Τσαρλς Μπουκόφσκι

ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ... ΑΔΗ Τσαρλς Μπουκόφσκι Στυλ είναι τα πάντα Ο διάσημος συγγραφέας σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη, η οποία δημοσιεύεται πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του για πρώτη φορά στο βιβλίο του Jean-Francois Duval, μιλάει για τη σχέση του με το ποτό και το γράψιμο Η συνέντευξη δόθηκε ένα απόγευμα Δευτέρας. Μία εβδομάδα νωρίτερα είχα λάβει από την άλλη άκρη του

Στυλ είναι τα πάντα Ο διάσημος συγγραφέας σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη, η οποία δημοσιεύεται πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του για πρώτη φορά στο βιβλίο του Jean-Francois Duval, μιλάει για τη σχέση του με το ποτό και το γράψιμο




Η συνέντευξη δόθηκε ένα απόγευμα Δευτέρας. Μία εβδομάδα νωρίτερα είχα λάβει από την άλλη άκρη του ωκεανού μια μικρή δακτυλογραφημένη κάρτα από τον «Μπουκ». «Συνέντευξη Ο.Κ.» έγραφε. Με άλλα λόγια, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι αποδεχόταν την πρότασή μου και με καλούσε να «διασχίσουμε τον Αδη». Το μήνυμα συμπληρωνόταν από ένα σπιρτόζικο σκιτσάκι όπως αυτά που συνήθιζε να κάνει.


Μερικές ημέρες αργότερα, υπό το φως των κεριών, παρέα με ένα μπουκάλι και τρία ποτήρια, εγώ και ο Μπουκ στον καναπέ, η Λίντα, η νεαρή, όμορφη γυναίκα του, στο πάτωμα, απολαύσαμε το κρασί και την κουβέντα. Τρεις ή τέσσερις ώρες; Τόσο περίπου διήρκεσε η συνάντησή μας. Ηταν μια ήρεμη και χαμηλών τόνων συζήτηση που κάθε τόσο διέκοπτε το γρατσούνισμα της γάτας πάνω στα αντικείμενα…


­ Υπάρχει μόνο αυτό το κερί στο τραπέζι για να φωτίζει. Σας αρέσει να μένετε στο σκοτάδι;


Λίντα Μπουκόφσκι: «Μήπως σας ενοχλεί;».


­ Οχι, όχι…


Λίντα: «Ο Χανκ προτιμά όσο το δυνατόν λιγότερο φως».


Τσαρλς Μπουκόφσκι: «Μόνο όταν πίνω».


­ Οταν τηλεφωνηθήκαμε μου είπατε να έρθω στις οκτώ και όχι στις δύο, όπως αρχικά είχαμε συμφωνήσει. Υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος που αλλάξατε σχέδια;


«Ναι, υπάρχει. Τη μέρα είμαι… μισοπεθαμένος. Περιφέρομαι σαν ζόμπι. Πάντα ήμουν έτσι. Από μικρός δεν αγαπούσα τον ήλιο, το φως. Η μητέρα μου συνήθιζε να μου λέει: «Μα τι έχεις; Στέκεσαι εκεί από το πρωί και κινείσαι τώρα που αρχίζει να σκοτεινιάζει». Ναι, θα έλεγα πως ήμουν φίλος της νύχτας. Η μέρα μου προκαλούσε ίλιγγο. Ετσι προτίμησα να «επανέρχομαι» τη νύχτα».


­ Νύχτες με κρασί ή μπίρα;


«Α, το νέκταρ των θεών. Το κρασί εννοώ. Υπό την επήρειά του μπορώ να γράψω για τρεις ή τέσσερις ώρες. Με το ουίσκι γίνομαι χάλια».


­ Σήμερα έχετε γράψει;


«Οχι, πέρασα όλη τη μέρα στον ιππόδρομο. Πιθανόν να έγραφα το βράδυ. Αλλά τώρα είστε κι εσείς εδώ».


­ Λυπάμαι αν σας χαλάω τα σχέδια.


(γελώντας) «Μου καταστρέψατε τη βραδιά».


­ Χθες γράψατε;


«Οχι, δεν έχω γράψει από προχθές».


­ Τι γράψατε λοιπόν;


«Στίχους. Είμαι σε ποιητική φάση κυρίως. Ελπίζω να μου περάσει σύντομα όμως. Θέλω να γυρίσω στα διηγήματα. Προς το παρόν είμαι στην ποίηση. Μη με ρωτήσετε το γιατί. Απλώς ακολουθώ το ένστικτό μου. Δεν κάνω ποτέ προγράμματα. Ο,τι είναι να έρθει, θα έρθει… Πάντως το επόμενο βιβλίο μου θα είναι μια συλλογή από ποιήματα που ελπίζω να αρέσει πολύ στον εκδότη μου».


­ Στις Ηνωμένες Πολιτείες είστε περισσότερο γνωστός ως ποιητής ενώ στην Ευρώπη συμβαίνει το αντίθετο. Εμείς σας ξέρουμε κυρίως από τα διηγήματά σας.


«Εχετε απόλυτο δίκιο. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό. Εδώ οι ποιητές θεωρούνται πιο ρομαντικοί τύποι. Αν κάποιος γράφει ποιήματα, όλοι νομίζουν πως πρόκειται για κάποιον που ζει εκτός πραγματικότητας, πως θα διακρίνεται για την ευαισθησία του και τέτοια, ξέρετε… Εγώ δεν συμφωνώ καθόλου αλλά, αν οι Αμερικανοί θέλουν να σε κάνουν ποιητή, σε κάνουν. Μπορεί στα μάτια τους κάποιος που γράφει ποιήματα να είναι πιο ρομαντικός από όποιον γράφει διηγήματα. Και ποιος είναι ο μυθιστοριογράφος; Κάποιος που ξοδεύει τρία χρόνια για να γράψει κάτι! Ενας ποιητής, αντίθετα, είναι πάντα έρμαιο της δημιουργικής φλόγας του… Ισως γι’ αυτό ο κόσμος έχει ανάγκη να με βλέπει ως ποιητή. Σας κάλυψα;».


­ Οχι.


«Οχι;».


­ Είμαστε μόνο στην αρχή.


«Καλά».


­ Οπως σας έδειξα, έχω έναν πάκο με ερωτήσεις.


«Ξέρετε, απλώς ανησυχούσα. Οταν τελειώνει το κρασί, σταματά και η κουβέντα… Και επειδή έχουμε μόνο δύο μποτίλιες…».


Λίντα: «Οχι, έχουμε τρεις».


Ολοι μαζί: «Ωραία, πρέπει να φτάνουν».


­ Το ποτό λειτουργεί ως πέπλο ψευδαίσθησης που συχνά καλύπτει την πραγματικότητα; ή μήπως, αντίθετα, αποτελεί ένα μέσο για να βλέπετε τα πράγματα με μεγαλύτερη καθαρότητα και ευκρίνεια, χωρίς παραμορφωτικούς καθρέφτες;


«Οσον αφορά εμένα, μου επιτρέπει να αποστασιοποιούμαι από τα πράγματα αλλά και να τα απολαμβάνω. Να αποκτώ πραγματικά τη συναίσθηση του πώς περνά η μία μέρα μετά την άλλη, ο ένας χρόνος μετά τον άλλο. Το να πίνει κανείς μοιάζει με… απόπειρα αυτοκτονίας που σου επιτρέπει να επιστρέφεις στη ζωή και να τη βλέπεις με άλλα μάτια. Είναι σαν να αναγεννιέσαι. Εχεις την αίσθηση ότι ζεις πολλές ζωές. Και μάλιστα ως διαφορετικός άνθρωπος. Δεν μπορώ να σας πω αν είναι καλό ή κακό. Είναι σίγουρα όμως διαφορετικό. Ετσι, π.χ., απολαμβάνω τη μία ζωή μου ως συγγραφέα και την άλλη ως πότη».


­ Εσείς πίνετε για να γράψετε;


«Ναι, το ποτό οπωσδήποτε βοηθά».


­ Είναι κάτι που σας κάνει να αισθάνεστε κοντά σε ποιητές όπως ο Βερλέν ή ο Ρεμπό; Αν και μου φαίνεται ότι ο Ρεμπό δεν είναι από τους αγαπημένους σας…


«Η ζωή αυτών των ποιητών μερικές φορές ακούγεται ενδιαφέρουσα. Δεν θα έλεγα το ίδιο και για το έργο τους. Για να είμαι ειλικρινής, οι ποιητές μού προκαλούν πλήξη. Δεν μου λένε τίποτε. Αλλά και οι συγγραφείς δεν πάνε πίσω… Σε όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να βρω κάτι ενδιαφέρον για να διαβάσω. Είναι πολύ δύσκολο να ψάξω να βρω σ’ ένα βιβλίο το «Πόλεμος και Ειρήνη», γενικά Τολστόι, Σαίξπηρ… Το υλικό σήμερα είναι σκάρτο».


­ Ο Διογένης έψαχνε έναν άνθρωπο, εσείς ψάχνετε ένα βιβλίο;


«Δεν τον έχει βρει, έτσι δεν είναι; Ούτε εγώ λοιπόν το βιβλίο μου. Αν και ίσως να υπήρξαν έξι-επτά βιβλία που μου άρεσαν. Αλλά κανένα που να με κάνει να πω: «Τι εξαιρετικό!». Αυτό που μου αρέσει όμως είναι οι εφημερίδες. Αρχίζω από την πρώτη σελίδα και ανακαλύπτω τόσα ενδιαφέροντα πράγματα. Αρκετές φορές παίρνω από εκεί την ιδέα για ένα διήγημα. Και αν σκεφθείτε πόσο κοστίζει μια εφημερίδα… Ενώ τα βιβλία κάνουν μια μικρή περιουσία».


­ Ποια ήταν ωστόσο εκείνα τα έξι-επτά βιβλία που σας άρεσαν;


«Αφήστε με να σκεφθώ… Ντοστογέφσκι, όλα του τα βιβλία. Ακόμη ένα του Λουί Φερντινό Σελίν αλλά δεν θυμάμαι τον τίτλο: «Ταξίδι στο τέλος της νύχτας» ή μήπως στο τέλος του χρόνου… Πάντοτε κάνω λάθος. Τέλος πάντων, αυτό μου άρεσε. Το πήρα μαζί μου στο κρεβάτι και δεν το έκλεισα προτού φθάσω στην τελευταία σελίδα. Και ξέρετε τι είπα; «Να ένας τύπος που γράφει καλύτερα από εμένα». Χωρίς ζήλεια, όμως, αισθανόμουν ευτυχισμένος που ανακάλυψα κάποιον πιο άξιο από εμένα».


­ Μα ο Σελίν έγραφε ωθούμενος από απέχθεια, μίσος. Εχετε και εσείς το ίδιο κίνητρο;


«Οχι, άλλα είναι τα δικά μου κίνητρα. Και αποστροφή και απόλαυση, αν και δεν είναι εύκολο να ονομάσεις τελικά αυτό που σε σπρώχνει στο γράψιμο. Τα συναισθήματα που σας είπα όμως είναι τα πιο συνήθη για μένα. Ουσιαστικά σε αυτό το πεδίο εξασκούμαι».


­ Τι σας προκαλεί αποστροφή ή χαρά;


«Περιμένετε απάντηση σ’ αυτό; Αν ανακάλυπτα την αιτία, μπορεί και να μη μου συνέβαινε πια. Δεν ξέρω, δεν μου αρέσει να παίζω με τέτοιες απορίες. Παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται και δεν παριστάνω τον φιλόσοφο».


­ Τι είναι στυλ, κατά τη γνώμη σας;


«Το στυλ πρέπει να υπάρχει σε καθετί με το οποίο καταπιάνεται κανείς. Στυλ είναι τα πάντα. Οταν κάποιος δεν παθιάζεται με ό,τι κάνει, τότε σίγουρα λείπει το στυλ».


­ Εννοούσα το στυλ στον τρόπο γραφής σας.


«Α, εγώ κατάλαβα στη ζωή γενικότερα».


­ Ισως και να μιλάμε τελικά για το ίδιο πράγμα.


«Ακούστε, αν πονοκεφαλιάζεις να βρεις το δέντρο, τελικά χάνεις το δάσος… Αυτές τις ερωτήσεις εγώ δεν τις καταλαβαίνω».


­ Μα το γεγονός ότι δεν έχετε βρει τα βιβλία που ψάχνετε δεν αποτελεί ζήτημα στυλ; Δεν ήταν το στυλ τους που σας απογοήτευε;


«Ναι, βέβαια. Εγραφαν πολλά αλλά δεν έλεγαν τίποτε. Και αν έλεγαν, το έλεγαν με άσχημο τρόπο. Σπατάλη σελίδων, χαρτιού… Ηταν αλήθεια μια απογοήτευση».


­ Ποιοι ήταν αυτοί οι «σπάταλοι»;


«Απαριθμήστε μου μερικούς και θα κρίνω».


­ Νόρμαν, Μίλερ, Σαίξπηρ…


«Μη συνεχίζετε! Ο Σαίξπηρ. Τον τοποθετώ στην κορυφή της λίστας».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.