Οι λέξεις μοιάζουν κάπως υπερβολικές. Αλλά ίσως όχι και τόσο. «Σε κάθε χώρα, υπάρχει μια αθεράπευτη πληγή. Μια εθνική καταστροφή, μια Χιροσίμα», έγραψε χρόνια μετά ο βραζιλιάνος συγγραφέας, Νέλσον Ροντρίγκεζ, «Η δική μας Χιροσίμα, ήταν εκείνη η μέρα του 1950».
Στις 16 Ιουλίου του 1950, στο γήπεδο Μαρακανά του Ρίο Ντε Τζάνερο, 203.849 Βραζιλιάνοι και περίπου 100 Ουρουγουανοί – το μεγαλύτερο κοινό στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου ακόμα και σήμερα – παρακολούθησαν τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η Βραζιλία, μια χώρα σε μόνιμη εθνική αναζήτηση, έψαχνε την επιβεβαίωση της από αυτό που θεωρούσε δεδομένο: την σίγουρη νίκη της στο τουρνουά που διοργάνωνε.
Η Βραζιλία ήθελε μια ισοπαλία για να κατακτήσει το κύπελλο. Οι εφημερίδες είχαν σχεδόν τυπωθεί, περίμεναν μόνο το τελικό σκορ. Οι πολιτικοί, όπως πάντα, είχαν ήδη δηλώσει τη σιγουριά τους. Οι πανηγυρισμοί είχαν ξεκινήσει πριν το παιχνίδι.
Η Βραζιλία προηγήθηκε. Στο δεύτερο ημίχρονο ισοφαρίστηκε. Και στο 79ολεπτό δέχθηκε «το πιο διάσημο γκολ στην ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου» από τον Ουρουγουανό Αλσίδες Γκίτζια. Αργότερα, ο ίδιος είπε «μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το Μαρακανά να σωπάσει μια κίνηση: Ο Φράνκ Σινάτρα, ο Πάπας και εγώ». Μετά την λήξη, καταγράφηκαν αυτοκτονίες μέσα και έξω από το γήπεδο, εθνική κατάθλιψη και ένα μόνιμό στίγμα, που έχει και την δική του λέξη: «Maracanazo».
Η Βραζιλία έχει κατακτήσει συνολικά 5 Παγκόσμια Κύπελλα, έχει εξάγει τους περισσότερους ποδοσφαιριστές στον κόσμο, διοργανώνει το Μουντιάλ και μετά από σκέψη και αντιδράσεις από τους προληπτικούς, αποφάσισε ο τελικός να γίνει στο ίδιο γήπεδο. Το φάντασμα του 1950 παραμένει. Υπάρχει ένας μόνο τρόπος να τον ξεπεράσει και θα το ξέρει την ημέρα του τελικού, στις 13 Ιουλίου του 2014, λίγο μετά τις 18.00 τοπική ώρα.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014
