Τι υποστηρίζουν τα δύο αντιμαχόμενα μέρη
Στις 17 Δεκεμβρίου οι μέτοχοι της Τράπεζας Εργασίας θα αποφασίσουν τελικά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της. Η συνέλευση των μετόχων που είχε συγκληθεί στις 19 Νοεμβρίου διακόπηκε μετά από αίτηση του μετόχου κ. Λάζαρου Εφραίμογλου, ο οποίος εκπροσωπούσε τα συμφέροντα δύο μετόχων Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, που ιδρύθηκε και διευθύνεται από τον ίδιο και τη σύζυγό του κυρία Ουρανία Εφραίμογλου που κατείχαν το 5,8% του συνόλου των μετοχών της τράπεζας. «Το Βήμα», με αφορμή την επικείμενη γενική συνέλευση, απευθύνθηκε και στις δύο πλευρές, δηλαδή στη διοίκηση της τράπεζας και στην πλευρά των μετόχων που ζήτησαν την αναβολή της αύξησης, προκειμένου να διατυπώσουν τις απόψεις τους για ζητήματα που αφορούν τόσο την προοπτική και το μέλλον της πολυμετοχικής Τράπεζας Εργασίας όσο και τις εξελίξεις στην τραπεζική αγορά. Η πλευρά της διοίκησης
1 Στις γενικές συνελεύσεις των τριών τελευταίων χρόνων διατυπώνεται συνεχώς και με έντονο τρόπο το αίτημα, κυρίως των μικρομετόχων, για αύξηση του κεφαλαίου της τράπεζας μας προβάλλοντας ως παράδειγμα τις άλλες τράπεζες του ιδιωτικού τομέα.
Κατά τη διάρκεια των εξίμισι χρόνων που πέρασαν από την τελευταία αύξηση (Ιούνιος 1990), τα καταστήματα περίπου διπλασιάστηκαν, το ενεργητικό και οι καταθέσεις τριπλασιάστηκαν, το προσωπικό αυξήθηκε κατά 800 άτομα και γενικά όλα τα μεγέθη αυξήθηκαν σημαντικά. Το ίδιο χρονικό διάστημα δημιουργήσαμε νέες θυγατρικές εταιρείες που απορρόφησαν σημαντικά κεφάλαια και χρειάζονται περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση για να συνεχίσουν την αυξητική τάση της κερδοφορίας τους. Ακόμη και κατά τη «μετά Καψάσκη» περίοδο, για την οποία κάποιοι εξέφραζαν επιφυλάξεις, η ανοδική μας πορεία συνεχίστηκε. Την τελευταία τετραετία το δίκτυό μας αυξήθηκε κατά 37 μονάδες, το προσωπικό μας κατά 600 άτομα, το ενεργητικό, οι καταθέσεις και οι χορηγήσεις περίπου διπλασιάστηκαν και με τους ίδιους σχετικά ρυθμούς αυξήθηκαν τα κέρδη και τα λοιπά βασικά μεγέθη. Εχουμε, όλοι εμείς, χτίσει γερά και συνεχώς βελτιώνουμε το όλο οικοδόμημά μας.
Η δημιουργία μιας εξειδικευμένης επενδυτικής τράπεζας, που σήμερα λείπει από την ελληνική τραπεζική αγορά, με τη συμμετοχή, γνώση και εμπειρία μεγάλης διεθνούς τράπεζας, είναι στα άμεσα σχέδιά μας και οι συζητήσεις είναι σε εξέλιξη. Με βάση τα στοιχεία του ισολογισμού μας τής 31.12.95 ο δείκτης φερεγγυότητας ήταν της τάξεως του 14% έναντι 8% που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ενωση. Προσφάτως η Τράπεζα της Ελλάδος αύξησε τον δείκτη αυτόν σε 10% και επιθυμία μας είναι να διατηρήσουμε την επιπλέον διαφορά των έξι εκατοστιαίων μονάδων.
Επιπλέον, η επέκταση του δικτύου, οι αγορές και κατασκευές κτιρίων όπου συμφέρει για ιδιόχρηση, η ανάπτυξη των μηχανογραφικών συστημάτων είναι μερικές ακόμη ενδεικτικές προτάσεις που θα υλοποιηθούν από τα κεφάλαια που θα συγκεντρωθούν με την αύξηση.
2 Η αύξηση του μεριδίου μας στην αγορά και η διατήρηση της πρωτοπορίας ως προς την αποδοτικότητα – παραγωγικότητα αποτελούν το δίδυμο της πολιτικής μας. Ως προς την υλοποίηση και την εφαρμογή των μέσων ακολουθείται συγκεκριμένος σχεδιασμός, απόλυτα επιτυχής, όπως τα απολογιστικά στοιχεία αποδεικνύουν. Υπό την έννοια αυτή και επιθετικά αντιμετωπίζουμε την προώθηση νέων προϊόντων και κυρίως σημαντικά βελτιώνουμε την υποδομή της τράπεζας, έστω και αν αυτό δεν είναι ορατό από τρίτους. Ο σχεδιασμός μας εκτείνεται μέχρι και της αποκτήσεως ολικώς ή μερικώς άλλων ελληνικών ή ξένων τραπεζών. Η Τράπεζα Εργασίας είναι ο πόλος, η ομπρέλα. Δεν συγχωνεύεται, δεν εξαγοράζεται, δεν παραχωρεί το μάνατζμεντ. Διερευνά περιπτώσεις «αποκτήσεως» και όχι «παραχωρήσεως». Αλλά κάτι ανάλογο, δηλαδή ολική απόκτηση άλλης τράπεζας με σκοπό τη συγχώνευση, δεν είναι και νομικά δυνατό. Για παράδειγμα, δεν είναι εύκολο να αποκτήσουμε και να συγχωνεύσουμε στην Τράπεζα Εργασίας μια άλλη τράπεζα γιατί αυτό μεταξύ άλλων θα έπρεπε να οδηγήσει σε κλείσιμο καταστημάτων, ενοποίηση υπηρεσιών και περιορισμό προσωπικού. Και φυσικά οι απολύσεις… δεν επιτρέπονται. Επιπλέον όλων αυτών διερευνούμε και την προοπτική συμμετοχής της τράπεζάς μας με σημαντικό ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο άλλης τράπεζας, με ανάληψη φυσικά και της ευθύνης για το μάνατζμεντ. Οποια κίνηση και αν γίνει προς την πλευρά αυτή θα είναι κάτω από τον έλεγχο της Τράπεζας Εργασίας.
3 Το συμφέρον των μετόχων και της τράπεζας είναι ο μόνος παράγοντας που προσδιόρισε την τιμή έκδοσης των νέων μετοχών. Φυσικά το διοικητικό συμβούλιο εισηγείται την αύξηση με τρόπο και σε ποσοστό που να εξυπηρετούνται απόλυτα οι βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι αναπτυξιακοί στόχοι της τράπεζας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι θεσμικοί επενδυτές που έχουν γνώση και διεθνή εμπειρία αναφανδόν έχουν ταχθεί υπέρ της προτεινόμενης αύξησης. Και τι καλύτερη απόδειξη μπορεί να έχει κανείς περί τούτου από το γεγονός ότι η πλειονότητα των ξένων θεσμικών επενδυτών, που κατέχουν περίπου το 35% των μετοχών της τράπεζας, εξουσιοδότησε το διοικητικό συμβούλιο να τους εκπροσωπήσει και να ψηφίσει υπέρ της αύξησης.
Και σε όλα αυτά κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει ότι η αρχική επένδυση των 1.000 δρχ. στα τέλη του 1975 με την επανεπένδυση των μερισμάτων με αγορά μετοχών πάλι της Τράπεζας Εργασίας έχει φθάσει τις 843.780 δραχμές, δηλαδή στο διάστημα της 20ετούς λειτουργίας η ετήσια απόδοση της επένδυσης ήταν 40,06%. Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει οποιαδήποτε άλλη επένδυση που μπορεί να συγκριθεί με την περίπτωση του μετόχου της τράπεζάς μας, χωρίς ποτέ να έχουμε αναμειχθεί άμεσα ή έμμεσα σε «κινήσεις» στήριξης της μετοχής μας στο Χρηματιστήριο. Η πλευρά Εφραίμογλου
1 Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός αλλά θα πρέπει να εντάσσεται σε μια ξεκάθαρη στρατηγική. Η Τράπεζα Εργασίας δεν έχει ή τουλάχιστον δεν δείχνει να έχει μια τέτοια στρατηγική. Ετσι, ελλείψει στρατηγικής, η τράπεζα δεν χρειάζεται περισσότερα κεφάλαια για να αναπτυχθεί. Ο δείκτης φερεγγυότητας της τράπεζας είναι 14%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το υποχρεωτικό 8%. Επομένως η τράπεζα έχει με την υπάρχουσα κεφαλαιακή δομή τη δυνατότητα για διπλασιασμό σχεδόν του ενεργητικού της. Τι έχει αλλάξει λοιπόν ώστε η διοίκηση να ζητάει από τους μετόχους της 27 δισ. δρχ.;
Η αύξηση μπορεί να ήταν δικαιολογημένη αν υπήρχε ένα σχέδιο εξαγοράς κάποιας τράπεζας ή μια συνεργασία με μια ξένη τράπεζα με συγκεκριμένους στόχους και όρους, δηλαδή σε ποιους χώρους θα δραστηριοποιηθεί η καινούργια τράπεζα «εξειδικευμένου χαρακτήρα» ώστε να μην είναι ανταγωνιστική με τη δραστηριότητα της Τράπεζας Εργασίας και με ποια μετοχική σχέση. Η πρόθεση της διοίκησης της τράπεζας να παραχωρήσει την ανάπτυξη νέων εργασιών σε μια ξένη τράπεζα θα ηχήσει άσχημα στην αγορά γιατί υποδηλώνει αδυναμία του υπάρχοντος στελεχικού δυναμικού σε αντίθεση με την εικόνα ενός ισχυρού μάνατζμεντ που πρέπει να υπάρχει.
2 Η στρατηγική της τράπεζας πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο άξονες: α) διεύρυνση του μεριδίου αγοράς στις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες (δάνεια, καταθέσεις) μέσω νέων υποκαταστημάτων, καλύτερου σέρβις και πρωτοποριακών προϊόντων και πιθανώς μέσω εξαγοράς κάποιας μικρότερης τράπεζας και β) επέκταση σε νέες τραπεζικές εργασίες, για την ανάπτυξη των οποίων απαιτείται εξειδικευμένο τραπεζικό δυναμικό.
Η διοίκηση της Τράπεζας Εργασίας δεν δείχνει διάθεση να αντιμετωπίσει δυναμικά αυτές τις προκλήσεις. Επιπλέον, χρειάζεται ανανέωση στα υψηλά κλιμάκια της διοίκησης. Στην Alpha Πίστεως παραιτούνται τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου όταν φθάνουν στην ηλικία των 65 ετών. Στην Τράπεζα Εργασίας το διοικητικό συμβούλιο είναι το ίδιο χωρίς ανανέωση εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Εξάλλου, το διοικητικό συμβούλιο δεν περιλαμβάνει στους κόλπους του επιτυχημένους επιχειρηματίες πλην του κ. Στάμου Φαφαλιού και του κ. Γεράσιμου Βασιλόπουλου, ο οποίος και αυτός έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση.
3 Η παρέμβαση του κ. Λάζαρου Εφραίμογλου ήταν αναγκαία για να δοθεί το μήνυμα ότι πρέπει να υπάρχει περισσότερη ενημέρωση προς τους μετόχους και να λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη τους τη στιγμή κατά την οποία δεν εκπροσωπούνται ούτε ιδιώτες μέτοχοι πλην του κ. Στάμου Φαφαλιού αλλά ούτε θεσμικοί επενδυτές στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας.
Ουσιαστικά έρχεται η μία από τις δύο ομάδες βασικών μετόχων της Τράπεζας Εργασίας δηλαδή, Εφραίμογλου και Φαφαλιός να τραβήξει την κουρτίνα και να φέρει στο προσκήνιο προβληματισμούς και συζητήσεις που ως τώρα δεν είχαν εκφρασθεί συγκεκριμένα μέσα από διαφανείς διαδικασίες, που πρέπει να διακρίνουν τη λειτουργία μιας πολυμετοχικής τράπεζας. Ετσι, το αίτημα αναβολής της απόφασης για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αυτό το νόημα είχε καθώς η διοίκηση δεν έχει κανένα δικαίωμα να υφαρπάζει αποφάσεις χωρίς να εξηγεί πού θα πάνε τα νέα κεφάλαια και κυρίως χωρίς να συνδυάζει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με τον ρόλο που θα κληθεί να διαδραματίσει η τράπεζα στο νέο σκηνικό που διαμορφώνεται στην αγορά.
Οσον αφορά την προτεινόμενη τιμή διάθεσης των νέων μετοχών, η τιμή αυτή πρέπει αφενός μεν να οδηγεί σε επιτυχία την αύξηση και αφετέρου να προστατεύει την τιμή της μετοχής στο Χρηματιστήριο, δηλαδή την περιουσία των μετόχων. Οσον αφορά το πρώτο σκέλος, οι αιφνιδιαστικά αλλαγμένοι όροι της εγγραφής είναι ίδιοι κατ’ ουσίαν για τον μέτοχο παρουσιάζουν ελάχιστη βελτίωση αλλά όσον αφορά το δεύτερο σκέλος εύκολα βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι μια τιμή αύξησης στις 4.000 δρχ. είναι πιθανόν να οδηγήσει σε πτώση της τιμής της μετοχής στο Χρηματιστήριο μεγαλύτερη από εκείνη που θα προκαλούσε η αρχική τιμή των 9.500 δρχ. Στο σημείο αυτό, όμως, θα πρέπει να επισημάνουμε την έλλειψη αξιοπιστίας που διακρίνει τη διοίκηση όταν αλλάζει εντός χρονικού διαστήματος 24 ωρών τους όρους της αύξησης και οι λόγοι που επικαλείται έπρεπε εκ των προτέρων να είχαν αντιμετωπισθεί. ΤΙ ΕΠΙΔΙΩΚΕΤΕ;
1 Ποιοι είναι οι βασικοί στόχοι της προτεινόμενης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Εργασίας; Οι στόχοι αυτοί λαμβάνουν και σε ποιον βαθμό υπόψη αφενός την κατάσταση που επικρατεί στη χρηματιστηριακή αγορά και αφετέρου τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα; *
2 Ποιες είναι και πώς καθορίζονται οι προτεραιότητες στη στρατηγική της Τράπεζας Εργασίας; Αν δεχθούμε ότι το τραπεζικό τοπίο της χώρας αρχίζει να αλλάζει συγχωνεύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, συνεργασίες , ποια μπορεί να είναι ή ποια επιδιώκεται να είναι η θέση της Τράπεζας Εργασίας; *
3 Ποιοι παράγοντες διαμόρφωσαν την προταθείσα στην πρόσφατη γενική συνέλευση τιμή της μετοχής και σε ποιον βαθμό αυτή η τιμή αν δεχθούμε ότι αποτελεί ένα αξιόπιστο εργαλείο για την επίτευξη των στόχων εξυπηρετεί αυτούς τους στόχους;
