Στις 2 Απριλίου 2018 ένα ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «New York Post» προκάλεσε πραγματικό σοκ στον χώρο της μόδας και όχι μόνο. Η είδηση ήθελε την εκρηκτική Αννα Γουίντουρ, τη «σιδηρά κυρία» της αμερικανικής «Vogue» επί 30 ολόκληρα χρόνια, να αποχωρεί από τη θέση της το προσεχές καλοκαίρι, αφού ολοκληρώσει πρώτα το τεύχος Σεπτεμβρίου, το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό της χρονιάς (η προετοιμασία του τόμου-πρόκληση για το 2007 έγινε αντικείμενο αποκαλυπτικού ντοκιμαντέρ πριν από εννέα χρόνια). Η αλήθεια είναι πως η σχετική φήμη κυκλοφορούσε εδώ και αρκετούς μήνες, ωστόσο πριν από το συγκεκριμένο δημοσίευμα ουδείς είχε τολμήσει να προχωρήσει πέρα από το επίπεδο του ψιθύρου. Ποιος είναι άραγε αυτός που μπορεί να φανταστεί τον χώρο της μόδας χωρίς τον επιδραστικότερο παράγοντά της στα media από την εποχή της θρυλικής Νταϊάνα Βρίλαντ; Χωρίς τη γυναίκα που διαμόρφωσε όχι μόνο τους κανόνες του παιχνιδιού στον κόσμο της λάμψης και της ομορφιάς αλλά και τις νόρμες του ίδιου του ενδυματολογικού κώδικα και της έννοιας της φήμης από την εποχή που οι περισσότεροι από εμάς θυμόμαστε τον εαυτό μας;
Παρά το γεγονός ότι ο ιστορικός δημοσιογραφικός όμιλος Condé Nast που εκδίδει τη «Vogue» και πλήθος εμβληματικούς τίτλους («GQ», «The New Yorker», «Vanity Fair», «W», «Wired» κ.ά.) μετρώντας 164.000.000 καταναλωτές περιεχομένου –στον οποίο η 68χρονη Γουίντουρ κατέχει επίσης τη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας την τελευταία πενταετία –αρνήθηκε το δημοσίευμα σε υψηλούς τόνους, ο θόρυβος συνεχίστηκε. Μήπως άλλωστε είναι η πρώτη φορά που μια είδηση διαψεύδεται άμα τη δημοσιεύσει της μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί λίγο αργότερα;
Παρ’ όλα αυτά, πώς προέκυψε η ιστορία και τι θα μπορούσε να σημαίνει ακριβώς; «Ισως είναι πραγματικά η πρώτη φορά στη διάρκεια ενός μεγάλου διαστήματος, μπορεί και η πρώτη φορά γενικώς, που οι άνθρωποι αρχίζουν να διασκεδάζουν στο ενδεχόμενο ενός κόσμου της μόδας χωρίς την Αννα» έγραψαν πρόσφατα οι «New York Times» διαψεύδοντας με τη σειρά τους ότι η Γουίντουρ έχει ήδη συμφωνήσει με την εφημερίδα να της παραχωρήσει την αποχαιρετιστήρια συνέντευξή της. Το άρθρο επισημαίνει πως το χάος και η αναστάτωση που θα προκληθούν σε αυτή την πιθανότητα ίσως δεν είναι κάτι απαραιτήτως κακό στην παρούσα φάση των ευρύτερων αλλαγών, τόσο στη μόδα όσο και στα media.
Γνωστή για τα μεγάλα σκούρα γυαλιά της (τα οποία ορισμένοι ισχυρίζονται ότι δεν αποτελούν απλώς σήμα κατατεθέν της αλλά ότι παράλληλα πίσω τους κρύβεται μια κληρονομική οφθαλμική πάθηση), τα ψηλά τακούνια, το bob κούρεμα –το οποίο υιοθέτησε στην εφηβεία της και έκτοτε ελάχιστα διαφοροποίησε –και κυρίως την απόμακρη συμπεριφορά της, η Γουίντουρ συγκέντρωσε τόση εξουσία στο προσκήνιο αλλά και στο παρασκήνιο τα τελευταία 30 χρόνια ώστε είναι πραγματικά δύσκολο να αναλύσει κανείς το εύρος της επιρροής της, να τοποθετήσει τη θητεία της σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.
Αν επιβεβαιωθεί η αποχώρησή της, «τα κομμάτια τα οποία προηγουμένως αποτελούσαν τμήμα του προσωπικού δικτύου ισχύος της θα διαλυθούν προτού προλάβουν να επανασυγκολληθούν σε μια νέα τάξη πραγμάτων. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι δεν θα επηρεαστούν μόνο τα περιοδικά με τις ιλουστρασιόν σελίδες αλλά ολόκληρο το σημερινό κατεστημένο του χώρου και το βιομηχανικό σύμπλεγμα το οποίο βασίζεται στο τρίπτυχο Χόλιγουντ-σπορ-μόδα» έγραψαν χαρακτηριστικά οι «New York Times». Το σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον Χάρβεϊ Γουάινστιν, φίλο και συνεργάτη της Γουίντουρ, αλλά και το γεγονός ότι η «Vogue» αναγκάστηκε να παγώσει τη συνεργασία της με τρεις από τους πιο προβεβλημένους φωτογράφους μόδας, τον Μπρους Γουέμπερ, τον Μάριο Τεστίνο και τον Πάτρικ Ντεμαρσελιέ, για παρόμοιους λόγους, ίσως δεν είναι άσχετο με τη συγκεκριμένη επισήμανση…

Απλώς αναντικατάστατη

Μερίδα του αμερικανικού Τύπου υποστηρίζει πως το ερώτημα δεν είναι εάν θα αποχωρήσει πράγματι η Γουίντουρ: αυτό θα γίνει οπωσδήποτε, με δεδομένο ότι ο μοναδικός στον χώρο της μόδας ο οποίος έχει εξασφαλίσει τη μονιμότητά του σε μια μη ιδιόκτητη φίρμα είναι ο Καρλ Λάγκερφελντ, ο οποίος διαθέτει ισόβιο συμβόλαιο με τον οίκο Chanel. Το πραγματικό ερώτημα είναι το πότε και, κυρίως, το πώς θα αποχωρήσει. Το δημοσίευμα της «New York Post» ανέφερε μάλιστα και το όνομα του επικρατέστερου διαδόχου της, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον νέο διευθυντή σύνταξης της βρετανικής «Vogue», Εντουαρντ Ενινφουλ.
Τις επόμενες ημέρες τα διαδικτυακά μέσα «έπαιξαν» –με αρκετή δόση χιούμορ, είναι αλήθεια –τα πιο παράδοξα ονόματα που θα μπορούσαν να την αντικαταστήσουν: από τη Βικτόρια Μπέκαμ και τη Σάρα Τζέσικα Πάρκερ έως τη Μέριλ Στριπ η οποία ερμήνευσε τον ρόλο της Μιράντα Πρίστλεϊ στην περίφημη ταινία «Ο Διάβολος φοράει Prada» (2006) που βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο της Λόρεν Γουάιζμπεργκερ, πρώην βοηθού της Γουίντουρ στη «Vogue», με την ηρωίδα να εμφανίζει πολλά κοινά με την Αννα και δη ως προς την απαιτητικότητά της απέναντι στους συνεργάτες της. Η τελευταία εμφανίστηκε στην πρεμιέρα της ταινίας φορώντας όντως Prada, πράγμα που έκανε κάμποσους να παραδεχθούν ότι δεν της λείπει τελικά το χιούμορ, όπως γενικότερα θρυλείται…
Ωστόσο, έτερη μερίδα του αμερικανικού Τύπου υποστηρίζει πως, όποιος και αν είναι τελικά ο αντικαταστάτης, όποτε έρθει η στιγμή, στην πραγματικότητα η Γουίντουρ είναι αναντικατάστατη. Η εξουσία την οποία κατάφερε να συσσωρεύσει στο «τιμόνι» της «Vogue, η πολιτιστική, οικονομική αλλά και πολιτική βαρύτητα, είναι πλέον αδύνατον να επαναληφθεί για οποιονδήποτε επικεφαλής μιας έντυπης έκδοσης, όσο ταλαντούχος, αποφασιστικός, δικτυωμένος ή ακόμα και «εκφοβιστικός» μπορεί να είναι. Οταν η Γουίντουρ ανέλαβε το «τιμόνι» της «Vogue» το 1988, τα περιοδικά ήταν, αν όχι ο αποκλειστικός, σίγουρα ο κυρίαρχος δίαυλος της επικοινωνίας του κοινού με τους σχεδιαστές μόδας. Αν μια διευθύντρια δεν επιδοκίμαζε τη νέα τους συλλογή, απλώς ο κόσμος δεν την έβλεπε. Παρ’ όλο που υπήρχαν ασφαλώς και άλλα περιοδικά, η «Vogue» υπό τη Γουίντουρ εξελίχθηκε σε απόλυτη βίβλο της μόδας. Ο θρύλος ήθελε τους σχεδιαστές να τη συμβουλεύονται προτού παρουσιάσουν τις συλλογές τους και η αποδοχή της ήταν καθοριστική…

Το τεύχος Σεπτεμβρίου 2007 της «Vogue», η προετοιμασία του οποίου «καταγράφηκε» σε ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε δύο χρόνια αργότερα, ζύγιζε περί τα δυόμισι κιλά, περιλαμβάνοντας 840 σελίδες, οι 727 εκ των οποίων διαφημίσεις. Το εν λόγω ντοκιμαντέρ αποτύπωσε χαρακτηριστικά την κυριαρχία της Γουίντουρ λίγο προτού τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιφέρουν τεκτονικές αλλαγές (και) στον κόσμο της μόδας. Ενα χαμόγελο της «Βασίλισσας του Πάγου» –ένας μόνο από τους πολλούς χαρακτηρισμούς που καυτηριάζουν τον απόμακρο χαρακτήρα της –
μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο τρελού ανταγωνισμού των paparazzi. Σήμερα, όπως εύστοχα επισημαίνει ο αμερικανικός Τύπος, είναι πολύ πιο εύκολο να κερδίσεις την προσοχή των media, αφού το Ιnstagram προσφέρει στους σχεδιαστές και σε όλους όσοι κινούνται στον κόσμο της μόδας άμεση επικοινωνία με το κοινό. Η ίδια η «Vogue» άλλωστε μοιάζει να υποκύπτει στη γοητεία των πρωταγωνιστών των social media παραχωρώντας τους όλο και περισσότερο χώρο στα εξώφυλλά της…

Μέσα από αυτό το πρίσμα, όποιος και να αναλάβει τα ηνία όταν η Γουίντουρ αποχωρήσει θα κληθεί να λειτουργήσει σε ένα εντελώς νέο τοπίο, όπου ούτε η θέση ούτε το ίδιο το περιοδικό θα απολαμβάνουν την ισχύ και την αίγλη που κάποτε είχαν. Η εποχή του αποκλειστικού «κριτή του στυλ» μάλλον έχει πλέον παρέλθει…

Το κορίτσι του μπαμπά

Γεννημένη στις 3 Νοεμβρίου 1949 στο Λονδίνο, η επικεφαλής της «Vogue» είναι η μεγαλύτερη κόρη του Τσαρλς Γουίντουρ, βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και διευθυντή της εφημερίδας «Evening Standard». Ο τελευταίος την «έσπρωξε» στον χώρο της μόδας και πολλοί λένε πως η ψυχρή συμπεριφορά της είναι «κληρονομιά» από τον γεννήτορά της, ο οποίος πέρα από επιτυχημένος μάνατζερ ήταν παράλληλα γνωστός στον περίγυρό του ως «Chilly Charlie» («Ψυχρός Τσάρλι»). Η ίδια ουδέποτε προσπάθησε να αρνηθεί τις επιρροές της. «Οι άνθρωποι ανταποκρίνονται καλά σε αυτούς που ξέρουν τι θέλουν» δήλωνε πριν από μερικά χρόνια σε τηλεοπτική της εμφάνιση.
Δεν θέλησε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Η κοινωνική ζωή της βρετανικής πρωτεύουσας τη δεκαετία του ’60 τη συγκινούσε ιδιαίτερα. Σύχναζε στα ίδια κλαμπ με τους εκπροσώπους της ποπ κουλτούρας, ανάμεσά τους τα μέλη των Beatles και των Rolling Stones. Η πρώτη της δουλειά στη μόδα ήταν το 1970 στο περιοδικό «Harper’s & Queen» του Λονδίνου. Τα επόμενα χρόνια εξελίχθηκε απασχολούμενη σε διάφορα έντυπα τόσο στη βρετανική πρωτεύουσα όσο και στη Νέα Υόρκη, όπου μετακόμισε στα μέσα των 70s προκειμένου να εργαστεί ως συντάκτρια μόδας στο «Harper’s Bazaar». Αργότερα το εγκατέλειψε για μια θέση στο «Viva», ένα τολμηρό γυναικείο περιοδικό που ανήκε στο ίδιο portfolio με το «Penthouse». Εκεί η Γουίντουρ απέκτησε για πρώτη φορά προσωπικό βοηθό και ξόδεψε πολλά χρήματα σε φωτογραφίσεις, διοργανώνοντας ακριβά ταξίδια σε μέρη όπως η Καραϊβική και η Ιαπωνία.
Το 1981 βρήκε μια θέση στο περιοδικό «New York» όπου από την αρχή έδωσε το στίγμα του στυλ και της αισθητικής της μεταφέροντας μια περίτεχνη καρέκλα δικής της επιλογής στο γραφείο της. Στα μέσα των 80s, λίγο μετά τον γάμο της με τον νοτιοαφρικανό ψυχίατρο Ντέιβιντ Σάφερ, με τον οποίο απέκτησε τα δύο της παιδιά (έναν γιο και μία κόρη), επέστρεψε στο Λονδίνο ως διευθύντρια σύνταξης της βρετανικής «Vogue». Φυσικά, είχε τις ιδέες της σχετικά με τις μελλοντικές κατευθύνσεις του περιοδικού. «Θέλω τη «Vogue» τολμηρή και σέξι… Δεν με ενδιαφέρουν οι ζάπλουτες ούτε οι ατελείωτα αργόσχολες. Θέλω οι αναγνώστριές μας να είναι οι δυναμικές γυναίκες-στελέχη, με τα δικά τους χρήματα και ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων» δήλωνε στην «Daily Telegraph». «Εκεί έξω υπάρχει ένας νέος τύπος γυναίκας. Ενδιαφέρεται για τις επιχειρήσεις και τα χρήματα. Δεν έχει χρόνο για ψώνια πλέον. Θέλει να ξέρει τι και γιατί, πού και πώς» συνέχιζε.
Το επόμενο «στοίχημά» της ήταν το περιοδικό «House & Garden» το 1987, του οποίου τον τίτλο περιόρισε την άνοιξη του 1988 στα αρχικά των δύο λέξεων και «κατάφερε» να ματαιώσει ήδη πληρωμένες φωτογραφίες και ρεπορτάζ αξίας σχεδόν 2 εκατ. δολαρίων. Το γεγονός αυτό την έθεσε στο στόχαστρο των ανταγωνιστών της εντός της Condé Nast, ωστόσο οι ανώτεροί της τη στήριξαν και την εμπιστεύθηκαν προσφέροντάς της –εκτός από έναν άκρως εντυπωσιακό μισθό και επιπλέον χρήματα για ρούχα και άλλα έξοδα –και τη δυνατότητα να πετά με Κονκόρντ μεταξύ Νέας Υόρκης-Λονδίνου προκειμένου να βλέπει τον σύζυγό της –μερικά χρόνια αργότερα, το 1999, τον εγκατέλειψε. Κάποιοι λένε ότι είχε ήδη ερωτευθεί τον νυν σύντροφό της, τον τεξανό επενδυτή Σέλμπι Μπράιαν, και υποστηρίζουν πως χάρη στην ευεργετική επίδρασή του ο χαρακτήρας της «μαλάκωσε» και έκτοτε άρχισε να χαμογελά περισσότερο…

Το τέλος των super models

Οταν τελικά ανέλαβε την αμερικανική «Vogue» το 1988, το περιοδικό βρισκόταν σε μια κρίσιμη καμπή: παρέμενε στάσιμο σε κυκλοφορία (περί τα 1,2 εκατ. τεύχη μηνιαίως) σε σχέση με το νεοεκδοθέν τότε «Elle» που είχε ήδη κερδίσει 850.000 αναγνώστες στα πρώτα τρία χρόνια κυκλοφορίας του. Στη Γουίντουρ δόθηκε απόλυτη ελευθερία να ανανεώσει το περιοδικό και στις τρεις δεκαετίες της «βασιλείας» της αναμφίβολα τα κατάφερε. Εθεσε τέλος στην εποχή των σούπερ μόντελ προτιμώντας αντ’ αυτών celebrities από τον χώρο του θεάματος για τα εξώφυλλα του περιοδικού.
Παράλληλα, ήταν η πρώτη η οποία πραγματικά ανέμειξε πανάκριβα με οικονομικά κομμάτια στις φωτογραφίσεις της ενώ παράλληλα, παρότι κατά καιρούς το έχει αρνηθεί, προώθησε νεότερους σχεδιαστές. Επαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάδειξη ονομάτων όπως ο Μαρκ Τζέικομπς και ο Αλεξάντερ Μακ Κουίν και έγινε γνωστή για το θάρρος της γνώμης της. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις υπήρξαν η υπόδειξή της στην Οπρα Γουίνφρεϊ να χάσει 10 κιλά προκειμένου να γίνει εξώφυλλο στη «Vogue», η επιμονή της στη χρήση φυσικής γούνας, γεγονός που έχει θέσει επανειλημμένως σε κίνδυνο ακόμα και τη σωματική της ακεραιότητα από τους ακτιβιστές, αλλά και η επίθεσή της το 2008 στη Χίλαρι Κλίντον από τις σελίδες του περιοδικού όταν η τελευταία «σνόμπαρε» τη «Vogue» φοβούμενη μήπως εμφανιστεί πολύ «θηλυκή» και αυτό υπονομεύσει τις βλέψεις της για το Οβάλ Γραφείο.
«H άποψη ότι η σύγχρονη γυναίκα οφείλει να υιοθετεί ανδρικούς τρόπους ώστε να λαμβάνεται υπόψη σοβαρά ως διεκδικήτρια της εξουσίας είναι πραγματικά τρομακτική» έγραψε η Γουίντουρ. «Εδώ είναι ΗΠΑ, όχι Σαουδική Αραβία. Επίσης, βρισκόμαστε στο 2008. Η Μάργκαρετ Θάτσερ έδειχνε ίσως καταπληκτική με ένα αυστηρό μπλε κοστούμι, αλλά αυτό ήταν 20 χρόνια πριν. Και πιστεύω πως οι Αμερικανοί έχουν απομακρυνθεί από τη νοοτροπία του κοστουμιού…».
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ίδια η Γουίντουρ επιθυμεί να αποχωρήσει από τη «Vogue» αναζητώντας μια καινούργια πρόκληση: την τοποθέτησή της ως πρέσβειρας των ΗΠΑ στη Γαλλία ή στη Βρετανία. Το ενδεχόμενο αυτό έχει επίσης διαψευστεί από ισχυρούς πολιτικούς κύκλους, ωστόσο κατά καιρούς η φήμη επιστρέφει. Η Γουίντουρ έχει πολυετείς δεσμούς με το κόμμα των Δημοκρατικών: ήταν μία από τις μεγαλύτερες fundraisers των προεκλογικών εκστρατειών του Μπαράκ Ομπάμα και αργότερα της Χίλαρι Κλίντον (περασμένα ξεχασμένα).
Αντίστοιχες επιδόσεις στη συλλογή χρημάτων επέδειξε και στην περίπτωση του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, σε βαθμό τέτοιον ώστε σήμερα το Ινστιτούτο Κοστουμιού του Ιδρύματος να φέρει τιμητικά το όνομά της (The Anna Wintour Costume Center). Το περίφημο Met Gala που διοργανώνεται υπό την επίβλεψή της και εφέτος έχει προγραμματιστεί για τη Δευτέρα 7 Μαΐου αποτελεί παραδοσιακά τη λαμπερότερη ετήσια συγκέντρωση ανθρώπων της τέχνης, των επιχειρήσεων, του αθλητισμού και της μόδας στην Ανατολική Ακτή (κάτι αντίστοιχο με τα Οσκαρ της Δυτικής), οι οποίοι πληρώνουν αδρά για μία πρόσκληση. Πέρυσι η Γουίντουρ βρέθηκε για μία ακόμα φορά στο επίκεντρο, δηλώνοντας ότι δεν πρόκειται να ξανακαλέσει τον Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, υπό το φως των νέων εξελίξεων, τα πραγματικά σπουδαία ίσως να βρίσκονται μπροστά μας…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ