comics Ολοι μας έχουμε ανάγκη το παιδί που κρύβουμε μέσα μας, την αθωότητα…
Ο πιο διάσημος ευρωπαίος γελοιογράφος. Ενας κοινός άνθρωπος που βλέπει τα νέα στην τηλεόραση, διαβάζει καθημερινά εφημερίδες και ακούει, ενώ οδηγεί, ραδιόφωνο. «Αυτή είναι η μόνη αλλά αρκετή» επαφή του με την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως ομολογεί και ο ίδιος… Δεν πηγαίνει ποτέ στα γραφεία των εφημερίδων ή των περιοδικών όπου δουλεύει και δεν συμμετέχει σε μίτινγκ εργασίας. Ζει απομονωμένος σε έναν οικογενειακό πύργο κάπου ανάμεσα στο Ούντινε, στην Τεργέστη και στη Βενετία, παρέα με τη βραζιλιάνα γυναίκα του. «Η καθημερινότητα με τρελαίνει» θα πει και θα συμπληρώσει: «Η καθημερινότητα είναι ο μόνος τρόπος να χάσεις τον χρόνο σου!». Σπάνια δίνει συνεντεύξεις «μετριούνται στα δάχτυλα οι συνεντεύξεις που έχω δώσει στη ζωή μου». Οι αναγνώστες του στην Ιταλία και σε όλη την Ευρώπη κυνηγούν να μάθουν κάτι περισσότερο γι’ αυτόν, αλλά αυτός μένει ερμητικά κλειστός στον εαυτό του. «Δεν έχει σημασία τι κάνω στη ζωή μου εκτός από το να σχεδιάζω, ούτε πώς μεγάλωσα, ποιος ήταν ο πατέρας μου και ποια η μητέρα μου… Αυτά τα εμπιστευόμαστε σε πιο κοντινούς μας ανθρώπους, σε κάποιους ανθρώπους που μαθαίνοντάς τα δεν πρόκειται ποτέ να τα παρεξηγήσουν. Ο δημιουργός για τους άλλους είναι το έργο του και όχι η ζωή του…». Αυτός ο άνθρωπος που λέει όλα αυτά είναι γόνος πλουσίας οικογενείας, διακρίνεται για την «αριστερή» του σκέψη και στάση ζωής και είναι αυτός που έκανε έναν από τους σημαντικότερους πολιτικούς της Ιταλίας να πει δημόσια γι’ αυτόν μη αντέχοντας την καυστική σάτιρα των βινιετών του προς το πρόσωπό του: «Νομίζω ότι είναι εμπαθής προς εμένα». Αν τον γνωρίσετε από κοντά, μόνο εμπαθής δεν δείχνει… Εχει χιούμορ καυστικό αλλά όχι ενοχλητικό, εμμένει στις απόψεις του, ομολογεί ότι δεν απευθύνεται σε όλους αλλά μόνο σε αυτούς που έχουν τις ίδιες πάνω-κάτω σκέψεις και τρόπο ζωής με αυτόν… Ο κ. Altan αυτό είναι το πραγματικό του όνομα δέχτηκε παραδόξως να μας μιλήσει λίγο προτού έρθει στην Αθήνα ως βασικός καλεσμένος του περιοδικού «Βαβέλ» για το Φεστιβάλ Κόμικς που γίνεται στη χώρα μας με φοβερή επιτυχία και διοργανώνει το περιοδικό. Η συνομιλία μαζί του κράτησε μιάμιση ώρα και ήταν μια απόλαυση… μια απόδειξη ότι η φήμη συχνά ανατρέπεται από την πραγματικότητα.
Κατ’ αρχάς θέλω να σας επιστρέψω λίγη από την απόλαυση που μου έχετε δώσει με τις βινιέτες και τα κόμικς σας.
«Σας ευχαριστώ πολύ… Ελπίζω να μη θεωρείτε ότι θα μου επιστρέψετε λίγη απόλαυση κάνοντάς μου αυτή τη συνέντευξη». (γέλια)
Η συνομιλία δεν είναι μιας μορφής απόλαυση;
«Δεν είμαι προκατειλημμένος με τις συνομιλίες αλλά με τις συνεντεύξεις… Για σας όμως μου μίλησαν με τα καλύτερα λόγια και είπα να κάνω μια εξαίρεση. Νιώθω άλλωστε τόσο οικεία με την κυρία Τζούδα που διοργανώνει το φεστιβάλ κόμικς στην Αθήνα… Της έχω μεγάλη εμπιστοσύνη… Λένε για σας ότι δεν κάνετε συνεντεύξεις αλλά συνομιλίες ελεύθερες και αυτό μου αρέσει… Τέλος πάντων θα αποδειχθεί αν έκανα σωστά που δέχτηκα να αλλάξω τακτική και να σας δώσω συνέντευξη… (γέλια) Δυστυχώς το αποτέλεσμα αποδεικνύει το σωστό μιας επιλογής ή το λάθος… Και οι επιλογές είναι πάντα αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης που δείχνουμε στη διαίσθησή μας αρχικώς, δηλαδή της τύχης».
Είναι το ταλέντο που σας οδήγησε και σας βοήθησε να βρείτε τον δρόμο σας; Τι είναι αυτό που καθόρισε τελικώς τον δρόμο που τραβήξατε στη ζωή σας;
«Δύσκολο να εξηγήσει κανείς τέτοια πράγματα. Είναι κάτι το οποίο γίνεται σταδιακά. Στην αρχή το σχέδιο ξεκίνησε σαν ένα νεανικό παιχνίδι, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε δουλειά, αν και είναι δύσκολο να πει κανείς πού σταματάει το παιχνίδι και πού αρχίζει η δουλειά. Ισως το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα παιδί που ενηλικιώνεται είναι να πάρει στα σοβαρά τη δουλειά του. Η δουλειά πρέπει να είναι η προέκταση του παιχνιδιού… Η δουλειά θα πρέπει είναι, αν θέλετε, το παιχνίδι των ενηλίκων».
Πώς είναι να διαπιστώνει κάποιος ότι το παιχνίδι ή η δουλειά με την έννοια που περιγράφετε γίνεται δουλεία;
«Με τον καιρό τα πράγματα αποκτούν άλλη διάσταση. Είναι όπως με τα μαλλιά μας… (γέλια) Οταν αρχίζουμε σιγά σιγά να χάνουμε τα μαλλιά μας, αυτό που στην αρχή ήταν η ευχαρίστησή μας, η γοητεία μας, μετατρέπεται σε δουλεία, σε ελάττωμα που πρέπει να καλύψουμε… Τι να κάνουμε; Αυτή είναι η ζωή».
Πιστεύετε στο ταλέντο;
«Πιστεύω ότι ο καθένας από μας έχει σε γενικές γραμμές κάποιες ικανότητες, τις οποίες εξαρτάται πόσο θα καλλιεργήσει».
Το περιβάλλον για σας μπορεί να παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσουμε τις ικανότητές μας; Μπορεί δηλαδή ή να τις καταργήσει ή να τις τονώσει;
«Σίγουρα».
Εσείς σχεδιάζατε από μικρός, όπως είπατε…
«Ναι, άρχισα να κάνω σχέδια από πολύ μικρός. Μετά, γύρω στα 16-17, άρχισα να προσθέτω και τις λέξεις».
Θυμάστε πώς ήταν τα σχέδια που φτιάχνατε μικρός; Και όταν τα έβλεπαν οι άλλοι τι έλεγαν; Βρίσκανε ότι είχαν ενδιαφέρον;
«Στην αρχή, όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρός, ζωγράφιζα όπως όλα σχεδόν τα παιδιά. Μετά άρχισα να φτιάχνω καουμπόις και τέτοια πράγματα και σιγά σιγά ό,τι έβλεπα γύρω μου ήθελα να το ζωγραφίσω. Αρχισα να χρησιμοποιώ ακουαρέλες… Ξέρετε, από κάποια στιγμή και μετά ήθελα να δοκιμάσω όλα όσα είχαν να κάνουν με το σχέδιο και τη ζωγραφική. Μπορώ να πω ότι όλοι όσοι έβλεπαν αυτά που ζωγράφιζα με ενθάρρυναν».
Οι γονείς σας πώς αντιδρούσαν που σας έβλεπαν ν’ ασχολείστε με αυτά τα πράγματα; Θέλω να πω εκείνοι σας ενθάρρυναν;
«Ναι. Με την έννοια που το λέτε, οι γονείς μου πάντα ήταν στο πλευρό μου».
Μέσα στο σπίτι ποιος ήταν το πιο ισχυρό στοιχείο με την έννοια ότι σας επηρέαζε; Η μητέρα ή ο πατέρας σας;
«Η μητέρα μου ήταν πάντα περισσότερο “παρούσα”. Επειδή οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρός, με τη μητέρα είχα μια σχέση πιο… συνεχή, ας το πούμε έτσι».
Ο χωρισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο διαμορφωθήκατε ως άνθρωπος;
«Πολύ δύσκολο να πω “ναι” ή “όχι”… Γενικώς μου βάζετε δύσκολα, κύριε Λάλα».
Εχω ένα φίλο που λέει ότι για ένα παιδί όταν χωρίζουν οι γονείς του είναι σαν να του κόβουν την αγάπη στη μέση.
«Ε, αυτό το βρίσκω μάλλον υπερβολικό. Πολλά παιδιά χωρισμένων γονιών θέλουν να πιστεύουν ότι το γεγονός αυτό έπαιξε ένα θετικό ή αρνητικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή τους… Εγώ νομίζω ότι η εξέλιξή μας έχει να κάνει με την τύχη περισσότερο και λιγότερο με λογικές ερμηνείες».
Πιστεύετε ότι οι αλλαγές που συμβαίνουν παγκόσμια προαναγγέλλουν και τη μετάλλαξη της έννοιας άνθρωπος;
«Γενικότερα τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Από το 1942, που γεννήθηκα εγώ, νομίζω ότι τίποτε δεν έχει μείνει το ίδιο. Ολα έχουν αλλάξει. Επομένως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δουν τα μάτια μας ακόμη και τα πιο απίθανα». (γέλια)
Γιατί, ενώ ξεκινήσατε σπουδές στην αρχιτεκτονική, δεν τις τελειώσατε;
«Δεν τις τελείωσα επειδή ποτέ μέσα μου δεν πίστεψα ότι τελικώς θα γινόμουν αρχιτέκτονας. Βέβαια η αρχιτεκτονική είναι μια σχολή που και στις καλλιτεχνικές σου ανησυχίες μπορεί να προσφέρει διέξοδο και να σου προσφέρει μια επαγγελματική προοπτική. Εγώ, όπως σας είπα, βαθιά μέσα μου δεν το είχα πιστέψει ότι θα γινόμουν αρχιτέκτονας και, εκτός αυτού, συνέβησαν και κάποια άλλα πράγματα, τα οποία μ’ έκαναν να πάρω άλλο δρόμο στη ζωή μου».
Τι άλλα πράγματα συνέβησαν; Θέλω να πω πώς αποφασίσατε να βγείτε από την ασφάλεια ενός επαγγέλματος όπως η αρχιτεκτονική;
«Στην πραγματικότητα για μένα ποτέ δεν υπήρξε όνειρο η αρχιτεκτονική, αυτό νομίζω ότι σας το ξεκαθάρισα. Απλώς επειδή όλοι, λίγο – πολύ, φροντίζουν να κάνουν κάτι που νομίζουν ότι θα εξασφαλίσει το μέλλον τους, το είχα δει περισσότερο σαν μια επαγγελματική προοπτική. Στην πορεία όμως μου δόθηκε η ευκαιρία να πάω στη Βραζιλία για να δουλέψω σε μια κινηματογραφική παραγωγή, μου ήρθαν σχετικά εύκολα τα πράγματα κι έτσι πολύ απλά διέκοψα τότε τις σπουδές μου. Σχεδόν σε όλη μου τη ζωή τα πράγματα μου συνέβαιναν κατά τύχη, όπως σας είπα. Η ζωή μου είναι μάλλον μια σειρά από συμπτώσεις… Ποτέ δεν έψαξα ιδιαίτερα για την επόμενη κίνησή μου. Κάπως έτσι λοιπόν συνέβη και με τον κινηματογράφο και την εγκατάλειψη των αρχιτεκτονικών σπουδών μου… Ενας φίλος μου είχε πάει τότε στη Ρώμη να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο και η πρώτη του δουλειά ήταν ένα ντοκυμαντέρ σχετικά με τη βραζιλιάνικη λαϊκή μουσική. Με ρώτησε αν ήθελα να πάω να δουλέψω μαζί στο συνεργείο. Θα ήταν ένα μικρό συνεργείο και, ξέρετε, σε ένα συνεργείο με λίγα άτομα όλοι σχεδόν κάνουν τα πάντα. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, χωρίς ποτέ πριν να μου έχει περάσει από το μυαλό ο κινηματογράφος».
Τι είναι για σας η σύμπτωση; Δεν πιστεύετε ότι ο ίδιος ο άνθρωπος ουσιαστικά δημιουργεί τις συμπτώσεις; Υπάρχει μια άποψη που λέει ότι «ο άνθρωπος φτιάχνει την τύχη του»…
«Ναι, αυτό το λέει και μια παροιμία ιταλική. Το πιστεύω κι εγώ… Το ζήτημα είναι πώς φτιάχνει κάποιος την τύχη του».
Πώς τη φτιάχνει; Υπάρχει μυστικό;
«Νομίζω ότι ένας άνθρωπος φτιάχνει την τύχη του όταν δεν πάει κόντρα σε αυτά που του συμβαίνουν. Είναι σαν να είσαι μέσα σε μια βάρκα και ξαφνικά ν’ αλλάζει ο άνεμος και να σε πηγαίνει αλλού. Το θέμα είναι αν μπορείς ν’ αφεθείς στον άνεμο χωρίς να ρωτήσεις “γιατί”. Αν μπορείς δηλαδή ουσιαστικά να εκμεταλλευτείς τη “φορά” του ανέμου».
Δεν φοβάστε ότι ενεργώντας έτσι, χωρίς συγκεκριμένο στόχο, μπορεί και να καταλήξετε σε κάτι που θα είναι οδυνηρό ή αδιάφορο για σας;
«Νομίζω ότι είναι σχεδόν αδύνατον να γίνει κάτι τέτοιο, και αν υπάρχει κάποια πιθανότητα τώρα πια είναι δύσκολο να συμβεί σε μένα. Πιστεύω όμως ότι υπάρχει μια λογική στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται συνήθως τα πράγματα. Το ένα φέρνει το άλλο, ώσπου όλα στο τέλος βρίσκουν τον δρόμο τους και λίγο – πολύ μπαίνουν σε μια τάξη. Παλαιότερα, σαν πιο νέος, ένιωθα λιγότερο φόβο σε σχέση με όλα αυτά».
Δεν πιάσατε ποτέ τον εαυτό σας να βρίσκεται στο δίλημμα «να κάνω αυτό ή το άλλο»;
«Ναι, αλλά ποτέ δεν έφτασα στο σημείο που να είναι για μένα τα πράγματα ή άσπρο ή μαύρο».
Αρα δεν πιστεύετε ότι οι επιλογές είναι αυτές που καθορίζουν τη ζωή μας;
«Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι μπορούμε να μιλάμε με γενικότητες γι’ αυτά τα πράγματα. Μπορεί πάλι να ξεγελάει κανείς τον εαυτό του κι εκεί που λέει “θα κάνω αυτό”, τελικά να κάνει κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Γενικά δεν μου αρέσουν οι βαθυστόχαστες αναλύσεις. Προτιμώ να παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται. Για μένα, όσο περίεργο και αν σας φαίνεται, η επιφάνεια κρύβει το βάθος. Ενας άνθρωπος που έχει καλή σχέση με την επιφάνεια βάζει υποψηφιότητα να συναντηθεί και με το βάθος…».
Η Βραζιλία σάς επηρέασε ως άνθρωπο;
«Ναι, όντως το ένιωσα αυτό γυρνώντας από τη Βραζιλία, δεδομένου ότι ήταν και ένα ταξίδι το οποίο κράτησε περίπου έξι χρόνια, οπότε υπήρχε και ο χρόνος για να μπορέσει να με αλλάξει. Επειτα, υπήρξαν δύο πράγματα τα οποία μ’ επηρέασαν πάρα πολύ. Το ένα είναι ότι ήταν γενικότερα η εποχή των μεγάλων αλλαγών τότε μιλάμε για το 1967-68. Τα πάντα στον κόσμο γύρω μας άλλαζαν. Για μένα ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σ’ επαφή με τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο και η πρώτη φορά που έφευγα από την Ιταλία. Σε λίγο καιρό γυρίσαμε άλλη μια ταινία στη βορειοανατολική Βραζιλία· εκεί είδα και την πιο τραγική πλευρά αυτής της χώρας, η οποία σίγουρα επηρέασε και τον τρόπο με τον οποίο άρχισα να βλέπω τα πράγματα από πολιτική άποψη. Το άλλο είναι ότι οι Βραζιλιάνοι ειδικά οι Βραζιλιάνοι του Ρίο έχουν μια συμπυκνωμένη ειρωνεία στην ομιλία τους, έναν τόσο πνευματώδη τρόπο να μιλάνε, πράγμα που μου δίδαξε πολλά που αποδείχτηκαν ιδιαιτέρως χρήσιμα και στη δουλειά μου».
Υπήρξατε μέλος αυτού του κινήματος της αμφισβήτησης του ’67-’68;
«Θα έλεγα ναι, αλλά μάλλον περιθωριακό μέλος, επειδή είχα ήδη σταματήσει να πηγαίνω στο πανεπιστήμιο οπότε δεν είχα άμεση επαφή με τα πράγματα. Οπωσδήποτε όμως έζησα κι εγώ μέσα στην ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής».
Ενταχθήκατε ποτέ σε κάποιο κόμμα;
«Αν εννοείτε με την έννοια να έχω γραφτεί σε κάποιο κόμμα, όχι, ποτέ».
Κι όμως, υπήρχε μια εποχή που όλοι οι άνθρωποι οι οποίοι ήθελαν να παρέμβουν κοινωνικά έμπαιναν σε κόμματα.
«Ακριβώς· γι’ αυτό κάποια στιγμή τα κόμματα έγιναν τόσα πολλά όσες και οι διαφορετικές απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα. Λίγο έλειψε κάθε άνθρωπος να έχει το δικό του κόμμα… (γέλια) Για μένα ήταν πολύ εύκολο να είναι κάποιος φιλικά προσκείμενος σε αυτά τα κινήματα της εποχής παρά γραμμένος σε κάποιο από τα πολλά κόμματα της εποχής. Αλλωστε, όπως σας είπα, δεν είχαν και ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ τους τα κόμματα τότε».
Γιατί, εφόσον ήσασταν ένας καλός σχεδιαστής, δεν καταλήξατε ένας εικαστικός καλλιτέχνης; Πώς επιλέξατε να ασχοληθείτε με τα κόμικς;
«Στην αρχή το έκανα από περιέργεια· ήθελα να δω πώς μπορεί να συνδυαστεί το σχέδιο με τον γραπτό λόγο αυτό που σας έλεγα προηγουμένως ότι είχα ξεκινήσει να κάνω γύρω στα δεκαεφτά μου. Στη συνέχεια θέλησα να δω αν μπορώ να μιμηθώ κάποιους ανθρώπους που ήταν στον χώρο των κόμικς, τους οποίους θαύμαζα ιδιαίτερα, όπως, για παράδειγμα, τον Ζυλ Φάιφερ. Τουλάχιστον στις πρώτες δουλειές μου είχα προσπαθήσει πάρα πολύ να τον μιμηθώ».
Τι ήταν αυτό που σας άρεσε στον Φάιφερ;
«Μου άρεσε αυτός ο μονόλογος των πρωταγωνιστών, που κοιτάζουν τον αναγνώστη και λίγο-πολύ του μιλάνε για τον τρόπο με τον οποίο εκείνοι βλέπουν τη ζωή. Είναι ένα χαρακτηριστικό, το οποίο μετά υιοθέτησα κι εγώ· και οι δικοί μου ήρωες, αντί να μιλάνε μεταξύ τους, μιλάνε συνήθως στον αναγνώστη».
Εσείς από την αρχή χρησιμοποιήσατε το σκίτσο για να πείτε κάτι που είχατε στο μυαλό σας;
«Κατά κάποιον τρόπο, ναι· όχι τόσο για να δηλώσω μερικά πράγματα, όσο για να εκφράσω κάποιες αμφιβολίες. Και πιστεύω ότι αυτό είναι και το νόημα αυτής της δουλειάς, το να εκφράζει δηλαδή κάποιος τις αμφιβολίες που έχει ως άνθρωπος κυρίως σε σχέση με τον εαυτό του. Η αμφιβολία έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θέση για μένα… Αν ο κόσμος και οι άνθρωποι έχουν γίνει τόσο δύσβατοι, οφείλεται στο ότι οι πάντες καταθέτουν δημόσια τις απόψεις τους, τις θέσεις τους και ελάχιστοι από εμάς καταθέτουμε τις αμφιβολίες μας… Στις αμφιβολίες μας όμως υπάρχει χώρος να συναντηθούμε με τους γύρω μας».
Για σας ο δημιουργός είναι ένας άνθρωπος που δημοσιοποιεί τις αμφιβολίες του; Αυτός είναι ο ρόλος του;
«Εγώ πιστεύω ότι σε ό,τι κάνουμε ως δημιουργοί υπάρχει πάντοτε κι ένας ανεξέλεγκτος παράγοντας. Ξεκινάει κάποιος από μια ιδέα, από μια αμφισβήτηση, από μια παρατήρηση και στη συνέχεια, όταν τα πράγματα αρχίσουν πια να παίρνουν τον δρόμο τους, βγαίνει ξαφνικά από μέσα σου κάτι, το οποίο κι εσύ ο ίδιος απορείς πώς το σκέφθηκες».
Εσείς πώς υιοθετήσατε αυτή τη γραμμή στα σχέδιά σας που σας κάνει αναγνωρίσιμο;
«Στην αρχή λειτουργούσα πολύ επιλεκτικά. Εβγαλα, ας πούμε, ένα άλμπουμ με δυο-τρία σχέδια σε κάθε σελίδα, τα οποία συνοδεύονταν και από κείμενο και ήταν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Μου άρεσε να πειραματίζομαι. Στο τέλος είχαν γίνει σαν τα παιδιά που ώσπου να βρούνε το γραφικό τους χαρακτήρα γράφουν στην αρχή με διάφορους τρόπους πλαγιαστά, ίσια , μιμούνται τους άλλους και στο τέλος καταλήγουν σε έναν αποκλειστικά δικό τους τρόπο γραφής. Ολα αυτά όμως δεν είναι μια επιλογή που έκανα. Είναι κάτι το οποίο απλώς έτσι συνέβη… Από ένα σημείο και μετά σχεδίαζα αυτά τα πράγματα μόνο».
Πώς φθάνουν όλα αυτά που σχεδιάζατε τότε να δημοσιευθούν σε ένα περιοδικό σαν το «Linus»; Πώς έγινε αυτό δηλαδή; Πήγατε, χτυπήσατε την πόρτα και είπατε «γεια σας, έχω αυτά τα σκίτσα… μήπως σας ενδιαφέρουν»;
«Οχι, δεν έγινε έτσι. Είχα γνωρίσει στη Βραζιλία κάποιον, τον Ραβόνι, τον γνωστό πράκτορα δικαιωμάτων διαφόρων καλλιτεχνών στην Ευρώπη, ο οποίος είχε έναν γνωστό στο Μιλάνο. Οταν γνώρισα αυτόν τον τύπο στο Μιλάνο, μου πρότεινε να δείξω τα σχέδια στον Ορέστε ντελ Μπουόνο, ο οποίος ήταν τότε διευθυντής στο “Linus” και εξακολουθεί να είναι ως σήμερα. Πήγα να συναντήσω τον Μπουόνο μαζί με τον Ραβόνι· του δείξαμε τα σχέδια, τα αφήσαμε εκεί και ύστερα από ένα-δύο τεύχη εκείνος τα δημοσίευσε. Μάλιστα, ύστερα από καιρό ο Μπουόνο μού αποκάλυψε ότι την πρώτη φορά που πήγαμε να του δείξουμε σκίτσα μου του είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν ήμουν Ιταλός, νόμιζε ότι είμαι Βραζιλιάνος».
Δηλαδή, αν δεν είχατε συναντήσει τον Ραβόνι στη Βραζιλία, μπορεί σήμερα και να μη σας ξέραμε;
«Πιθανόν· γι’ αυτό σας είπα προηγουμένως για τις συμπτώσεις και για τα όσα συμβαίνουν στη ζωή μας τυχαία. Μπορεί, αν δεν συνέβαιναν έτσι τα πράγματα, να είχα πάρει άλλο δρόμο στη ζωή».
Ο θαυμασμός των άλλων για κάτι που κάνουμε είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως κινητήριος δύναμη για πράγματα που δεν πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε να τα κάνουμε;
«Σίγουρα. Μπορεί βέβαια αυτό να ενισχύει μέσα μας το αίσθημα της ευθύνης, συγχρόνως όμως μας κάνει και πιο απαιτητικούς τόσο απέναντι στον εαυτό μας όσο και σε σχέση με το αποτέλεσμα της δουλειάς μας».
Εχετε περάσει ποτέ από το στάδιο να σκεφθείτε αν αυτά που κάνετε ενδιαφέρουν τους άλλους; Λίγο-πολύ, νομίζω ότι όλοι οι καλλιτέχνες περνάνε μια τέτοια κρίση.
«Κοιτάξτε, συμβαίνει αυτό που λέτε. Απλώς, δεν ισχύει τόσο πολύ για κάποιον που δουλεύει σε μια εφημερίδα ή σε ένα περιοδικό, όπου εκ των πραγμάτων έχει πολύ συχνότερη επαφή με το κοινό και είναι πιο εύκολο να συναντηθεί με κάποιους ανθρώπους που θα του πούνε “είδα αυτό… μου άρεσε… ” ή “δεν μου άρεσε”. Οταν όμως κάποιος ζωγραφίζει και κάνει μία έκθεση τον χρόνο, επειδή είναι πιο απομονωμένος, είναι λογικό να έχει και περισσότερες αμφιβολίες για το πώς η δουλειά του εισπράττεται από τους άλλους».
Σας ενοχλεί όταν κάποιος δει μια δουλειά σας και σας κάνει αρνητική κριτική;
«Εξαρτάται για ποιο λόγο η κριτική είναι αρνητική, όπως εξαρτάται και από το άτομο το οποίο θα την ασκήσει. Σίγουρα δεν είναι κάτι που με αφήνει ήσυχο ή με ευχαριστεί, γιατί, αν μη τι άλλο, σου αφήνει αμφιβολία για το αν εσύ δεν εκφράστηκες καλά ή απλώς δεν καταλαβαίνει ο άλλος».
Πάντως, συχνά έχω την αίσθηση ότι μέσω της δουλειάς σας «στήνετε» ένα δικαστήριο από το οποίο περνάτε τους πάντες… Από τους πολιτικούς της χώρας σας ως και τον απλό αντιπροσωπευτικό Ιταλό. Είναι σαν να λέτε κάτι που δεν τολμάει να πει κανένας άλλος…
«Στην πραγματικότητα δεν μιλάω πολύ για τους πολιτικούς, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν πιστεύω ότι θα άλλαζε τίποτε ή ότι θα έφερνε αποτέλεσμα να μιλάω θίγοντας τα κακώς κείμενα. Περισσότερο με ενδιαφέρει να απελευθερώνομαι σε αυτούς που τους εκλέγουν, σε όλους εμάς δηλαδή ακόμη και στον ίδιο μου τον εαυτό. Νομίζω ότι εμάς θα έπρεπε να αφορά η δίκη που λέτε. Για μένα θα έπρεπε να περνούν από δίκη οι ψηφοφόροι που ψηφίζουν αυτούς τους πολιτικούς και όχι οι πολιτικοί. Οχι ότι θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να κρίνει τους άλλους· ίσα ίσα που σε αυτή τη δίκη στο εδώλιο θα υπήρχε μία θέση μόνιμη και για μένα».
Τι είναι για σας η πολιτική; Και τι θα έπρεπε να είναι που δεν είναι;
«Μα νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι ένας τρόπος για να διευθετούνται τα πράγματα ανάμεσα στους ανθρώπους. Στην πράξη βέβαια, οι πολιτικοί το μόνο που ενδιαφέρονται να διευθετήσουν είναι ό,τι τους αφορά προσωπικά, γι’ αυτό και ο κόσμος αντιμετωπίζει την πολιτική ως κάτι δυσάρεστο. Οι πολιτικοί σήμερα χρησιμοποιούν τη δύναμη της μάζας για προσωπικά οφέλη… Απλώς δημόσια πείθουν ότι τα πάντα τα κάνουν για το καλό των άλλων, με προσωπικό τίμημα… Οσο καλύτερος ηθοποιός είσαι τόσο πιο ψηλά πολιτικά φθάνεις…».
Σας δίνουν δηλαδή την εντύπωση πως έχουν μάθει ένα ρόλο και όταν εμφανίζονται δημόσια το μόνο που προσπαθούν να πουν είναι τα λόγια που τους έχουν γράψει οι συγγραφείς τους;
«Ακριβώς αυτό πιστεύω… Για αυτό σας είπα ότι αυτοί δεν ευθύνονται· ότι γι’ αυτό είμαστε όλοι υπεύθυνοι. Κάποιος ανεβάζει τον ηθοποιό στη σκηνή να παίξει τον ρόλο του. Στην προκειμένη περίπτωση γίνονται εκλογές και αποφασίζουμε εμείς ποιοι θα είναι οι ηθοποιοί που θα παίξουν στο έργο αυτό. Γιατί λοιπόν διαμαρτυρόμαστε, αφού στην ουσία εμείς είμαστε υπεύθυνοι;».
Εχετε νιώσει ποτέ ότι αυτό το οποίο έχετε στα χέρια σας είναι μια μορφή εξουσίας;
«Οχι, ειλικρινά ποτέ δεν είχα αυτή την αίσθηση».
Αυτό είναι όμως… Είναι μια εξουσία…
«Κοιτάξτε, αυτό που προσπαθώ εγώ και κάποιοι άλλοι που κάνουν δουλειά παρόμοια με τη δική μου είναι να δείξουμε μέσα από τη δουλειά μας ότι η αλήθεια των πολιτικών δεν είναι η μόνη αλήθεια και, γενικότερα, να αμφισβητήσουμε την ιδέα της απόλυτης αλήθειας. Για μας η αμφιβολία είναι το μόνο μήνυμα που προσπαθούμε να περάσουμε, γιατί είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να βάλει τους ανθρώπους στη διαδικασία να σκεφθούν. Μόνο η αμφιβολία τρέφει τη σκέψη».
Η συνεχής αμφισβήτηση δεν κινδυνεύει όμως να γίνει ιδεολογία;
«Πιθανόν· δεν μπορώ όμως να απαντήσω πιο συγκεκριμένα, δεν είμαι και ειδικός γύρω από αυτά τα θέματα. Πάντως, σίγουρα είναι κι αυτός ένας τρόπος να βλέπει κάποιος τα πράγματα. Η συνεχής αμφισβήτηση για την αμφισβήτηση περιέχει και κάποιον κίνδυνο… Αυτό είναι αλήθεια».
Θα λέγατε ότι η δουλειά σας εκφράζει μια συγκεκριμένη ιδεολογία;
«Αν με τη λέξη ιδεολογία εννοούμε τη στάση ενός ανθρώπου απέναντι στη ζωή, τότε ναι. Αν όμως αναφέρεστε στην πιο σύνθετη έννοια της λέξης “ιδεολογία”, η οποία φιλοδοξεί να προτείνει λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, όχι δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση. Με τη δουλειά μου δεν προσπαθώ να πω πώς θα έπρεπε να είναι οργανωμένος ο κόσμος, αλλά πώς θα έπρεπε να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι για να αποκτήσει η ζωή τους μεγαλύτερο ενδιαφέρον, για να γίνουν και οι ίδιοι πιο ενδιαφέροντες ως άνθρωποι».
Εσείς έχετε άποψη σχετικά με το πώς θα έπρεπε να είναι οργανωμένος ο κόσμος;
«Σας επαναλαμβάνω ότι εγώ δεν προσπαθώ να πω πώς θα έπρεπε να είναι οργανωμένος ο κόσμος. Απλώς πιστεύω ότι υπάρχουν κάποιες βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου όπως, για παράδειγμα, το να σέβεται τους άλλους, να σέβεται την έννοια της ισότητας, να δείχνει αλληλεγγύη. Γενικά, να μην αφήνει τη συμπεριφορά του να καθορίζεται μόνο από τα ένστικτα και τις παρορμήσεις του. Νομίζω ότι αυτό είναι που δημιουργεί σήμερα και τη διαφορά ανάμεσα στην υπάρχουσα Δεξιά και στην Αριστερά».
Κάποιες αρχές δηλαδή είναι που κάνουν έναν σύγχρονο άνθρωπο να θεωρείται «αριστερός» ή «δεξιός»;
«Ναι, ακριβώς… πιστεύω ότι εκεί φαίνεται η διαφορά. Ολα τα υπόλοιπα αρχίζουν πλέον να μοιάζουν ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους. Οι κανόνες της οικονομίας επιβάλλουν σε όλους να κάνουν τα ίδια σχεδόν πράγματα. Το θέμα είναι αν όλα αυτά τα οικονομικά γίνονται λαμβάνοντας υπόψη αυτά που σας ανέφερα προηγουμένως ως αναγκαία για την ανθρώπινη υπόσταση».
Πιστεύετε ότι το χιούμορ είναι ένας τρόπος να αποφύγουμε τη χυδαιότητα;
«Ναι, γιατί πιστεύω ότι είναι δείγμα σεβασμού και καλής ανατροφής».
Παρεμπιπτόντως, εσείς, έπειτα από τόσα χρόνια, πιστεύετε ότι καλά έκανε και έπεσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός; Στην εποχή μας δεν λείπει το αντίπαλον δέος, όποιο και αν είναι αυτό; Η πτώση του Τείχους δεν σήμανε και την πτώση της ελπίδας;
«Νομίζω ότι η πτώση ήταν κάτι που η ίδια η ιδέα του υπαρκτού σοσιαλισμού εμπεριείχε. Αργά ή γρήγορα, δηλαδή, θα συνέβαινε. Το θέμα είναι ότι κάνουμε λάθος αν πιστεύουμε ότι πέφτοντας το Τείχος γκρεμίζονται και όλα τα υπόλοιπα. Εμείς γκρεμίζοντας το Τείχος βαλθήκαμε να γκρεμίσουμε τα πάντα, ακόμη και εκείνα που αξίζει τον κόπο να μην γκρεμιστούν. Τελικώς γκρεμίσαμε κάτι που ενοχλούσε, αλλά το αντικαταστήσαμε με κάτι όχι και πολύ καλύτερο… Εχει σημασία με τι αντικαθιστούμε αυτό που μας ενοχλεί… Είναι όπως το περίφημο παράδειγμα του παιδιού που καταβρέχεται με βρώμικο νερό δεν ξέρω αν το γνωρίζετε… Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεβρωμίσει επειδή καταβρέχεται με νερό. Πάντως, με τίποτε δεν θα μπορούσα να πω ότι θα ήταν καλύτερα να έχουμε ακόμη το Τείχος. Καταλαβαίνω όμως τι σας προβληματίζει: τότε υπήρχαν κάποιες εγγυήσεις, τις οποίες στη συνέχεια δεν ήρθε να αντικαταστήσει το καινούργιο δεδομένο».
Εσείς, αλήθεια, από πού αντλείτε όλες αυτές τις πληροφορίες πάνω στις οποίες βασίζετε τη δουλειά σας; Γιατί ξέρω ότι είστε ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει επιλέξει να ζει απομονωμένος. Πώς παρακολουθείτε την καθημερινότητα και την επικαιρότητα ζώντας μέσα σε έναν πύργο;
«Από τις εφημερίδες, από την τηλεόραση, από τους ανθρώπους που συναντώ. Δεν πιστεύω ότι δέχεται κανείς διαφορετική πληροφόρηση, ανάλογα με το αν ζει σε μεγάλη ή σε μικρή πόλη τουλάχιστον εδώ, στην Ιταλία, όπου όλα τα μέρη έχουν μετατραπεί πλέον σε ένα είδος μεγαλούπολης. Επειτα πιστεύω ότι είναι σημαντικό εγώ και οι αναγνώστες μου να έχουμε τις ίδιες πηγές πληροφόρησης. Δεν μιλάω τώρα για πράγματα στα οποία έτσι και αλλιώς έχει κάποιος δύσκολη πρόσβαση και μπορεί εγώ να τα μαθαίνω με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ολα τα άλλα είναι λίγο – πολύ τα ίδια και ίσως να είναι και καλύτερα για έναν δημιουργό να επικοινωνεί με το κοινό του δι’ αυτού του τρόπου».
Οποιος παρακολουθεί την πραγματικότητα μέσω της τηλεόρασης είναι σαν να ζει μια εικονική πραγματικότητα;
«Ετσι είναι. Οταν όμως κάποιος είναι υποψιασμένος, σχετικά με αυτό που λέτε, τότε προσέχει. Βλέπει, δηλαδή, την τηλεόραση με άλλα μάτια, ξέρει ότι δεν πρέπει να πιστεύει όλα όσα βλέπει. Τα πράγματα στην εποχή μας έχουν αλλάξει… Είμαστε υποψιασμένοι πια έναντι της τηλεόρασης. Μόνον οι άνθρωποι της τηλεόρασης θεωρούν ότι απευθύνονται σε παμφάγα της πληροφόρησης που δεν ξέρουν τι βλέπουν. Σήμερα, οι περισσότεροι γελούν με αυτά που βλέπουν στην τηλεόραση. Μόνον αυτοί που τα παράγουν νομίζουν ότι τα αντιμετωπίζουμε σοβαρά»
Εσείς πώς καταλήξατε να κάνετε εκτός από τις βινιέτες τις γελοιογραφικές και κόμικς; Εννοώ πώς αρχίζετε πια να σχεδιάζετε ολοκληρωμένες ιστορίες;
«Στην αρχή ήταν κάτι σαν πείραμα, το οποίο στην πορεία πήγε καλά. Η πρώτη ιστορία που δημοσιεύθηκε ήταν ο Κολόμπο, στο περιοδικό “Linus” ξέρετε, αυτές οι μικρές ιστορίες, οι οποίες κάθε φορά αποτελούσαν και ένα κεφάλαιο. Την πρώτη ιστορία του Κολόμπο την είχα πάει τότε στον Ντελ Μπουόνο και εκείνος μου είπε: “Συνεχίζουμε”. Ενώ λοιπόν δημοσιευόταν το ένα, εγώ σχεδίαζα το επόμενο»
Ο Κολόμπο τυχαία σας βγήκε ως ήρωας ή ήταν το αποτέλεσμα μιας σκέψης, στην οποία θέλατε να συνοψίσετε ορισμένα χαρακτηριστικά;
«Αρχισα να κάνω σχέδια του Κολόμπο όταν διάβασα κάπου ένα απόσπασμα από το ημερολόγιό του, του πρώτου ταξιδιού, όπου περιέγραφε εκείνη την ιστορία που ξεγελάει τους ναύτες του, λέγοντάς τους ότι είχαν διανύσει ελάχιστα μίλια, πως ταξίδευαν πολύ αργά, θέλοντας να τους κάνει να πιστέψουν ότι δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από την πατρίδα τους. Μου είχε φανεί πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι κάποιος που έχει αναλάβει μια τόσο μεγάλη αποστολή πρέπει να πει ότι “ουσιαστικά σχεδόν δεν κινούμαστε…”, διαφορετικά οι ναύτες θα ήθελαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, θα φοβόντουσαν να συνεχίσουν το ταξίδι. Θέλησα λοιπόν να ξαναγράψω όλη εκείνη την ιστορία από την αρχή».
Ενα ταξίδι είναι η ζωή;
«Ναι, άλλες φορές πας με τα πόδια βέβαια, άλλες πάλι παίρνεις το τρένο, το αεροπλάνο, το αυτοκίνητο ή μπαίνεις στο μυαλό σου και πας. Οπως τύχει κάθε φορά».
Το γεγονός ότι αυτό το ταξίδι έχει προορισμό του τον θάνατο δεν μας κάνει, λέτε, να το βλέπουμε διαφορετικά;
«Ναι, αλλά, επειδή όπως με τα τρένα δεν ξέρεις ποτέ τι ώρα θα φθάσουν στον προορισμό τους, δεν νομίζω ότι κάθεται κανείς να το σκεφτεί και πολύ. Το ενδιαφέρον με τον θάνατο είναι ότι ξέρουμε πως είναι αναπόφευκτος, αλλά δεν ξέρουμε πότε θα μας επισκεφθεί».
Εσάς, σας απασχολεί αυτή η ιδέα του τέλους;
«Με απασχολεί όπως όλους όχι όμως το τέλος αυτό καθεαυτό, αλλά το πώς φθάνει κανείς ως εκεί. Για μένα, αλλά και για κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο, νομίζω ότι αυτό έχει μεγάλη σημασία. Το τέλος είναι η απόδειξη της ζωής που κάναμε».
Σε μια ιστορία είναι πιο δύσκολη η αρχή ή το τέλος της για σας;
«Σίγουρα το τέλος. Η αρχή συνήθως είναι πολύ εύκολη, όλες οι πιθανότητες είναι ανοικτές. Εκτός αυτού είναι και πιο διασκεδαστική, επειδή έχει να κάνει με την ανακάλυψη και τη δημιουργία. Το τέλος πάντα είναι πιο δύσκολο, είναι πολύ λίγες οι φορές που μια ιστορία έχει ωραίο τέλος».
Κάτι που πάντα ήθελα να σας ρωτήσω, σε περίπτωση που σας συναντούσα, είναι σχετικά με την Αντα και τον Κολόμπο, από τη στιγμή που τελείωσαν αυτές οι ιστορίες, δεν νιώθετε να σας λείπουν αυτοί οι ήρωες;
«Βεβαίως και μου λείπουν, αλλά το πρόβλημα είναι καθαρά θέμα χρόνου. Για να δουλέψω πάνω σε μια μεγάλη ιστορία χρειάζομαι χρόνο, για να μπορώ να μπαίνω μέσα σε αυτή, να ασχολούμαι τουλάχιστον δέκα ημέρες τον μήνα, εκείνες τις ημέρες να μη σκέπτομαι τίποτε άλλο. Τώρα, με τις υπόλοιπες δουλειές μου, δεν μου μένει και πολύς χρόνος για να μπορώ να συγκεντρώνομαι τόσο πολύ».
Σαν να λέμε δηλαδή, σας έχει πάρει από κάτω ο χρόνος…(γέλια).
«Ναι, συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται να κάνεις μια επιλογή. Η επιλογή είναι αυτή που μας τακτοποιεί έναντι της χαμαιλεοντικής διάθεσης του χρόνου».
Βγαίνετε έξω με τους ήρωές σας τώρα πια; Τους κάνετε ποτέ το τραπέζι; Εννοώ στον Κολόμπο και στην Αντα;
(γέλια). «Οχι, αλλά όταν τους σχεδίαζα, μπορεί να ξυπνούσα το πρωί και στο μυαλό μου να είχα τη λύση σε κάποιο από τα προβλήματά τους ή να σκεφτόμουν, ας πούμε, σε κάποια στιγμή «να, ο Κολόμπο τώρα θα σκεφτόταν αυτό ή θα έλεγε το άλλο». Αυτά όμως τα σκέφτεσαι όταν δεν έχεις άλλα πράγματα να παρεμβαίνουν στη σκέψη σου».
Σας έχει συμβεί κάποτε να μην μπαίνει στο στόμα του ήρωά σας κάτι που προσπαθείτε να του βάλετε στο στόμα;
«Ναι, μου έχει συμβεί· το πρόσωπο δηλαδή να μην ταιριάζει με τα λόγια. Οπότε ή αλλάζω τα λόγια ή φτιάχνω ένα άλλο πρόσωπο που να μπορεί να τα πει».
Θα μπορούσατε για τον κάθε ήρωά σας να δώσετε ένα βιογραφικό; Το έχετε κάνει ποτέ αυτό;
«Οχι».
Αρα, για σας δεν είναι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Αλλάζουν δηλαδή με τον καιρό;
«Ναι, πιστεύω ότι αλλάζουν, όπως αλλάζουμε και εμείς άλλωστε. Υπάρχει όμως ένα νήμα που τους συνδέει. Για μένα είναι τα πρόσωπα μιας ιστορίας, της οποίας το σενάριο δεν είναι ολοκληρωμένο. Ας πούμε ότι οι ήρωες της ιστορίας αυτής αυτοσχεδιάζουν».
Θα λέγατε ότι οι ήρωές σας είναι άνθρωποι οι οποίοι συνδυάζουν την ευφυΐα με με την ευαισθησία;
«Θα έλεγα ότι τους χαρακτηρίζει ένα είδος εγκεφαλικής τεμπελιάς».
Αυτό είναι λέτε το χαρακτηριστικό που τους κάνει να γοητεύουν τον αναγνώστη; Στους ήρωές σας, δηλαδή, οι άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους ή κάτι που στην πραγματικότητα δεν θα ήθελαν να είναι;
«Πιστεύω ότι πολλοί στους ήρωες των ιστοριών μου όντως αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Από την άλλη όμως κάνουν και μία προσπάθεια να μην είναι ακριβώς έτσι, οπότε μάλλον αυτό τους βοηθάει να νιώθουν ότι είναι κάπως καλύτεροι».
Εχετε σκεφτεί ποτέ ότι κάνετε μία τέχνη, η οποία ενδεχομένως να μην έχει τη δυνατότητα, όπως οι άλλες μορφές τέχνης, να αντέξει στον χρόνο;
«Οχι, είναι κάτι που δεν με απασχολεί καθόλου».
Θα λέγατε ότι η τέχνη σας είναι εξίσου σημαντική με τις υπόλοιπες τέχνες; Ας πούμε με τη ζωγραφική. Για σας υπάρχει μεγάλη και μικρή τέχνη;
«Πιστεύω ότι ο τρόπος τον οποίο επιλέγει κανείς για να επικοινωνήσει με τους άλλους έχει διάφορα επίπεδα. Στο πλαίσιο δηλαδή της ίδιας γλώσσας υπάρχουν ανώτερα και κατώτερα επίπεδα επικοινωνίας».
Εχετε καταλάβει τι είναι αυτό που κρύβουν μέσα τους ορισμένα πράγματα και αντέχουν για αιώνες;
«Οχι, προσωπικά δεν το έχω καταλάβει. Και δεν έχω προσπαθήσει να καταλάβω γιατί. Όλοι όμως ξέρουμε ότι συμβαίνει, οπότε το παίρνουμε ως κάτι δεδομένο».
Ασχολείστε και με τα σχέδια για παιδιά; Πώς αυτό;
«Ξεκίνησε ως ένα παιχνίδι με την κόρη μου όταν ήταν πολύ μικρή δύο-τριών ετών… Μετά εκείνη μεγάλωσε και εγώ συνέχισα να φτιάχνω τέτοια σχέδια».
Υπάρχει κάτι που χάνει ένας άνθρωπος από την παιδική του ηλικία, όταν ενηλικιώνεται;
«Προσωπικά, για να μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά, έπρεπε μέσα μου να παραμείνω παιδί και νομίζω ότι ως ένα σημείο το κατάφερα, με όλα τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται. Ολοι μας έχουμε ανάγκη αυτή την επαφή με το παιδί που κρύβουμε μέσα μας, με την αθωότητα κατά κάποιον τρόπο, με την ποιητική πλευρά της ζωής»
Η ποίηση έχει σχέση με την αθωότητα;
«Η ποίηση είναι η έκπληξη που εκπέμπουν τα πράγματα».
Υπάρχουν άνθρωποι από κάποιους χώρους για τους οποίους να νιώθετε φανατικός με τη δουλειά τους; Κατ’ αρχάς διαβάζετε; Και κατά δεύτερο λόγο ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας;
«Κοιτάξτε, εγώ διάβαζα πολύ όταν ήμουν νέος. Τώρα πλέον δεν έχω πια και τόσο πολύ χρόνο για διάβασμα».
Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που προτιμάτε ακόμη και τώρα να διαβάζετε;
«Υπάρχουν, αλλά αν αρχίσω τώρα να τους κατονομάζω μπορεί να ξεχάσω κάποιους, οι οποίοι είναι πολύ σημαντικοί και μετά να το μετανιώσω. Ναι, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που προτιμώ να διαβάζω, αλλά δεν θα ήθελα να μπω τώρα στη διαδικασία να φτιάξω μια λίστα με ονόματα».
Υπηρετούμε τις έμμονες ιδέες μας, κάνοντας όλα αυτά που κάνουμε;
«Τι να σας πω, ειλικρινά δεν ξέρω ποιος είναι ο λόγος που μας οδηγεί να κάνουμε κάτι».
Πάντως οι ήρωές σας δίνουν την εντύπωση ότι βασίζονται πάρα πολύ σε μια εμμονή.
«Εχω κάποιες ιδέες και δεν μπορώ να μην τις εκφράζω σε ό,τι και αν κάνω, αλλά δεν είναι κάτι που βγαίνει εσκεμμένα από μέσα μου· δεν το σκέφτομαι δηλαδή έτσι».
Οταν σχεδιάζετε, έχετε στο μυαλό σας έναν συγκεκριμένο τύπο αναγνώστη, ο οποίος θα διαβάσει αυτό που κάνετε;
«Οχι, η στιγμή που δημιουργώ κάτι είναι μια στιγμή εντελώς προσωπική, μια καθαρά εσωτερική διαδικασία».
Σας ευχαριστώ πολύ που μου προσφέρατε αυτή τη σπάνια απόλαυση να μιλήσω μαζί σας.
«Και εγώ… Τελικώς, είχαν δίκιο αυτοί που μου μίλησαν για σας…».
