Οταν ο Χρήστος Καπράλος, αυτή η μορφή της ελληνικής γλυπτικής, ήθελε να πει στον εκκολαπτόμενο τότε δημιουργό Βασίλη Παπασάικα ότι ένα γλυπτό δεν είναι καλό, έλεγε ότι πιάνει σκόνη. Γιατί τα ωραία γλυπτά σε προκαλούν όχι μόνο να τα δεις αλλά και να τα αγγίξεις. Είναι η μοναδική εικαστική έκφραση που απευθύνεται και στην αφή. Ετσι προκλητικά για τα μάτια, τα χέρια, τον νου και την ψυχή είναι και τα γλυπτά που θα εκθέσει ο Βασίλης Παπασάικας στην «Εκφραση» της Γιάννας Γραμματοπούλου (Βαλαωρίτου 9Α) από τις 28 Μαΐου ως τις 27 Ιουνίου. «Η τέχνη μου» λέει ο δημιουργός «είναι πάντα απόπειρες αυτοπεριγραφής, φανέρωσης του αθέατου στους πολλούς εαυτούς μου, μέσα από τον παρασχηματισμό –όπως έλεγαν οι αρχαίοι –οικείων προσώπων. Ο σκοπός μου είναι να συγκινήσω». Και η συγκίνηση είναι όντως ισχυρή όταν έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τα γλυπτά του Βασίλη Παπασάικα. Ισως είναι το φυσικό τους μέγεθος, ίσως γιατί έχουν πρόσωπο, αφού γεννήθηκαν από υπαρκτά και ζωντανά μοντέλα, ίσως τα φυσικά, γήινα, χρώματα με τα οποία ποτίζει το δέρμα και τα ενδύματά τους. Κυρίως όμως είναι η πίστη του δημιουργού ότι η ελληνικώ τω τρόπω τέχνη, η γλυπτική που εικονίζει, είναι αέναη. «Σε αντίθεση με τα μοντέρνα ιδιώματα που επιδιώκουν τον σκανδαλισμό του θεατή, αυτή η τέχνη προκαλεί την ανακούφιση και την εξύψωσή του, καθώς μας δίδαξε ο Φράνσις Μπέικον» καταλήγει ο Βασίλης Παπασάικας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
