Η υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου είναι ιδιαίτερη, είναι ξεχωριστή. Όσοι έχουν παρακολουθήσει από κοντά τις εξελίξεις στην ελληνική τραπεζική αγορά γνωρίζουν ότι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο είχε καταχωρηθεί στη συνείδηση των πολιτών ως το κλασικό – παραδοσιακό αποταμιευτικό πιστωτικό ίδρυμα.
Η κύρια δουλειά του ήταν να συγκεντρώνει τις μικροκαταθέσεις, το κομπόδεμα των πολιτών και αυτό δήλωνε η παρουσία του σε όλη την Ελλάδα, ακόμη και στην πιο απομακρυσμένη κωμόπολη της ελληνικής υπαίθρου. Δάνεια δεν έδινε, ουδέποτε είχε εμπλακεί σε χρηματοδοτήσεις ιδιωτικών φορέων.
Με την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και το μεγάλο άνοιγμα της χρηματοπιστωτικής αγοράς μετά την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη ετέθη ζήτημα αλλαγής του ρόλου και του χαρακτήρα του.
Σε μια εποχή που οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες κέρδιζαν τους πάντες εθεωρείτο σπατάλη ένα τέτοιο ίδρυμα, που συγκέντρωνε καταθέσεις κοντά στα 15 δισ. ευρώ, να μένει σχεδόν ανενεργό.
Στην αρχή τα βήματα διεύρυνσης των δραστηριοτήτων του ήταν δειλά, με ελεγχόμενη διάθεση πιστωτικών καρτών.
Μετά το 2004 ωστόσο οι πιέσεις για την μετατροπή του σε πλήρες πιστωτικό ίδρυμα εντάθηκαν. Η αλήθεια είναι ότι οι εμπορικές Τράπεζες διεκδικούσαν το Τ.Τ. κυρίως λόγω του όγκου και του δικτύου των καταθέσεων που διέθετε.
Κάπως έτσι μετά το 2004 άρχισε βαθμιαία η μετεξέλιξή του.
Οι φιλελεύθερης κοπής διοικητές του στην πρώτη περίοδο Καραμανλή έστησαν τρελό χορό. Αρχικώς επενδύοντας σε τοξικούς τίτλους μεγάλο μέρος των καταθέσεών του και σε δεύτερο πλάνο χορηγώντας αφειδώς επιχειρηματικά δάνεια, χωρίς να τηρούνται υποτυπωδώς οι πιστωτικοί κανόνες.
Ήταν τα πρόσωπα που ανέλαβαν τη διοίκησή του τόσο επιθετικά και ήταν οι καιροί τόσο ευνοικοί για τους «λύκους» των αγορών που δεν υπήρχε περίπτωση να μην δημιουργήσουν τέρατα σαν κι αυτά που τώρα αποκαλύπτονται.
Υπήρχαν από τότε υποψίες ότι ο κ. Φιλιππίδης θα τίναζε την μπάνκα στον αέρα. Η άνεσή του, το όλο στιλ και η προηγούμενη δράση του περί τα χρηματιστηριακά δημιουργούσαν βεβαιότητες για τον τρόπο που θα ασκούσε τα καθήκοντά του.
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ δεν είχαν αμφιβολίες.
Ήταν όμως το κλίμα, η όλη ατμόσφαιρα τόσο δυναμική περί τα χρηματοπιστωτικά, που κανείς τότε δεν έδινε σημασία σε προειδοποιήσεις και δημοσιεύματα που έθεταν ερωτήματα για την τήρηση των πιστωτικών κανόνων.
Οι «λύκοι» τότε επικράτησαν και δεν έδιναν σημασία σε κανένα. Ένιωθαν πανίσχυροι, η διαχείριση του χρήματος τους έκανε μικρούς θεούς, πίστευαν ότι έχουν το ακαταδίωκτο και μάζευαν χρήμα από όλες τις μπάντες..
Ορισμένοι, λίγοι είναι αλήθεια, σε εκείνη τη φάση της πιστωτικής τρέλας μιλούσαν για τις «πόρνες του χρήματος», έγιναν σχετικές αναφορές στη Βουλή, αλλά κανενός δεν ίδρωνε το αυτί. Και όταν η Τράπεζα της Ελλάδος απαγόρευσε στον κ. Φιλιππίδη να χορηγεί δάνεια εκείνος ούρλιαζε ότι κλονίζουν την ανάπτυξη του ιδρύματος,τα ιμάτια του οποίου διαμοίραζε κατά το δοκούν σε φίλους και «αδέρφια».
Χωρίς αμφιβολία ο κ. Φιλιππίδης δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Υπήρξαν κι άλλοι που έκαναν αντίστοιχα. Οι περισσότεροι εξ αυτών απομακρύνθηκαν, έχασαν τις Τράπεζες που διοικούσαν και ορισμένοι κατέληξαν στη φυλακή.
Ωστόσο, δεν είναι αυτό το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Την περίοδο της μεγάλης ευφορίας υπήρξαν πιστωτικά ιδρύματα που δεν ακολούθησαν το δρόμο των τοξικών και εκείνο του κ. Φιλιππίδη, αλλά αντιθέτως επέμειναν στην τήρηση των πιστωτικών κανόνων και προτίμησαν έναντι των υπερκερδών να διευρύνουν την ελληνική παρουσία από τη Βαρσοβία μέχρι το Κάιρο.
Αλλά αυτά είναι μια άλλη ιστορία, που κανείς δεν μνημονεύει στις παρούσες συνθήκες…