Μετά από ισχυρή αμερικανική πίεση –και όπως αποδεικνύεται και αποτελεσματική διαμεσολάβηση μεταξύ των δύο πλευρών –επαναρχίζουν, όπως όλα δείχνουν, οι περιώνυμες διαπραγματεύσεις για την επίλυση του επίσης περιώνυμου Κυπριακού προβλήματος. Και μπορεί ο αριθμός των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του προβλήματος αυτού να χάνεται στην αχλύ του χρόνου, καθώς έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια αποτυχημένων διαβουλεύσεων και άκαρπων συναντήσεων, παραμένει όμως πάντα το καίριο ερώτημα αν οι δύο πλευρές διαθέτουν την αναγκαία πολιτική βούληση να καταλήξουν επιτέλους σε έναν συμβιβασμό. Διότι δεν θέλει και πολλή σκέψη για να γίνει κατανοητό ότι χωρίς συμβιβασμό λύση δεν μπορεί να υπάρξει. Και ήταν οι κάθε λογής αντιδράσεις στην ιδέα αυτού του αναγκαίου συμβιβασμού που τορπίλιζαν τις όποιες προσπάθειες του παρελθόντος.
Οι οιωνοί και τη φορά αυτή δεν είναι ευοίωνοι, καθώς ακόμη προτού αρχίσουν οι αναμενόμενες επαφές έχουν ήδη εκδηλωθεί οι πρώτες αρνητικές αντιδράσεις. Επαναλαμβάνεται δηλαδή η θεωρία ότι η νέα προσπάθεια δεν είναι τίποτα άλλο από μια καμουφλαρισμένη επαναφορά του τρισκατάρατου σχεδίου Αναν. Του σχεδίου που τόσο πολύ δαιμονοποιήθηκε στο παρελθόν, χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν ότι, παρ’ όλες τις επιμέρους αρνητικές του πρόνοιες, θα δημιουργούσε μια δυναμική επανένωσης, η οποία στο πλαίσιο της ένταξης στην ΕΕ θα επέτρεπε να βελτιωθούν σταδιακά. Αλλά ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν είχε το πολιτικό σθένος να στηρίξει τη λύση αυτή, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν και πάλι οι απόψεις των ακραίων εθνικιστικών κύκλων, οι οποίες έχουν οδηγήσει την Κύπρο εκεί που βρίσκεται σήμερα. Δηλαδή σε μια κατάσταση παγιωμένης διχοτόμησης, η οποία δεν συμφέρει ούτε τη μία ούτε την άλλη πλευρά.
Να δούμε λοιπόν ποια στάση θα τηρήσει τώρα ο σημερινός πρωθυπουργός της Ελλάδας, τη στιγμή που τα δεδομένα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχουν αλλάξει δραματικά με την ανακάλυψη των ενεργειακών αποθεμάτων, η εκμετάλλευση των οποίων προϋποθέτει λύση του Κυπριακού. Διότι είναι ευνόητο ότι δεν μπορούν να αγνοηθούν τα δικαιώματα και των Τουρκοκυπρίων στις πηγές αυτές. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που έχει οδηγήσει την Τουρκία στη γνωστή πολιτική των απειλών. Μια πολιτική που συχνά έχει ασκήσει και στο παρελθόν. Αυτός όμως είναι και ο λόγος που η Ουάσιγκτον επείγεται να υπάρξει λύση, ώστε να αποφευχθεί η εκδήλωση μιας νέας επικίνδυνης έντασης σε μια βεβαρημένη ήδη περιοχή, όπου τώρα επιδιώκεται να εφαρμοσθούν οι διπλωματικές επιλογές, μακριά από τις πολεμικές αναμετρήσεις των περασμένων ετών. Και γι’ αυτό καταδίκασε κατά το πιο ξεκάθαρο τρόπο τις τελευταίες τουρκικές προκλητικές ενέργειες. Οι νέες διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό θα διεξαχθούν λοιπόν μέσα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου νέου σκηνικού, που δίνει το βάρος στη συνεννόηση για την επίτευξη του αμοιβαίου συμφέροντος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
