώρας φθίνει». Διότι στην Ισπανία «πολλοί νέοι με πολλά έτη σπουδών και υψηλό επίπεδο κατάρτισης και εξειδίκευσης είτε θα πρέπει να απασχοληθούν σε εργασίες πολύ χαμηλότερες των δυνατοτήτων τους είτε θα πρέπει να αναζητήσουν εργασία σε άλλη χώρα» – κάτι το οποίο συμβαίνει κατά κόρον τα τελευταία χρόνια.
«Σε γενικές γραμμές, όπως έχει συμπεράνει και ο ΟΟΣΑ σε πρόσφατη έρευνά του, οι Ισπανοί αισθάνονται λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους συγκριτικά με τους πολίτες άλλων ανεπτυγμένων χωρών», σημειώνει η συντάκτρια της «Figaro». Η χαμηλή ικανοποίηση των Ισπανών από την καθημερινότητά τους, όπως άλλωστε και η απογοήτευσή τους από τα σκάνδαλα της κυβέρνησης Ραχόι, αποτυπώθηκαν ευκρινώς στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής. Πέντε μήνες, άραγε, αρκούν στον ισπανό πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του για να αναστρέψουν τα αρνητικά αισθήματα των ψηφοφόρων;
