Οταν η ουτοπία γίνεται πολιτική

Οταν η ουτοπία γίνεται πολιτική Στο πολιτικό πεδίο, γράφει ο Δ. Δημητράκος, τα δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας δεν συμβαδίζουν απαραίτητα με τη συναίνεση του κοινωνικού συνόλου. Οταν όμως ο οραματιστής κατέχει και την εξουσία, τότε αναπόφευκτα θα οδηγηθεί στον ολοκληρωτισμό προκειμένου να υλοποιήσει το ουτοπικό του πρόγραμμα Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ Στην Εθνική Βιβλιοθήκη

Οταν η ουτοπία γίνεται πολιτική







Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας οργανώθηκε φέτος μια γιγαντιαία έκθεση αφιερωμένη στην ουτοπία. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έκθεση που έγινε ποτέ πάνω στην «ιδέα της ιδανικής κοινωνίας στη Δύση», όπως λέει ο επεξηγηματικός υπότιτλος. Ασφαλώς η ουτοπία αποτελεί γόνιμη πηγή έμπνευσης σε πολλά πεδία ανθρώπινης δημιουργίας: στη φιλοσοφία, στην πολιτική, στην αρχιτεκτονική, ακόμη και στην επιστήμη. Και είναι ρηχή η κριτική που ασκείται στην ουτοπική σκέψη, όταν βασίζεται στον εξωπραγματικό της χαρακτήρα. Η κριτική αυτή παραβλέπει το νόημα και την πρόθεση ­ το «πρόταγμα» ­ της ουτοπικής σκέψης, που συνίσταται στη δύναμη την οποία αντλεί από το εξωπραγματικό, ακριβώς όπως ο καλλιτέχνης, κατά τον André Malraux, ανακαλύπτει το πραγματικό, δημιουργώντας το μέσω αυτού που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας (André Malraux: L’ Irréel, 1976).


Φαντασιώσεις και οράματα


Οπως συμβαίνει στην τέχνη, έτσι και στον κόσμο της πολιτικής και φιλοσοφικής σκέψης, μέσα από την ουτοπία νομιμοποιούνται η δύναμη και τα δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας. Ο νους φαντασιώνει ασυγκράτητα, συλλαμβάνει ένα όραμα που το προβάλλει στη συνέχεια σε ουτοπικό πρόταγμα. Η έμπνευση του δημιουργού νομιμοποιείται στο πεδίο της αισθητικής ή της θεωρίας (φιλοσοφικής ή επιστημονικής).


Οι δυσκολίες εμφανίζονται όταν αυτή η σκέψη μεταφέρεται στο πολιτικό πεδίο, όπου η νομιμοποίηση δεν πραγματοποιείται στο πεδίο της θεωρίας ή της αισθητικής, αλλά στο κοινωνικό πεδίο. Χρειάζεται, με άλλα λόγια, τη συναίνεση των μελών του κοινωνικού συνόλου. Οταν αυτή απουσιάζει, όταν είναι πολλοί εκείνοι που για οποιοδήποτε λόγο αρνούνται ή αδυνατούν να εμπνευσθούν από το όραμα που φωτίζει τις πρωτοβουλίες του πολιτικού ουτοπιστή, τότε αυτός υιοθετεί βίαια και καταπιεστικά μέτρα.


Εκεί βρίσκεται η κύρια διαφορά ανάμεσα στον πολιτικό ουτοπισμό και όλες τις άλλες μορφές ουτοπίας που εμπνέουν τον καλλιτέχνη και τον θεωρητικό. Ο αισθητικός ή θεωρητικός δημιουργός δεν έχει ανάγκη να ληφθεί υπόψη η ουτοπική πηγή της έμπνευσής του για να κριθεί το έργο του. Αντίθετα, ο πολιτικός ουτοπιστής απαιτεί να συμμερισθούν οι οπαδοί του πολιτικού του προγράμματος τη δική του ουτοπική έμπνευση, διότι χωρίς αυτήν, το πρόγραμμα που προβάλλει φαίνεται πλαδαρό και ανούσιο.


Αυτό συμβαίνει από τη στιγμή που το όραμα του ουτοπιστή ενσωματώνεται στο πολιτικό του πρόγραμμα. Πρόκειται για ένα όραμα μιας ιδανικής κατάστασης, απαλλαγμένης από όλα τα δεινά που συνοδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη ­ τον πόλεμο, την ένδεια, τη βία, την καταπίεση, την αδικία κτλ. Οσοι διστάζουν να ταυτισθούν μαζί του, μη πιστεύοντας στις απεριόριστες δυνατότητες ανάπτυξης του ανθρώπου, πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν καταλλήλως, εκτός και αν είναι εχθροί της ανθρωπότητας, ανεπίδεκτοι παίδευσης ή αναμόρφωσης, οπότε πρέπει να εξαλειφθούν.


Τα επαναστατικά κινήματα


Βλέπουμε έτσι ότι η βία ­ ακριβώς εκείνο που προτίθεται να καταργήσει ­ είναι ενσωματωμένη στο πρόταγμα του πολιτικού ουτοπιστή. Το ζήτημα που τίθεται είναι η αιτία για αυτό. Πού οφείλεται η ανάγκη που έχει κάθε πολιτική ουτοπία να καταφεύγει στη βία και στο έγκλημα για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της; Και πώς συνδέεται ο ολοκληρωτισμός με τον πολιτικό ουτοπισμό που συνοδεύει τις σύγχρονες επαναστάσεις;


Η παρουσία του ουτοπικού στοιχείου στα μεγάλα επαναστατικά κινήματα του 20ού αιώνα, με πρότυπο τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, αποτελεί ιστορικό γεγονός. Μπορεί οι Μπολσεβίκοι να υπερηφανεύονταν ότι δεν ήταν ουτοπιστές, εννοώντας ότι είχαν ρεαλιστική προσέγγιση στην επανάσταση και στην οργάνωση του νέου καθεστώτος. Δεν είναι όμως τυχαίος ο τίτλος που δίνει σε μελέτη του το 1968 ο Ε. Η. Carr, ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της Ρωσικής Επανάστασης: «Η Μπολσεβικική Ουτοπία». Κατά τον βρετανό ιστορικό, το ουτοπικό στοιχείο στον μπολσεβικισμό συνίσταται στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, εγγεγραμμένης στο μέλλον, αλλά που υφίσταται εμμενώς στο παρόν. Αυτή την εναλλακτική πραγματικότητα επιβάλλει ως επίσημη ο πολιτικός ουτοπισμός όταν γίνεται καθεστώς.


Μέσα από την ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας εντάσσεται το έγκλημα στο ουτοπικό όραμα. Γι’ αυτό και δεν είναι αμέτοχος ευθύνης οποιοσδήποτε διανοούμενος στρατεύεται με βάση το ουτοπικό όραμα. Από τη στιγμή που αποφασίζει να στρατευθεί παύει να είναι αθώος. Παίζει με την πολιτική και δυνάμει με το έγκλημα και έχει ως πολιτικό του ομόλογο οποιονδήποτε αναλαμβάνει καταπιεστικό ρόλο στην ιδεολογικοποιημένη πραγματικότητα που είχε επιβληθεί σε ολοκληρωτικά καθεστώτα στο όνομα μιας πολιτικής ουτοπίας.


Η δύναμη της φαντασίας


Υποστηρίχθηκε συχνά ότι η «ουσία» μιας ουτοπίας, όπως π.χ. η αταξική κομμουνιστική κοινωνία, δεν είναι συμβατή με ορισμένα φαινόμενα, όπως τα γκουλάγκ, τα βασανιστήρια και οι μαζικές εκτοπίσεις, επομένως η εφαρμοζόμενη πολιτική στις χώρες που ασπάστηκαν την ουτοπία αυτή δεν είναι «γνήσια» έκφραση της τελευταίας, αλλά παρεκτροπή στην εφαρμογή της. Η κενότητα αυτής της ιδέας είναι συγκρίσιμη με εκείνη που καταδικάζει κάθε ουτοπική σκέψη με βάση τον εξωπραγματικό της χαρακτήρα.


Το πρόβλημα δεν συνίσταται στην αναγνώριση της αισθητικής ή της πνευματικής ποιότητας του ουτοπικού οράματος, αλλά στην πολιτική που εμπνέεται από ένα τέτοιο όραμα και απαιτεί να εμπνέονται οι πάντες από αυτό. Η πολιτική αυτή καταλήγει στον ολοκληρωτισμό εξαιτίας αυτής της της απαίτησης. Οι μη επαρκώς «πολιτικοποιημένοι», δηλαδή όσοι δεν αποδέχονται το ουτοπικό όραμα, δεν έχουν θέση στην κοινωνία που καθοδηγείται από αυτό. Ο σύνδεσμος μεταξύ πολιτικής ουτοπίας και ολοκληρωτισμού είναι αναγκαίος και όχι συμπτωματικός. Οπως ανέφερα στην αρχή, η ουτοπία νομιμοποιεί τη δύναμη της φαντασίας. «Η φαντασία στην εξουσία» διακήρυττε το γνωστό σύνθημα της ουτοπικής επανάστασης του γαλλικού Μάη το 1968. Η λέξη-κλειδί εδώ δεν είναι η φαντασία, αλλά η εξουσία.


Η εξουσία είναι το κατ’ εξοχήν αντικείμενο της πολιτικής και σημαίνει τη δυνατότητα επιβολής της βούλησης ορισμένων ανθρώπων πάνω σε άλλους. Βέβαια, κάθε εξουσία βασίζεται σε κάποια μορφή συναίνεσης. Η συναίνεση όμως που παράγει ο ολοκληρωτισμός είναι τεχνητή και συγχρόνως μυθική. Βασίζεται στη δυνατότητα που προσφέρει ο πολιτικός ουτοπισμός να δημιουργεί οντότητες ονοματίζοντάς τες, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αντιστοιχίας με την πραγματικότητα. Αν η ιδεολογία δεν συμπίπτει με τα πραγματικά γεγονότα, τόσο το χειρότερο για τα τελευταία, όπως έγραφε ο Georg Lukacs. Δεν λογοδοτεί η ουτοπία στην πραγματικότητα, όπως δεν λογοδοτεί στον λαό η ολοκληρωτική εξουσία. Ο πολιτικός ουτοπισμός προσδίδει στην τελευταία τη νομιμοποιητική δυνατότητα να προβαίνει σε ταυτίσεις θεωρίας και πραγματικότητας, να κατονομάζει «εχθρούς του λαού» και βεβαίως να ασκεί εξουσία με τρομοκρατική ακράτεια, ακριβώς διότι δεν κατέχει, όπως γράφει ο Raymond Aron, το μονοπώλιο της ορθής ιδεολογικής ερμηνείας. Χαρακτηριστική, σ’ αυτή τη συνάφεια, ήταν η φράση του σταλινικού (τότε) Ζινόβιεβ το 1925: «Οταν οι Μπολσεβίκοι βρίσκονται στην εξουσία, η θέση των Μενσεβίκων είναι στη φυλακή». Με άλλα λόγια, ο έλεγχος της εξουσίας επιτρέπει στους Μπολσεβίκους να μετατρέπουν τον ισχυρισμό τους ή μάλλον τον μύθο ότι το δικό τους κόμμα και μόνο αντιπροσωπεύει αυθεντικά το προλεταριάτο, σε επίσημα ισχύουσα πραγματικότητα. Τα πάντα εξαρτώνται από την πολιτική, άρα από την εξουσία. Επομένως, το αν αντιπροσωπεύει ή όχι το προλεταριάτο κάποιος φορέας, εξαρτάται από το ποιος βρίσκεται στην εξουσία.


Η τεχνητή πραγματικότητα


Η δημιουργία αυτής της τεχνητής πραγματικότητας εξαρτάται από τη νομιμοποιητική δυνατότητα που προσφέρει η ουτοπία στην ολοκληρωτική εξουσία να δημιουργεί μύθους και να τους ανάγει σε τεχνητές πραγματικότητες με την προπαγάνδα και τη βία. Η ουτοπία χωρίς τον ολοκληρωτισμό είναι αβλαβής, όμως όταν είναι πολιτική προσβλέπει στην εφαρμογή του προγράμματός της και επί των αντιφρονούντων, ενώ παράλληλα προσφέρει δυνατότητα νομιμοποίησης της ολοκληρωτικής εξουσίας ανάγοντας τον μύθο σε πραγματικότητα.


Ετσι πετυχαίνεται, στο πλαίσιο του πολιτικού ουτοπισμού, η μυθοποίηση – ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας. Η νέα «πραγματικότητα» προκύπτει από την περιένδυση του πραγματικού με το ουτοπικό του επικάλυμμα. Από εκεί προέρχεται η «διπλή πίστη» («ντβογεβιέρνιε») που επικρατούσε στη Ρωσία και γενικότερα στο κομμουνιστικό στρατόπεδο.


Στον κόσμο της ιδεολογίας η ουτοπική προβολή μιας μυθικής «πραγματικότητας» αντικαθιστά την καθαυτό πραγματικότητα. Η ανάγκη όμως «διπλής πίστης» επί κομμουνισμού ήταν, αν μη τι άλλο, αναγνώριση της ανεπάρκειας αυτής της «πραγματικότητας». Η τελευταία έχει ορισμένα όρια, πέρα από τα οποία η αντικειμενική πραγματικότητα επιβάλλεται θέλοντας και μη, όπως επιβλήθηκε οριστικά με την κατάρρευση των καθεστώτων που βασίστηκαν στην πολιτική της ουτοπίας. Φυσικά, η δύναμη της ουτοπικής σκέψης ως πηγής έμπνευσης παραμένει ακέραιη. Κάθε ουτοπία δεν οδηγεί στον ολοκληρωτισμό, όμως κάθε ολοκληρωτισμός συνδέεται με κάποια μορφή πολιτικού ουτοπισμού. Και στον βαθμό που οι ουτοπίες αποτελούν «κινητοποιητικούς μύθους», όπως έγραφε ο Georges Sorel το 1906, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν οι ώριμες κοινωνίες της εποχής μας χρειάζονται ακόμη τέτοιους μύθους για να ενεργοποιήσουν τις δυνάμεις τους.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής της Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version