Με την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων της προπερασμένης Κυριακής πολλοί ήταν οι πρόθυμοι που έσπευσαν να προδιαγράψουν την πορεία των πολιτικών μας πραγμάτων. Οι μεν θεωρώντας ότι η σαρωτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε την απαρχή μιας μακρόπνοης κυριαρχίας της Αριστεράς. Οι δε στοιχηματίζοντας ότι άνοιγε απλώς μια «αριστερή παρένθεση» που θα κλείσει σύντομα με την κατάρρευση των διαπραγματευτικών σχεδίων της νέας κυβέρνησης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η μάχη των ερμηνειών διεξάγεται πριν ή μετά την εκλογική διαδικασία. Στην αρχή, άλλωστε, της τελευταίας οι μεν προέβλεπαν ένα προεκλογικό ντέρμπι χωρίς φαβορί, οι δε επέμεναν ότι η αναμέτρηση είχε κριθεί προτού καν αρχίσει.
Οι πρώτοι διαψεύστηκαν. Οι δεύτεροι επιβεβαιώθηκαν. Αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως με τις αναλύσεις που αποκρυπτογραφούν την απροσδιοριστία των πολιτικών συμπεριφορών, τα επιχειρήματα αμφοτέρων ήταν εξίσου υποθετικά.
Χαρακτηριστικό της απροσδιοριστίας στην προκειμένη περίπτωση ήταν το ποσοστό αβεβαιότητας της ψήφου του 1/3 περίπου των ψηφοφόρων ως την τελευταία προεκλογική εβδομάδα.
Ισως δεν ήταν αρκετό για να αντιστρέψει τη φορά του εκλογικού εκκρεμούς. Ηταν όμως υπεραρκετό για να καταστήσει ανέφικτη την αυτοδυναμία και να διατηρήσει τις μετεκλογικές ισορροπίες σε καθεστώς πλήρους μεταβατικότητας.
Αν θεωρήσουμε ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο πεδίο της διαμόρφωσης της πολιτικής κοινής γνώμης η θεωρία της «αιώνιας επιστροφής» σε σταθερές του παρελθόντος, το μέλλον τους παραμένει άδηλο.
Αλλωστε, από την εποχή που η θεοκρατία εκχώρησε τη θέση της στη δημοκρατία, οι σχέσεις της πολιτικής με την αιωνιότητα έχουν πλήρως διαταραχθεί. Σε σημείο μάλιστα ζητήματα όπως η πολιτική κυριαρχία και η ιδεολογική ηγεμονία να τελούν μονίμως υπό την αίρεση της διαρκώς μεταβαλλόμενης και κατά κανόνα απρόβλεπτης συγκυρίας.
Η στρατηγική σημασία της είναι πράγματι μειωμένη μόνο σε χώρες που χαρακτηρίζονται από ανελαστικές ταξικές δομές, μικρή κοινωνική κινητικότητα, ισχυρές πολιτικές παραδόσεις.
Σε χώρες όπως η Ελλάδα, με διαχρονικές δομικές ασάφειες, εκτεταμένες κοινωνικές οσμώσεις και ανθεκτικά πελατειακά δίκτυα, η συγκυρία διατηρεί σχεδόν στο ακέραιο την καθοριστική σημασία της. Ιδιαίτερα από τότε που η μετά το 1990 λανθάνουσα κρίση του δικομματισμού συνέπεσε με τη σφοδρή οικονομική κρίση που τον οδήγησε στην κατάρρευσή του το 2012.
Εκτοτε τα φαινόμενα που συνδέονταν με την απορρύθμιση των πολιτικών σχέσεων πήραν τις εκρηκτικές διαστάσεις της σημερινής νέας πολιτικής πραγματικότητας.
Οι πάντες μπορούν να σκεφθούν ή και να ψηφίσουν οποιονδήποτε, χωρίς τα ιδεολογικά ταμπού που κάποτε χαλιναγωγούσαν το συλλογικό υποσυνείδητο και τα πολιτικά ανακλαστικά. Τα κριτήριά τους πλέον έχουν αντικατασταθεί από τις επιδιώξεις μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης της ψήφου στο όνομα των κατά περίπτωση και περίσταση διακυβευόμενων ατομικών, οικογενειακών ή επαγγελματικών συμφερόντων.
Οσο περισσότερο θίγονται από την οικονομική κρίση τα συμφέροντα αυτά τόσο σκληρότερη γίνεται η διαπραγμάτευση των εκφραστών τους με την πολιτική εκπροσώπησή τους.
Εξ ου και ο συγκυριακός χαρακτήρας των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και των κομματικών συσχετισμών που προκύπτουν τα τελευταία χρόνια ως προσωρινός πολιτικός συμβιβασμός της κατακερματισμένης και αποσταθεροποιημένης κοινωνίας των πολιτών με το αντιπροσωπευτικό σύστημα που χάνει συνεχώς την πολυσυλλεκτικότητά του.
Τρεις πρωθυπουργοί, αλλεπάλληλες κυβερνήσεις και δύο προσώρας αρχηγοί κομμάτων είναι ο μέχρι στιγμής απολογισμός των (καθόλου αθώων) θυμάτων αυτής της αέναης κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Τελευταίο της επεισόδιο η «επανάσταση των νοικοκυραίων» που προκάλεσε ο ΕΝΦΙΑ φέρνοντας την πολιτική αλλαγή της 25ης Ιανουαρίου.
Η ιστορική της σημασία και η πολιτική της διάρκεια είναι αδύνατον να προϋπολογισθούν με ασφάλεια.
Πρώτον, διότι δεν διανύουμε πλέον τις συναπτές δεκαετίες της διαρκούς ειρήνης και της αυξανόμενης ευημερίας που παρήγαγαν στη Μεταπολίτευση τις δικομματικές ισορροπίες.
Δεύτερον, διότι η τύχη της νέας κυβέρνησης δεν θα κριθεί μόνο από την έκβαση των διαπραγματεύσεών της με τους δανειστές μας αλλά και από την κατάληξη που θα έχουν οι διαπραγματεύσεις της με την υφιστάμενη κοινωνία των απεγνωσμένων (και όχι πάντα αθώων) θυμάτων της κρίσης.
Και εδώ η συγκυρία θα παίξει έναν κρίσιμο ρόλο. Οι παράγοντες όμως που θα την καθορίσουν είναι προς το παρόν αστάθμητοι. Διότι παραμένουν άγνωστοι οι όροι, οι χρόνοι, οι τρόποι και οι συνέπειες της μετουσίωσης του επιδιωκόμενου «έντιμου συμβιβασμού» με τους εταίρους μας σε εσωτερική πολιτική συνεννόηση με τις εγχώριες και σε αναδιάταξη ευρισκόμενες παραγωγικές, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.
Οσο δύσκολο θα είναι για τη ΝΔ να αξιοποιήσει τη μετακόμισή της στην αντιπολίτευση για να ανακτήσει τη συνοχή μιας Κεντροδεξιάς, χωρίς αμφίπλευρες απώλειες προς τα δεξιά και τα αριστερά της, άλλο τόσο δύσκολο θα είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ να ασκήσει την εξουσία του με τρόπο που θα τον μεταμορφώσει σε ένα νέο ΠαΣοΚ. Πολύ δε περισσότερο που θα χρειασθεί να μοιρασθεί το κόστος της όποιας διαπραγματευτικής επιτυχίας του όχι μόνο με τους συγκυβερνώντες ΑΝΕΛ αλλά και με το σύνολο των φορολογουμένων πολιτών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
