Είναι πεζογράφος και μεταφραστής.Το μυθιστόρημά του«Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη – Μια αληθινή ιστορία» (2006)προτάθηκε για το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού«Διαβάζω»καθώς και για Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ.Το «Ισλα Μπόα» (2012) προτάθηκε για το βραβείοBalcanicaκαι για τα Λογοτεχνικά Βραβεία του περιοδικού «Ο αναγνώστης».
Η μεγαλύτερη παρεξήγηση για τη συγγραφή στην Ελλάδαείναιη εντύπωση πως πρόκειται για ένα είδος δημιουργικής, ευχάριστης απασχόλησης που εξασφαλίζει κοινωνική αναγνώριση, δόξα και χρήματα. Πως έχει να κάνει με όμορφες εικόνες, αρκετή συγκίνηση και κάμποσα «καλολογικά στοιχεία». Οι σχολές δημιουργικής γραφής ευδοκιμούν παρά την κρίση, σε κάθε γωνιά της πόλης ανακαλύπτει κανείς άλλο ένα σεμινάριο με ανάλογο θέμα. Οι πάντες επιδίδονται με μανία στο γράψιμο, την ώρα που οι πωλήσεις βιβλίων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Από την άλλη, παρατηρεί κανείς το πάθος με το οποίο προσπαθούν κάποιοι, κατά τα άλλα σοβαροί και αναγνωρισμένοι στον τομέα τους, να κερδίσουν – πάση θυσία – τον τίτλο του λογοτέχνη. Σε κάποια παρεξήγηση θα πρέπει, μάλλον, να οφείλεται κι αυτό το φαινόμενο.
Αν αντιμετωπίσει κανείς επιδερμικά το γράψιμο – ως πάρεργο ή ως χόμπι –, σύντομα θα εγκαταλείψει ή θα παραιτηθεί. Θέλει αφοσίωση και πολλές ώρες δουλειάς, όπως κάθε σοβαρή τέχνη.
Σε μικρή ηλικία θήτευσα δίπλα στον πολύ μεγαλύτερό μου, σημαντικό συγγραφέα και άνθρωπο, Ε. Χ. Γονατά, προσπαθώντας να κρατήσω τις ισορροπίες και να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα. Δεν ήταν εύκολο και μου πήρε χρόνο μέχρι να τα καταφέρω. Από τον θάνατό του και ύστερα δεν ανέπτυξα ιδιαίτερες σχέσεις με φτασμένους ομοτέχνους· νομίζω, άλλωστε, πως κάποια στιγμή πρέπει κανείς να πάρει τον δικό του δρόμο, «σκοτώνοντας» τα παλιά του πρότυπα.
Υπάρχουν αρκετές καλές προσπάθειες στο ελληνικό μυθιστόρημα, σπανίζουν, πάντως, η φιλοδοξία και η διάθεση για ρήξη, θεματική, μορφική ή άλλη, σπανίζει η έκπληξη. Πόσα μυθιστορήματα για τον Εμφύλιο και τις χαμένες πατρίδες μπορεί ν’ αντέξει η εγχώρια βιβλιογραφία 60 και 100 χρόνια μετά; Ωρες ώρες έχω την εντύπωση ότι η λογοτεχνική μας ζωή στην Ελλάδα κυλάει μέσα στα όρια ενός τεράστιου θερμοκηπίου, όπου ευδοκιμούν και προστατεύονται παλιά είδη, την ίδια ώρα που έξω κυριολεκτικά χαλάει ο κόσμος.
Σε ό,τι αφορά το μυθιστόρημα, δεν είμαστε ούτε ήμασταν ποτέ η αιχμή του δόρατος. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να παρακολουθούμε από κοντά την παγκόσμια μυθιστορηματική παραγωγή και χωρίς φθηνούς μιμητισμούς να προσπαθούμε για αυτό που η γενιά του ’30 αποκαλούσε «ευθυγράμμιση» με την ξένη λογοτεχνία. Δεν εννοώ την απεμπόληση των εθνικών χαρακτηριστικών χάριν μιας ξένης μόδας, μιλάω για την προσπάθεια αναμέτρησης με κάτι καταφανώς καλύτερο, για ένα είδος «ξεβολέματος», μιας ρήξης με τα καθ’ ημάς γνωστά και καθιερωμένα.
Δεν νομίζω πως υπάρχουν συνταγές στην τέχνη, αν ο συγγραφέας, για παράδειγμα, «πρέπει πρώτα να ζει και μετά να γράφει», όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Αν διαβάσω ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα για τη Λισαβόνα, δεν θα μ’ ενδιαφέρει αν και κατά πόσο ο συγγραφέας του έχει ζήσει εκεί. Φυσικά, κανείς δεν αμφισβητεί πως όλα ξεκινούν από το βίωμα. Η διαδικασία της γραφής, όμως, είναι περισσότερο πολύπλοκη, απαιτεί συνδυασμό πραγμάτων, αναγωγές και έρευνα, κάτι που συνήθως θέλουμε να ξεχνάμε όταν ξεκινάμε να γράφουμε απλώς και μόνο αυτό που νιώθουμε, λες κι αυτό θα πρέπει να αφορά τους πάντες.
*Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2014
