Ομολογώ ότι αυτό που βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον στην κατά τα άλλα εξαιρετικά πληκτική σαπουνόπερα των Ηλυσίων ήταν τα ανεξάντλητα αποθέματα χρόνου του Φρανσουά Ολάντ. Πώς γίνεται να είσαι ο έβδομος πρόεδρος της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, να ηγείσαι μιας χώρας με 300 πυρηνικές κεφαλές, 3,29 εκατ. ανέργους και περισσότερα από 1.000 είδη τυριού, να παλεύεις νυχθημερόν να κατευνάσεις τη μονότονη γκρίνια της Κομισιόν για νοικοκύρεμα του τερατώδους δημοσιονομικού σου ελλείμματος, να καλείσαι να προβείς «με διαβούλευση, δικαιοσύνη και ευθύνη» σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να συζείς με την ολίγον «στρυφνή» πρώην πολιτική συντάκτρια και μητέρα τριών παιδιών Βαλερί Τριερβελέρ, να ανταλλάσσεις SMS με τους υπουργούς σου, να διατηρείς μια κάποια επαφή με τα τέσσερα παιδιά σου (από την πρώην σύντροφό σου και παρ’ ολίγον πρόεδρο της Γαλλίας, Σεγκολέν Ρουαγιάλ), και, παρ’ όλα αυτά, να προλαβαίνεις να κόβεις ανιχνευτικές βόλτες με ένα σκούτερ, προτού τελικά γλιστρήσεις σαν αίλουρος στο υπόγειο πάρκινγκ της οδού Ντυ Σιρκ 20 όπου διαμένει η ερωμένη σου; Πώς τα χωράτε, monsieur le président, όλα αυτά σε μία ημέρα; Ο μέσος Γάλλος δεν προλαβαίνει να ξεκλέψει ούτε μία ώρα να πάει γυμναστήριο.
Ο Ολάντ κατάφερε προφανώς να τιθασεύσει αυτό που εμείς οι υπόλοιποι επιμένουμε να υπηρετούμε νυχθημερόν σαν αλυσοδεμένοι σκλάβοι σε βαμβακοφυτείες του αμερικανικού Νότου: τον χρόνο. Ανήκει σε αυτή την ολιγομελή δημογραφική ομάδα που έχει μάθει να τον περιφρονεί. Είναι από εκείνους που πετυχαίνουν να κάνουν μέσα στην ημέρα αυτά που οι ίδιοι θέλουν, όχι μόνο αυτά που τους επιβάλλουν ο θεσμοθετημένος ρόλος τους, οι ψηφοφόροι τους, οι συμβουλές της μαμάς τους, τα απωθημένα, οι αρχές, οι φιλοδοξίες τους ή οι εταίροι τους στην Ευρώπη.
Είναι από τους «εκλεκτούς» που μέσα σε ένα υπερφορτωμένο και υπερρυθμισμένο πρόγραμμα βρίσκουν χώρο για εκείνο το «bella cosa far niente» (η γλύκα τού να μην κάνεις τίποτα) που σκάλιζε στα δέντρα του κήπου της η κυρία των γαλλικών γραμμάτων του 17ου αιώνα Μαντάμ ντε Σεβινιέ (έστω και αν αυτό το τίποτα είναι η «ηθικά κατακριτέα» ή «ηθικά ανυψωτική», ανάλογα με το πρίσμα μέσα από το οποίο το βλέπει κανείς, ενατένιση του ταβανιού στο πλευρό της κυρίας Γκαγιέ).
Πρόσφατα η συγγραφέας του βιβλίου «All the Time in the World: Α Book of Hours», Τζέσικα Κέργουιν Τζένκινς, έγραφε στους «New York Times» για αυτή την αδυσώπητη τυραννία του οροθετημένου χρόνου που δεν αφήνει τίποτε στην τύχη του: «Η χρήση του ρολογιού εξαπλώθηκε μαζί με την αυξανόμενη επιθυμία για βεβαιότητα και τάξη, χωρίζοντας τον χρόνο με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια σε ξεκάθαρες μονάδες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ξοδεύουμε, να φυλάμε ή να σκορπάμε». Μόνο που σήμερα νιώθεις εξαναγκασμένος να μη «σκορπάς» ούτε δευτερόλεπτο. Ακόμη και όταν περιμένεις το λεωφορείο, δεν κοιτάζεις τον διπλανό σου στην ουρά ή εκείνο το χαλκοκόκκινο σύννεφο στον ουρανό επάνω από την Κηφισίας. Προτιμάς να σβήνεις παλιά μηνύματα στο κινητό σου ή να στέλνεις τεθλιμμένα emoticons από το κινητό σου. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα πάντα με την Τζένκινς, τον ίδιο έλεγχο ζητάμε να αποκτήσουμε και επάνω στον χώρο (με τη σύγχρονη τεχνολογία, βέβαια, να σιγοντάρει και πάλι): «Οι συσκευές που μας κρατούν συνεχώς ενήμερους για τον χώρο και τον χρόνο –από το GPS έως το Siri –δεν μας επιτρέπουν να χαθούμε, εξαλείφοντας τελείως από τη ζωή μας το τυχαίο και τη μαγεία του».
Δεν γνωρίζω αν ο κ. Ολάντ είναι επαρκής για πρόεδρος της Γαλλίας ή για εραστής της «παράνομης» κυρίας Γκαγιέ ή της «επίσημης» κυρίας Τριερβελέρ. Του αναγνωρίζω, όμως, ότι έκανε τη δική του μικρή γαλλική επανάσταση για να αποτινάξει τον πλέον ασήκωτο ζυγό. Ο «Monsieur Normal» εφάρμοσε «απλοϊκά» αυτό που κατέγραψε τόσο μεγαλειωδώς στο «Walden ή Η ζωή στο δάσος» ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό: «Ο χρόνος δεν είναι παρά ένα ρυάκι στο οποίο πηγαίνω να ψαρέψω. Πίνω το νερό του· καθώς όμως πίνω, βλέπω την άμμο στον βυθό και διαπιστώνω πόσο ρηχό είναι. Τα λιγοστά νερά του περνούν και φεύγουν, όμως η αιωνιότητα μένει».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
