Η φήμη, η τέχνη, η «ελληνική ουσία» του πολιτισμού, οι σχέσεις με τον πατέρα του, τα γηρατειά: Ο Ζαν Μισέλ Ζαρ, ο συνθέτης που πάντρεψε την τεχνολογία με τη μουσική και μάγεψε εκατομμύρια ανθρώπους στις ιστορικές συναυλίες του, μας ανοίγει την καρδιά του.
Το ραντεβού με τον Ζαν Μισέλ Ζαρ για αυτήν τη συνέντευξη ήταν σε ένα ελαφρώς σουρεαλιστικό μέρος: μέσα στη λιμουζίνα που είχε μισθώσει η εταιρεία παραγωγής για να τον μεταφέρει από το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». Η συνέντευξη θα διαρκούσε όσο και η διαδρομή.
Νόμιζα ότι θα συναντούσα μόνο αυτόν. Τελικά, μέσα στη λιμουζίνα ήταν και άλλοι… Ο Φελίνι, που μας είπε για τις ταινίες του. Ο Κιούμπρικ και ο ερμαφρόδιτος συνθέτης Γουέντι Κάρλος για τις ιδιοφυείς μουσικές επιλογές τους.Ηταν βέβαια και… ο γιος του Μορίς Ζαρ, ενός από τους τρεις σημαντικότερους κινηματογραφικούς συνθέτες όλων των εποχών.
Εχει σπάσει τρεις φορές το ρεκόρ Γκίνες για το πολυπληθέστερο κοινό σε συναυλία. Το 1978 στο Παρίσι 1 εκατομμύριο θεατές, το 1986 στο Χιούστον 1,3 εκατομμύρια, ενώ το 1997 στη Μόσχα συνέρρευσαν 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι για να παρακολουθήσουν τον γάλλο σουπερστάρ! Μας μιλάει για την πολύ κακή σχέση με τον πατέρα του, την «ελληνική ουσία» ολόκληρης της ανθρωπότητας, τον «ερωτευμένο καλλιτέχνη», τη σύγκριση μεταξύ ενός κοινού 3,5 εκατ. ανθρώπων και ενός 5.000 ανθρώπων.
Οταν έφτασα στο αεροδρόμιο, ο Ζαρ και η Φιόνα – η ιρλανδή μάνατζέρ του – στέκονταν έξω από τη λιμουζίνα στο πάρκινγκ του αεροδρομίου. Μόλις είχαν φτάσει από τη Θεσσαλονίκη. Χαιρετηθήκαμε, συστηθήκαμε και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
Εν τω μεταξύ, πρόλαβα μέσα σε δύο δευτερόλεπτα, μπαίνοντας, να πω στον έλληνα οδηγό: «Πρώτον, σε παρακαλώ δεν χρειάζεται να τρέχεις και πολύ και, δεύτερον, στο πορτοκαλί φρενάρουμε, δεν γκαζώνουμε να το περάσουμε. Εντάξει;». «Εντάξει. Μην ανησυχείς…». Και ξεκινήσαμε…
Δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα. Ισα ίσα που αυτό θα την κάνει μία από τις στιγμές που μάλλον θα περάσουν μπροστά από τα μάτια μου όταν κάποια στιγμή δω το βίντεο της ζωής μου! Να ξεκινήσω τις ερωτήσεις για να προλάβω;
«Φυσικά. Ξεκίνα να πυροβολείς».
Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, εδώ στην Ελλάδα, ήμασταν χωρισμένοι σε ροκάδες και σε αυτούς που άκουγαν ντίσκο. Οι ροκάδες δεν διανοούμασταν καν να ακούσουμε οτιδήποτε άλλο εκτός από ροκ. Η μόνη εξαίρεση ήταν η δική σας μουσική, που ήταν κάτι σαν την κλασική μουσική των ροκάδων.
«Αυτό είναι σπουδαίο. Δεν το ήξερα. Μου αρέσει πάρα πολύ».
Στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου δεν συνέβαινε αυτό;
«Ναι, σχεδόν παντού συνέβαινε, αλλά για την Ελλάδα πρώτη φορά μού το λέει κάποιος. Βέβαια, δεν είναι εντελώς τυχαίο, αφού αυτή ήταν πάντα η πρόθεσή μου από όταν ήμουν μαθητής. Ονειρευόμουν να δημιουργήσω μια γέφυρα μεταξύ της μουσικής που ήταν κοντά στην κλασική και της ροκ. Στα πρώτα μου βήματα σπούδαζα κλασική μουσική ενώ ταυτόχρονα έπαιζα σε μια ροκ μπάντα. Αυτή η σύνδεση μεταξύ της κλασικής, της πειραματικής ποπ και της ροκ ήταν το όνειρό μου».
Μια μηχανή μπορεί να αντικαταστήσει 50 μέτριους ή ατάλαντους ανθρώπους, 50 μηχανές όμως δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη δουλειά ενός πολύ ταλαντούχου ανθρώπου. Εσείς, ένας άνθρωπος με τόσο ταλέντο, νιώθετε κάποιες στιγμές ότι τα μηχανήματα που χρησιμοποιείτε σας περιορίζουν;
«Οχι, καθόλου. Αντίθετα, η τεχνολογία και η χρήση των μηχανημάτων στη μουσική μού έχουν μάθει πάρα πολλά. Κατ’ αρχάς είναι μια κατάσταση διαρκούς αυτοελέγχου. Κατά δεύτερον, για μένα το να παίζω μουσική σε ένα πιάνο ή σε βιολί ή σε συνθεσάιζερ δεν έχει καμία διαφορά. Εννοώ ότι η ύπαρξη ή η απουσία συναισθημάτων δεν ξεκινάει από το μηχάνημα ή το όργανο που χρησιμοποιείς, ξεκινάει από την καρδιά σου. Και αν σου προκύψει κάποια αναστολή, κάποιο “κράτημα”, αυτό έχει να κάνει με την έλλειψη έμπνευσης, όχι με τα μηχανήματα».
Εννοείτε ότι λειτουργείτε ως αγωγός σε ήχους που «προϋπάρχουν»;
«Οχι. Περισσότερο είμαι συλλέκτης ήχων και συναισθημάτων στο τέλος κάθε ημέρας. Ποιοι ήχοι με ενδιαφέρουν και μου “υπόσχονται” ότι έχουν ουσία. Ακόμη και η συζήτηση που κάνουμε τώρα μπορεί να μου βγάλει συναισθήματα που να με οδηγήσουν σε ενδιαφέροντες ήχους. Μια ταινία που είδα, ένα βιβλίο που διάβασα. Ακόμη και η μουσική κάποιου άλλου σύνθετη που ακούω μπορεί μέσα από μια παράξενη διαδικασία να μου δώσει μια μουσική ιδέα».
Παίρνετε το «τίποτα» ή το «λίγο» και το κάνετε μουσική, το κάνετε τέχνη. Τη στιγμή που ολοκληρώνετε αυτή τη διαδικασία και έχετε φτιάξει ένα σπουδαίο κομμάτι, το αντιλαμβάνεστε; Είναι κάτι σαν ένα «φλας» και λέτε: «Αυτό είναι! Το έχω!»;
«Εδώ νομίζω ότι συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό. Αυτό που με κάνει να δημιουργώ, και να συνεχίζω να δημιουργώ, και το οποίο κάνει και άλλους καλλιτέχνες να δημιουργούν, είναι ότι ποτέ δεν λες: “Αυτό είναι. Το έχω”. Συνεχώς ακολουθείς μια ιδέα που υπάρχει στο μυαλό σου και την οποία ποτέ δεν φτάνεις. Θα σου πω κάτι που δεν νομίζω ότι έχει τύχει να το ξαναπώ. Είχα συναντηθεί με τον Φεντερίκο Φελίνι στη Γαλλία, λίγο καιρό πριν από τον θάνατό του, και είχαμε μια εξαιρετική συζήτηση, όπου μου είπε κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ: “Ξέρεις, πάντα νόμιζα ότι κάθε φορά έκανα μια διαφορετική ταινία. Τώρα όμως που κοιτάζω προς τα πίσω τη δουλειά μου, βλέπω ότι πάντα έφτιαχνα την ίδια ταινία και απλώς προσπαθούσα να εξελίξω μία και μοναδική ιδέα που είχα στο μυαλό μου. Βέβαια, ακόμη αναρωτιέμαι ποια ήταν αυτή η ιδέα”. Αυτήν τη σκέψη του Φελίνι τη λάτρεψα. Αυτό ακριβώς πιστεύω και εγώ. Ο καλλιτέχνης έχει ένα πράγμα να “πει”, και αυτό το ένα προσπαθεί να το εξελίξει και να το εκφράσει καθ’ όλητη διάρκεια της ζωής του».
Αφού μιλάμε για ταινίες, υπάρχει κάποια ταινία για την οποία θα θέλατε να έχετε γράψει τη μουσική;
«Βεβαίως. Το “2001: Οδύσσεια του Διαστήματος”. Στην ταινία αυτή ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ χρησιμοποίησε μουσικά κομμάτια που προϋπήρχαν, με έναν τόσο ευφυή τρόπο. Δεν έχω λόγια να το εκφράσω».
Για να είμαι ειλικρινής, όταν έκανα αυτήν την ερώτηση πίστευα, για κάποιον ακαθόριστο λόγο, ότι θα μου πείτε μια ταινία του Κιούμπρικ, αλλά ότι θα ήταν το «Κουρδιστό πορτοκάλι».
«Δεν ξέρω γιατί το πίστευες αυτό, αλλά άκου τι μου συμβαίνει με το σάουντρακ αυτής της ταινίας. Είναι το αγαπημένο μου, αλλά είναι τόσο απόλυτα ευφυές που δεν μπορώ καν να το ζηλέψω. Δεν μου το επιτρέπει το ίδιο το σάουντρακ. Αυτή η ηλεκτρονική μετάλλαξη της κλασικής μουσικής…».
Μήπως αυτή η μετάλλαξη συνέβη γιατί ο Γουέντι Κάρλος, που έγραψε τη μουσική, ήταν ερμαφρόδιτος;
«Αυτό που συμβαίνει, αν ακούσεις προσεκτικά τη μουσική της ταινίας, είναι πολύ εντυπωσιακό. Ο Κάρλος ξεκίνησε να γράφει τη μουσική ενώ ήταν άνδρας και μέχρι να τελειώσει η ταινία είχε ήδη γίνει γυναίκα. Αυτή η συνένωση και η μετάλλαξη είναι πολύ φανερές όσο προχωράει η μουσική. Αυτό δεν θα μπορούσα να το πλησιάσω ποτέ μουσικά. Αλλωστε, δεν έχω καμία πρόθεση να αλλάξω φύλο! Αστειεύομαι, για να δικαιολογήσω την αδυναμία μου να γράψω τέτοια μουσική».
Φανταστείτε ότι έχω τώρα εδώ ανάμεσά μας ένα μαγικό κουμπί, το πατάω, και καταστρέφω όλα τα συνθεσάιζερ, τα μηχανήματα και τα κομπιούτερ, και πρέπει να παίζετε μουσική μόνο με τρία παλιά κλασικά μουσικά όργανα. Ποια θα διαλέγατε;
«Ωωω! Δύσκολο. Θα ήταν πιθανότατα ένα πιάνο, ένα τσέλο και… Μόνο τρία είπες;
Ναι. Μόνο τρία.
«Τότε και κρουστά. Τύμπανα. Μου αρέσει πάρα πολύ ο ήχος τους. Οπως στο “BladeRunner”. Να ένα άλλο σάουντρακ που είναι εκπληκτικό και βασίζεται σε κρουστά».
Πείτε μου ένα στοιχείο του χαρακτήρα σας που λειτούργησε θετικά στο να γράφετε μουσική και ένα που να ήταν ανασταλτικό.
«Οτι είμαι ξεροκέφαλος. Αυτό λειτούργησε και από τις δύο πλευρές, και θετικά και αρνητικά».
Ο Ρόναλντ ΜακΝέρ, ένας από τους αστροναύτες του «Τσάλεντζερ» που εξερράγη το 1986, ήταν πολύ φίλος σας και μάλιστα είχατε μιλήσει στο τηλέφωνο λίγα λεπτά προτού μπει μέσα λέγοντάς σας: «Δες με στην τηλεόραση, θα τα πούμε όταν γυρίσω». Ενα τέτοιο γεγονός και η απώλεια ενός κοντινού φίλου σας δημιουργούν μια άλλου είδους υποχρέωση απέναντι στη μουσική;
«Θα σου κάνω ένα σχόλιο πολύ πιο ευρύ γύρω από αυτό που με ρωτάς. Πέρυσι έχασα τον πατέρα μου και πριν από λίγες εβδομάδες έχασα τη μητέρα μου, και έτσι παρατήρησα όλη αυτήν την αλλαγή που είπες, αλλά με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Μόλις πέθανε ο πατέρας μου μπλόκαρε ξαφνικά όλη μου η έμπνευση. Ξόδευα ώρες προσπαθώντας να γράψω μουσική αλλά δεν γινόταν, δεν μπορούσα καν να κοιμηθώ καλά. Η σχέση μου με τον πατέρα μου ήταν πολύ περίπλοκη, όχι όμως και με τη μητέρα μου. Μόλις πέθανε η μητέρα μου, την οποία υπεραγαπούσα, έγινε κάτι πολύ παράξενο. Ξεμπλόκαρα συναισθηματικά και άρχισα να κοιμάμαι σαν μωρό παιδί. Ακόμη δεν έχω καταλάβει γιατί έχει γίνει αυτό. Να σου πω ότι από τότε που πέθανε η μητέρα μου, ακόμη και πάνω στη σκηνή νιώθω διαφορετικά. Συγγνώμη που ξέφυγα λίγο, αλλά, για να απαντήσω και στην ερώτησή σου, αυτό που ένιωσα τότε με τον Ρον και το νιώθω και τώρα είναι ότι πρέπει να δώσω κάτι πίσω, ίσως μέσα από τη μουσική μου. Ειδικά για τη μητέρα μου, μπορεί αυτό να είναι το θέμα μου στη μουσική τα επόμενα χρόνια».
Και οι κακές σχέσεις όμως μας μαθαίνουν πάντα κάτι. Από τη σχέση με τον πατέρα σας τι έχετε μάθει;
«Εμαθα κάτι πολύ σημαντικό! Εμαθα τι να μην κάνω στα παιδιά μου. Να μην τους κάνω αυτά που έκανε αυτός σε μένα».
Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι σημαντικό που σας «έμαθε» πώς να γίνετε καλός πατέρας.
«Aπόλυτα σημαντικό. Βλέποντας τα παιδιά μου σήμερα είναι το μόνο πραγματικά σημαντικό που αναγνωρίζω στη ζωή μου. Το να είσαι καλλιτέχνης δεν είναι τόσο εύκολο για την οικογενειακή σου ζωή. Δεν είναι εύκολο να έχεις αρμονική οικογενειακή ζωή με όλη αυτήν την εμμονή για καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι δύσκολο και για τις δύο πλευρές».
Η τέχνη και ο έρωτας είναι τα δύο πράγματα σε αυτήν τη ζωή τα οποία προκαλούν τέτοια συναισθήματα, που μας κάνουν να ξεφεύγουμε από το να είμαστε κοινοί άνθρωποι. Πώς είναι να είσαι και τα δύο; Ερωτευμένος καλλιτέχνης…
«Αυτό που μας βάζει τους φραγμούς στη ζωή μας είναι η επίγνωση. Η τέχνη και ο έρωτας είναι οι μόνες στιγμές που δεν έχεις καμία επίγνωση. Βρίσκεσαι σε μια κατάσταση έλλειψης λογικής, όπου ξεχνάς ποιος είσαι ως οντότητα. Ερωτευμένος καλλιτέχνης… γίνεται διπλό το δράμα».
Σε λίγες ημέρες θα πάτε για συναυλία στον Λίβανο. Εκεί οι άνθρωποι έχουν μεγάλα προβλήματα. Οταν βρίσκεστε μπροστά σε ένα κοινό με τέτοιου είδους δυσκολίες επηρεάζεστε;
«Πώς θα μπορούσα να μην επηρεαστώ συναισθηματικά όταν παίζω σε μια χώρα όπου η ζωή των ανθρώπων είναι τόσο δραματική; Ακόμη και τώρα, εδώ στην Ελλάδα, θέλω να σας πω ότι νιώθω ένα μεγάλο συναίσθημα αλληλεγγύης για αυτό που συμβαίνει. Νοιώθω ειλικρινά πολύ χαρούμενος που είμαι εδώ, διότι πιστεύω ότι αυτή είναι η δουλειά του καλλιτέχνη. Να δίνει λίγη ελπίδα, να μεταδίδει λίγη ενέργεια και θετικά συναισθήματα στις δύσκολες ώρες. Ως Ευρωπαίος, αισθάνομαι Ελληνας σήμερα. Τα προβλήματά σας είναι και δικά μου. Ως πολίτης αυτού του κόσμου, και κυρίως ως Ευρωπαίος, νιώθω ότι βρίσκομαι στο λίκνο από όπου ξεκίνησαν ο πολιτισμός μου και η εκπαίδευσή μου. Μεγάλωσα και προόδευσα λόγω αυτής εδώ της χώρας και είμαι πολύ σοκαρισμένος που μερικοί ευρωπαίοι πολιτικοί είναι τόσο αποστασιοποιημένοι από ό,τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Δεν το λέω για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους, το λέω για την “ελληνική ουσία” ολόκληρης της ανθρωπότητας».
Ως συνθέτης, τι είναι αυτό που κερδίσατε σε σχέση με τους ανθρώπους και τη ζωή και το οποίο ίσως δεν θα κερδίζατε σε μια άλλη δουλειά;
«Το να είμαι συνθέτης μού επιτρέπει να μιλάω μαζί σου τώρα. Μου επέτρεψε να μάθω πολλά πράγματα, καθώς το έργο μου ταξίδευε πριν από μένα σε ολόκληρο τον κόσμο. Ηταν αστείο όταν πριν από πολλά χρόνια πήγα για πρώτη φορά στην Αυστραλία και ο ταξιτζής άκουγε τη μουσική μου και σιγοσφύριζε κιόλας χωρίς να ξέρει ποιος είμαι! Η μουσική μου είχε φτάσει πριν από μένα και αυτό είναι ένα μεγάλο προνόμιο για ευνόητους λόγους. Μου επιτρέπει να έρθω σε επαφή με τόσες διαφορετικές κουλτούρες, με τόσους διαφορετικούς ανθρώπους σε όλες αυτές τις χώρες. Δεν ενδιαφέρομαι τόσο για τα μνημεία της κάθε χώρας όσο για τους ανθρώπους της και για τις κουβέντες που μπορώ να κάνω, όπως τώρα μαζί σου».
Για να μη μου μείνει η απορία, πώς σας φάνηκε η μουσική σας ως ακροατή μέσα στο ταξί; Προσέξατε κάποια λάθη;
«Ηταν μια εντελώς σουρεαλιστική κατάσταση. Ηταν τόσο παράξενο που δεν μπορούσα να κάνω καμία κρίση για την ποιότητα της μουσικής ή του ήχου. Μου ακουγόταν ταυτόχρονα πολύ οικεία αλλά και εντελώς ξένη».
Ο Νίτσε λέει ότι η ζωή χωρίς τη μουσική θα ήταν λάθος.
«Ακριβώς! Η μουσική λειτουργεί σαν τη λέμφο του σώματός μας, ενώνει τα πνεύματα και τις ψυχές».
Αν είχατε την επιλογή ενός ποιητή ή συγγραφέα να βάλει στίχους στα τραγούδια σας, ποιος θα ήταν;
«Ο Γκιγιόμ Απολινέρ. Αυτόν θα ήθελα».
Και μία μόνο φωνή, ανδρική ή γυναικεία, για να τα τραγουδήσει;
«Η Ουμ Καλσούμ! Η φωνή του αιώνα! Είναι λίγο αργά βέβαια, αλλά αυτή θα ήταν η πρώτη επιλογή. Και η Μαρία Κάλλας η δεύτερη».
Οι σπουδές σας στην κλασική μουσική σάς φάνηκαν όλες χρήσιμες; Υπήρξε κάτι που τελικά δεν σας βοήθησε μελετώντας την;
«Το πίστευα αυτό όταν ήμουν μαθητής και επαναστάτης το 1968. Ημασταν εναντίον όλων των καταστάσεων που έρχονταν από το παρελθόν. Με τον χρόνο και την ωριμότητα όμως έγινα πιο δίκαιος σε αυτήν την κρίση μου. Νομίζω ότι κάθε τύπου μόρφωση βοηθάει και ότι η συγκεκριμένη εκπαίδευση πάνω στην κλασική μουσική είναι πολύ φτωχή, ειδικά στη Γαλλία. Είναι μια χώρα της λογοτεχνίας αλλά όχι της μουσικής. Παρ’ ότι έχουμε σπουδαίους γάλλους μουσικούς και συνθέτες, η δομή της γαλλικής κοινωνίας δεν ήταν φτιαγμένη τόσο για τη μουσική».
Τι πιστεύετε ότι κάνει μια ζωή πραγματικά επιτυχημένη;
«Το να ακολουθείς αυτό που πραγματικά είσαι. Οποια κριτική και να δέχεσαι από οποιονδήποτε, κάνε αυτό που εκπροσωπεί τον εαυτό σου. Οσο περισσότερο ακολουθείς το δικό σου μονοπάτι τόσο πιο επαρκής και χρήσιμος θα είσαι για τον εαυτό σου και την κοινωνία. Και επίσης η επιτυχία δεν συνδέεται με το να είσαι σταρ, με τα χρήματα και με τη δύναμη».
Συγγνώμη που διακόπτω, αλλά ούτε με τη φτώχεια συνδέεται εύκολα η επιτυχία. Κάποιος που παλεύει για να επιβιώσει, πώς να ακολουθήσει την ψυχή του; Πρώτα δίνεις στους ανθρώπους να φάνε και μετά τους ζητάς την αρετή…
«Συμφωνώ απόλυτα. Το μίνιμουμ επίπεδο είναι απαραίτητο και μάλιστα αυτό το μίνιμουμ να είναι το καλύτερο δυνατό για όλους. Αλλά πώς να το πετύχουν αυτό οι άνθρωποι όταν οι πολιτικοί είναι στην ουσία εναντίον τους;».
Για να επιτύχεις κάτι σημαντικό, φαίνεται ότι χρειάζεσαι άγνοια και αυτοπεποίθηση ταυτόχρονα.
«Χρειάζεται ένα παράξενο μείγμα αμφιβολίας και επιμονής. Μοιάζει με αντίφαση, αλλά δεν είναι. Απλώς την αμφιβολία μάς την καλλιεργούν οι γύρω μας και η επιμονή πρέπει να έρχεται από την ψυχή μας».
Για να υπάρξει τέχνη, ο καλλιτέχνης πρέπει να βρίσκεται σε μια κατάσταση ειδικής «μέθης»; Βέβαια, άλλη μέθη χρειάζεται ένας ζωγράφος ή ένας γλύπτης και άλλη ένας συνθέτης.
«Δεν γίνεται να δημιουργήσεις διαφορετικά. Μέσα από αυτήν τη “μέθη” προκύπτει στον ζωγράφο η διαφορά μεταξύ του “κοιτάζω” και του “βλέπω” και στον συνθέτη μεταξύ του “ακούω” και του “αφουγκράζομαι”».
Η «μέθη» του συνθέτη είναι πιο διονυσιακή, ενώ αυτή του ζωγράφου λίγο πιο απολλώνια.
«Ακριβώς! Ενας ζωγράφος ή ένας γλυπτής χρειάζεται πιο καθαρό μάτι, ενώ ένας συνθέτης λίγο πιο θολό».
Μια και μιλάμε για «μέθη», έχετε παίξει τρεις φορές μπροστά σε κοινό ενός, ενάμισι και τριών εκατομμυρίων ανθρώπων. Ποια η διαφορά της «μέθης» που προκαλεί αυτή η μάζα από ένα κοινό πέντε χιλιάδων ανθρώπων;
«Συμβαίνει κάτι παράξενο, το οποίο δεν είναι καθόλου φανερό. Οσο δίνω παραστάσεις τόσο σιγουρεύομαι ότι τελικά είναι μια υπόθεση, μια ερωτική σχέση, μεταξύ δύο οντοτήτων, του κοινού και της σκηνής. Αυτή η σχέση είτε προκύπτει είτε όχι. Ανεξάρτητα από το πόσοι είναι στο κοινό. Μου φαίνεται ότι μπορεί να μου προέκυπτε πιο δύσκολο να παίξω μπροστά σε έναν μόνο άνθρωπο, διότι αυτός θα ήταν το 100% του κοινού με το οποίο θα έπρεπε να βρω επαφή και να το ικανοποιήσω».
Φοβάστε ότι ως το τέλος της ζωής σας μπορεί να μην έχετε προλάβει να πείτε όσα θα θέλατε να έχετε πει με τη μουσική σας;
«Αν συνεχίσω να γράφω μουσική, αυτός θα είναι ο λόγος. Οχι τόσο ο φόβος, αλλά η αμφιβολία αν έχω ολοκληρώσει αυτό που έχω υποχρέωση να κάνω σε αυτήν τη ζωή».
Φοβάστε τα γηρατειά;
«Οχι, καθόλου».
Τον θάνατο;
«Δυστυχώς, λίγο περισσότερο από τότε που πέθαναν οι γονείς μου. Στην κοινωνία μας, τη δυτική κοινωνία, ο θάνατος είναι το τελικό ταμπού. Είναι κάτι το αναπόφευκτο, αλλά όλη η κοινωνία είναι χτισμένη έτσι ώστε να αρνείται τα γηρατειά και τον θάνατο. Ζούμε σε μια αντιγηραντική κοινωνία και αυτό είναι λάθος. Δεν εννοώ μόνο τις κρέμες, αλλά όλη τη στάση μας, που είναι ακριβώς αντίθετη από αυτή που θα έπρεπε, δηλαδή να μεγαλώνουμε, να ωριμάζουμε, να γέρναμε και να γινόμαστε σοφότεροι».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 507, σελ. 26-32, 04/07/2010.