Ο Dιόνυσος, ο θεός του γλεντιού και της χαράς της παλιάς θρησκείας, δεν μίσεψε ποτέ από αυτόν τον τόπο. Πολλά από τα πιο έξαλλα συστατικά της λατρείας του ενσωματώθηκαν στη νέα θρησκεία, και άλλα έμειναν ατόφια σαν ηχώ του παρελθόντος στους μοντέρνους καιρούς. Και αυτή η ηχώ αρχίζει να φτάνει αραιά και πού στην αρχή, πάνω στην κορυφή του κάστρου της Σκύρου, όπου στέκει η φημισμένη βυζαντινή εκκλησία του Αϊ-Γιώργη με τις απίθανες τοιχογραφίες, διακόπτοντας την ηρεμία που αποπνέει το τοπίο γύρω, οι κλιμακωτές σκεπές των λευκών σπιτιών της Χώρας και η ακτογραμμή των Μαγαζιών όπου σταματά η ματιά καθώς γκρεμίζεται από την κορυφή του απότομου βράχου.
Πρωινό της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς. Την ώρα που η λειτουργία στις εκκλησίες προχωρεί κανονικά, οι γέροι, ζωσμένοι με τα βαριά κουδούνια τους, διακόπτουν την ολιγόωρη ηρεμία τους και βγαίνουν ξανά στους δρόμους. Ολο το προηγούμενο βράδυ του Σαββάτου οργίαζαν στο κεντρικό σοκάκι της Χώρας, σε ένα από τα συγκλονιστικά δρώμενα της Αποκριάς. Στην ξέφρενη, βαριά, πομπή των γέρων με τα τραγοτόμαρα, άνοιγε δρόμο η κορέλα με τον ανάλαφρο χορό της και κάπου κάπου εμφανιζόταν και ο Φράγκος, ο εξευρωπαϊσμένος Σκυριανός που φόρεσε φράγκικα ρούχα, με ένα και μοναδικό κουδούνι. Ο δαιμονισμένος ήχος των κουδουνιών τώρα συγκεντρώνει πλήθος θεατών, αλλά παλιά σκορπούσε το κακό. Τα δαιμόνια τα αποτρέπεις με κάτι επίσης δαιμονισμένο. Αρχή της ομοιοπαθητικής. Η πρόκληση του κακού είναι επίκληση του καλού.
Ολα αναβιώνουν στην πομπή των γέρων, οι μύθοι του τραγοπόδαρου θεού Πάνα και οι οργιαστικές πομπές των ακολούθων του. Ο υιός του Ερμή και μιας Νύμφης και οι πιστοί του αρέσκονταν πάντα να τρομάζουν τους περαστικούς ντυμένοι με δέρματα τράγων και χτυπώντας εκκωφαντικά κουδούνια. Το πανδαιμόνιο που δημιούργησαν οι γέροι το προηγούμενο βράδυ αρχίζουν να το συναρμολογούν και την Κυριακή το πρωί, καθώς συγκλίνουν στο σοκάκι που ανηφορίζει προς το Κάστρο. Οταν φτάσουν πια εκεί πάνω με τόσο βαριά σκευή, δεν είναι πια γέροι, αλλά «Λεβεντόγεροι». Μετά κατεβαίνουν και δίνουν άλλη μια παράσταση στον κεντρικό δρόμο της Χώρας.
Καθώς οι γέροι είναι πιο ήρεμοι, φαίνεται καλύτερα ο χορός της κορέλας, του κοριτσιού με την παραδοσιακή σκυριανή φορεσιά, η ευγενική νότα αυτού του δρώμενου.
Οι γέροι λες και βγαίνουν κατευθείαν από την ψυχή της Σκύρου. Αν και νησί, ο πλούτος του πήγαζε κυρίως από τα βουνά. Στην αισθαντική συνοικία της Χώρας γύρω από την Αρχοντοπαναγιά, ζούσαν ποιμένες. Στο πλάι της εκκλησίας υπήρχε η «αραβδόπετρα», ειδική θέση που ακουμπούσαν τα ραβδιά τους, για να μη χτυπούν όταν περπατούσαν οι μπιστικοί στη στράτα των αρχόντων ή για να μη χρησιμοποιήσουν οι άρχοντες τα δικά τους όταν συζητούσαν τις κοινές υποθέσεις τους στη μικρή πλατεία Σαρούς που περιβάλλουν η Αρχοντοπαναγιά, η Παναγιά του Κτσου (γιατί στη γιορτή της το φαγητό ήταν κουκιά) και ο Αγιος Ευστράτιος. Τέτοια μακριά μπαστούνια κρατούν και κραδαίνουν τώρα οι γέροι και στηρίζονται σε αυτά όταν κάνουν τις πιρουέτες τους και όλες εκείνες τις εκκωφαντικές φιγούρες τους.
Δύο νησιά σε ένα
Πάντα η Σκύρος ταλαντεύεται μεταξύ στεριάς και θάλασσας, αλλά αυτή την εποχή κερδίζουν την παράσταση τα βουνά. Είναι οι γέροι, είναι το τοπίο, είναι η γεύση του. Οταν βγαίνεις στους δρόμους για τα δύο διαφορετικής φυσιογνωμίας «νησιά» της Σκύρου, το βόρειο και το νότιο, αισθάνεσαι την ελευθερία που απολαμβάνουν τα σκυριανά αλογάκια που επιβιώνουν ακόμη στο όρος Κόχυλας. Ο Κόχυλας είναι στο νότιο «νησί» και επειδή είναι επίπονο να συναντήσει κανείς σκυριανό αλογάκι ελεύθερο, μπορεί να γεμίσει τα μάτια του από την ομορφιά του στη φάρμα στις Μουριές. Σε αυτή την πλευρά της Σκύρου κυριαρχούν η χαμηλή βλάστηση και η εντυπωσιακή θέα προς τις Τρεις Μπούκες. Ο δρόμος που ξεστρατίζει στην περιοχή Ασπούς από τον βασικό που πάει από τη Χώρα στο λιμάνι της Λιναριάς, περνά πάνω από την Καλαμίτσα, ακουμπά τον όρμο Κολυμπάδα και καταλήγει στη Ναυτική Βάση και στον τάφο του ρομαντικού ποιητή Μπρουκ.
Βόρεια, ο δρόμος κάνει έναν κύκλο το «νησί» που λέγεται Μερόη. Η διακλάδωση προς Αγιο Φωκά φέρνει τον περιηγητή στον Αγιο Παντελεήμονα, για να εισπράξει ένα κομμάτι του εκστασιασμού των γέρων, καθώς αντικρίζει τη θέα του όρμου του Πεύκου, της χερσονήσου Διαπόρι και του νησιού Βάλαξα, με τα χίλια ξόμπλια της στεριάς με τη θάλασσα. Εδώ η συνάφεια με το πέλαγος είναι στενότερη, καθώς η διαδρομή διατρέχει τον όρμο της Ατσίτσας με το νησάκι Στρογγυλή και την παραλία της Κυρά Παναγιάς, προτού γίνει εσωστρεφής και αποκαλύψει μια υπέροχη όψη της Χώρας από την Αναφανή. Αυτές οι μεγαλόπρεπες όψεις της Χώρας σκαρφαλωμένης στον βράχο είναι ό,τι πιο προκλητικό μπορεί να προσφέρει το νησί στο βλέμμα των επισκεπτών αλλά και των πολλών καλλιτεχνών που την έχουν φιλοτεχνήσει. Πράγματι, μοιάζει με ζωγραφιά και στο φυσικό της…
Οι Σκυριανοί περιγελούσαν με τον Φράγκο τους συντοπίτες τους που έβγαλαν την παραδοσιακή νησιωτική βράκα και φόρεσαν το ευρωπαϊκό παντελόνι. Τώρα αντιστράφηκαν τα πράγματα. Την Καθαρά Δευτέρα εμφανίζονται ακόμη μερικοί βρακάδες. Κάθονται γύρω από το νηστίσιμο τραπέζι και μετά πιάνουν τον χορό. Η αγροτική φύση της Σκύρου κάνει αυτό το τραπέζι πλουσιοπάροχο, διανθισμένο με ιδιαίτερα, άγρια, γεννήματα της γης όπως τα γουλιά, οι κρεμμύδες, αλλά και τα καλλιεργημένα μισόκορφα και η φάβα ψημένη στο φαβατοτσούκαλο στο τζάκι. Γενικώς το τραπέζι με όλα τα καλά του τόπου είναι εντυπωσιακό στο νησί: μακαρόνια πλαστά, λαδόπιτα με ξινοτύρι, τυροπιτάρια με τραχανά, σκυριανό κεφαλοτύρι, φρέσκια μυζήθρα, γραβιέρα, κατσικάκι στον φούρνο αρτυμένο με τα βότανα και το σύννεφο του Κόχυλα.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
