Ο πρωτομάστορας της Εθνικής Μουσικής
«…Αυτό πρέπει να είναι ο σκοπός κάθε πραγματικά εθνικής μουσικής, να χτίση το Παλάτι που θα θρονιάσει η Εθνική Ψυχή! Τώρα, αν για το χτίσιμο του παλατιού του μεταχειρίστηκεν ο τεχνίτης και ξένο υλικό κοντά στο ντόπιο δεν βλάφτει. Φτάνει το παλάτι του να είναι θεμελιωμένο στη ρωμέικη γης, καμωμένο για να το πρωτοχαρούνε ρωμέικα μάτια, για να λογαριάζεται καθαροαίματο ρωμέικο παλάτι…».
Στις παραπάνω φράσεις, που σημείωνε στο πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας με έργα του στην Αθήνα το 1908, συμπύκνωνε ο Μανώλης Καλομοίρης το μουσικό του «πιστεύω». Πεποίθηση σταθερή που βάσιζε «από τη μια μεριά στην μουσική των αγνών δημοτικών μας τραγουδιών, μα και στολισμένη από την άλλη με όλα τα τεχνικά μέσα που μας χάρισεν η αδιάκοπη εργασία των προοδεμένων στη μουσική λαών», όπως και πάλι εξηγούσε ο συνθέτης σε άλλο σημείο του ίδιου κειμένου. Και όπως το μέλλον έδειξε, αυτά τα «Λίγα Λόγια» του νεαρού τότε δημιουργού επρόκειτο να αποτελέσουν κάτι παραπάνω από μανιφέστο της Εθνικής Μουσικής Σχολής, ενός ιδανικού που υπηρέτησε με πάθος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ηταν διατυπωμένα σε «ζωντανή» δημοτική γλώσσα – γεγονός που προκάλεσε μείζον σκάνδαλο στους ακαδημαϊκούς κύκλους της εποχής – και δεν ήταν λίγοι όσοι στις φράσεις αυτές αναγνώρισαν αργότερα τον «θούριο» της νεότερης ελληνικής πνευματικής δημιουργίας.
Γεννημένος τον Δεκέμβριο του 1883 στη Σμύρνη, ο Μανώλης Καλομοίρης δέχθηκε τη γόνιμη επίδραση της ελληνικής δημοτικής παράδοσης στη γενέτειρά του. Λίγα χρόνια αργότερα οι σπουδές του στη Βιέννη τον έφεραν σε επαφή με τη γερμανική μουσική και ιδιαίτερα με τα έργα του Βάγκνερ που θεωρείται ο συνθέτης ο οποίος έχει επηρεάσει συγκεκριμένα το έργο του. Η εν λόγω επιρροή αναγνωρίζεται τόσο στον «Πρωτομάστορα» (1915), την πρώτη όπερα του Καλομοίρη, όσο και στη γνωστή «Συμφωνία της Λεβεντιάς» (1920). Το αμέσως επόμενο διάστημα βρίσκεται στο Χάρκοβο της Ρωσίας, όπου διδάσκει πιάνο μαζί με τη γυναίκα του Χαρίκλεια. Η εκεί παραμονή του επιτρέπει στον Καλομοίρη να γνωρίσει από κοντά τη ρωσική εθνική σχολή των «Πέντε». Στην Αθήνα επιστρέφει οριστικά το καλοκαίρι του 1910 και έκτοτε, παράλληλα με τη συνθετική του εργασία, η προσωπικότητά του σφραγίζει τις μουσικές εκδηλώσεις της εποχής. Η προσχώρησή του μάλιστα στον δημοτικισμό τον φέρνει από τα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του σε επαφή με τις ζωντανές πνευματικές δυνάμεις της εποχής: τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον «Νουμά» και τον κύκλο του κ.ά.
Καθηγητής πιάνου και ανώτερων θεωρητικών αρχικά στο Ωδείο Αθηνών, ιδρυτής αργότερα δύο εκ των γνωστότερων ωδείων της χώρας, επικεφαλής διοικητικών υπηρεσιών και φορέων, μέλος από το 1945 της Ακαδημίας Αθηνών, ο Καλομοίρης στη διάρκεια της διαδρομής του απέσπασε σημαντικές διακρίσεις και τιμήθηκε με πολλά ελληνικά αλλά και ξένα παράσημα. Πέθανε στις 3 Απριλίου του 1962 προτού προλάβει να δει επί σκηνής το «κύκνειο άσμα» του, την όπερα «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» την οποία ο ίδιος είχε αφιερώσει «στον ελληνικό λαό». Η πρεμιέρα τής εν λόγω βασισμένης στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη τραγωδίας-θρύλου δόθηκε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στο Ηρώδειο από την Εθνική Λυρική Σκηνή, το θέατρο το οποίο στη διάρκεια της ζωής του ο Καλομοίρης είχε υπηρετήσει από τις υψηλότερες διοικητικές θέσεις.
Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων
Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη που σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρωτεργάτες της νεοελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, το υπουργείο Πολιτισμού έθεσε υπό την αιγίδα του την επέτειο αυτή ανακηρύσσοντας το 2002 «Ετος Μανώλη Καλομοίρη». Με πρωτοβουλία της μοναδικής εγγονής του συνθέτη Χαράς Καλομοίρη – διαδόχου του στη γενική διεύθυνση του Εθνικού Ωδείου που ίδρυσε ο ίδιος το 1926 – αλλά και του Συλλόγου ο οποίος δημιουργήθηκε το 1980 και φέρει το όνομά του, η ζωή και το έργο του συνθέτη έρχονται για μία ακόμη φορά στο προσκήνιο μέσα από μια σειρά ποικίλες εκδηλώσεις που προγραμματίζονται τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Η αρχή θα γίνει με το συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί από τις 5 ως τις 7 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών υπό τον τίτλο «Μανώλης Καλομοίρης 1883-1962… 40 χρόνια μετά τον θάνατό του» και διοργανώνεται σε συνεργασία με το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ θα συμμετάσχουν καταξιωμένοι έλληνες και ξένοι μουσικολόγοι. Πέρα από τις παρουσιάσεις έργων του σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σάμο, Κύπρο και Νέα Υόρκη, που θα εκταθούν σε ολόκληρη τη διάρκεια της χρονιάς, προγραμματίζεται ακόμη – σε ανεπιβεβαίωτο μέχρι στιγμής διάστημα εντός του έτους – μεγάλη έκθεση αρχειακού υλικού (αυτόγραφες παρτιτούρες και πάρτες, προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία, φωτογραφικά ντοκουμέντα, αντικείμενα κτλ.), η οποία θα φιλοξενηθεί στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων.
Στο πλαίσιο του Ετους Καλομοίρη εξάλλου, προγραμματίζονται τρεις ενδιαφέρουσες εκδόσεις: Πρώτη από αυτές τα απομνημονεύματα με τίτλο «Η Ζωή μου και η Τέχνη μου» που θα κυκλοφορήσουν με την προσθήκη τριάντα ακόμη σελίδων, οι οποίες βρέθηκαν πρόσφατα σε δακτυλογραφημένη μορφή από την εγγονή του στο τμήμα του αρχείου που φυλάσσει η ίδια στο σπίτι του Καλομοίρη στο Παλαιό Φάληρο.
Παράλληλα, δρομολογείται η έκδοση λευκώματος που θα περιλαμβάνει «μια καταπληκτική, μοναδικής ομορφιάς και αξίας συλλογή επιστολικών δελταρίων από τη νεανική περίοδο του Καλομοίρη στη Βιέννη και στο Χάρκοβο» όπως εξηγεί η Χαρά Καλομοίρη. Η εν λόγω έκδοση θα γίνει σε επιμέλεια της ίδιας και του δισέγγονου του συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη-Κουπέ. Τέλος, προγραμματίζεται η έκδοση νέου καταλόγου έργων του Καλομοίρη σε επιμέλεια του συνθέτη Φίλιππου Τσαλαχούρη.
Οι μνήμες της εγγονής του
Ανθρωπος βαρύς αλλά όχι σκοτεινός, ακούραστος εργάτης της τέχνης του την οποία υπηρέτησε αγκαλιάζοντας όλα σχεδόν τα μουσικά είδη, φίλος και συμπαραστάτης της νεολαίας και… φανατικός βενιζελικός. Αυτός ήταν ο Μανώλης Καλομοίρης σύμφωνα με την άποψη της εγγονής του Χαράς, παιδιού της κόρης του συνθέτη Κρινώς, η οποία υπήρξε επίσης μουσικός.
«Η ίδια γεννήθηκα σε μια εποχή που ο Καλομοίρης βίωνε μια περίοδο έντονης απογοήτευσης, ας μην ξεχνούμε πως είχε ήδη χάσει δύο γιους. Ο ερχομός μου λοιπόν τον ανανέωσε, του έδωσε πίσω την πίστη για ζωή. Οπως είναι φυσικό, συνδέθηκε ιδιαίτερα μαζί μου» θυμάται σήμερα η Χαρά Καλομοίρη δίνοντας ένα βιωματικό στίγμα στη συζήτηση.
Σύμφωνα με την άποψη της ίδιας, ακόμη και αν ο Καλομοίρης δεν είχε να επιδείξει τίποτε άλλο, «το παιδαγωγικό του έργο θα ήταν από μόνο του αρκετό να τον χαρακτηρίσει μεγάλο». Πώς θα περιέγραφε η ίδια το όραμά του; «Σύμφωνα με την άποψή του, η αποστολή της τέχνης του ήταν διττή: αφενός να διαμορφώσει τους αυριανούς επαγγελματίες, αφετέρου να διαπλάσει το μελλοντικό κοινό. Το όραμα του Καλομοίρη για τη μουσική ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την ευρύτερη κοσμοαντίληψή του. Ονειρευόταν μια μουσική παιδεία προσβάσιμη σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό…».
Βύρων Φιδετζής: «Η αγωνία του ήταν “το πρώτο σκαλί”»
«Προσωπικά δεν θα συμφωνούσα με τον όρο “αρχηγός” που ορισμένοι αποδίδουν στον Καλομοίρη αξιολογώντας τη θέση του στην υπόθεση της Εθνικής Μουσικής. Πιστεύω πως ανάλογες σχηματικές ομαδοποιήσεις εμπεριέχουν κινδύνους ιδιαίτερα σε θέματα Τέχνης. Ηταν αναμφίβολα ηγετική φυσιογνωμία: πληθωρικός και με έντονη δραστηριότητα, έδωσε μέσα από τη δουλειά του ιδιαίτερο τόνο σε αυτή την κίνηση. Το έργο του Καλομοίρη βασίζεται σε μερικές αρχές πολύ απλές και ταυτόχρονα εξαιρετικά ουσιώδεις: αναζήτησε την εθνική μουσική στο πάντρεμα της Ευρώπης και της προόδου που είχε συντελεστεί εκεί ως προς τα μουσικά πράγματα με το δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή παράδοση. Πίστευε ακράδαντα στη συνάντηση των δύο μουσικών πολιτισμών. Ωστόσο θεωρούσε πως όταν παίρνεις κάτι απ’ έξω, δεν μπορείς να “πιθηκίζεις”, οφείλεις να στοχεύεις ψηλά. Πρέπει να το αφομοιώσεις, να το εγκολπωθείς και μετά να εκφραστείς ο ίδιος σε επίπεδο υψηλό. Φυσικά, μεγάλη προεργασία είχε γίνει ήδη από τους Επτανήσιους και δεν θα συμφωνούσα με όσους καταλογίζουν στον Καλομοίρη έναν πόλεμο εναντίον τους. Αυτό που έκανε ο συνθέτης ήταν να αντιδράσει στη μονομερή αντιμετώπιση της ελληνικής μουσικής σε σχέση μόνο με την ιταλική παράδοση. Και αυτή η αντίδραση σε μια αισθητική μονομέρεια ήταν έκφραση ολόκληρης της γενιάς του.
Πέρα από την αναμφίβολη αξία αυτού καθεαυτού του συνθετικού του έργου, η μεγάλη προσφορά του Μανώλη Καλομοίρη έγκειται στο εξής: έστρεψε το κέντρο του μουσικού πολιτιστικού γίγνεσθαι από την εκτέλεση στη δημιουργία. Στη δημιουργία του ελληνικού μουσικού έργου. Πίστευε πως αν ως λαός αρκεστούμε στην εκτέλεση των μεγάλων κατά τα άλλα επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής μουσικής, τότε παραμένουμε πάντοτε μία βαθμίδα πίσω. Η αγωνία του ήταν “το πρώτο σκαλί”…
Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, πιστεύω πως το έργο του Καλομοίρη, όπως άλλωστε και ολόκληρη η νεότερη ελληνική δημιουργία, παραμένει εν πολλοίς άγνωστο και οι λόγοι είναι πολλοί. Σε ό,τι αφορά τον Σύλλογο “Μανώλης Καλομοίρης”, αυτό που μας ενδιαφέρει και βέβαια χρειάζεται επιδότηση είναι η εκτύπωση των απάντων του συνθέτη υπό μορφήν κριτικής έκδοσης. Πιστεύω πως υπάρχει το κατάλληλο έμψυχο δυναμικό που θα αξιοποιήσει τις σύγχρονες δυνατότητες της τεχνολογίας προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο αυτό σε λογικό βάθος χρόνου. Θεωρώ ότι αυτό πρέπει να γίνει με το σύνολο της νεοελληνικής μουσικής παραγωγής. Είναι χρέος της γενιάς μας πρώτα από όλα προς τους νεότερους…».
Ο κ. Βύρων Φιδετζής είναι αρχιμουσικός, πρόεδρος του Συλλόγου «Μανώλης Καλομοίρης».
