«Αυτό που λείπει απ’ όλους µας είναι η φαντασία» έλεγε σε κάθε τόνο της τέχνης του ο σπουδαίος Μαν Ρέι που αυτό το καλοκαίρι «παραθερίζει» στη Χώρα της Ανδρου, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ανάμεσα στα «Πρόσωπα της γυναίκας». Πίνακες, χαρακτικά, σχέδια, γλυπτά, φωτογραφίες –ανάμεσά τους το εμβληματικό «Βιολί του Ingres», η «Προσευχή», η «Αγκαλιά», το «Σώμα με σώμα» –αναδίδουν την ανατρεπτική ευφυΐα ενός καλλιτέχνη που μας μαθαίνει πώς να μπλέκουμε γοητευτικά το καλλιτεχνικό βλέμμα με το ερωτικό χάδι. «Αναχώρηση για το θέρος» λεγόταν ένα σχέδιο σε μελάνι, το τελευταίο έργο του Μαν Ρέι στο οποίο κοντοσταθήκαμε λίγο παραπάνω, προτού αποχαιρετήσουμε το εσωτερικό περιβάλλον της απόλυτα θηλυκής τέχνης του και βρεθούμε στο εξωτερικό περιβάλλον ενός νησιού που η λεπτότητα και η αρχοντιά ρέουν στις φλέβες του όπως ακριβώς οι καταρράκτες του φωτός κυλούν από τα μύρια σκαλοπάτια έξω από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, κάθετα στη γραμμή της Παναγίας Θαλασσινής, προς τη ζωηρή και ανήσυχη θάλασσα.
«Αγαπημένε μου Ανδρέα», ψιθυρίζει ο Οδυσσέας Ελύτης στο αφτί του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Επί τέλους, να βρίσκεται ή όχι στη ζωή κανείς, όπως λέει κι ο Μπρετόν, είναι μια φανταστική υπόθεση». Μαν Ρέι, Ανδρέας Εμπειρίκος, Οδυσσέας Ελύτης. Τόσο στενοί συγγενείς, αγκαλιασμένοι από το περιβάλλον της Ανδρου: «Ω αν ήταν δυνατόν ένα βότσαλο, κει που γυαλοκοπά καθώς αποτραβιέται το κύμα, ν’ αποκτήσει συνείδηση, πώς θα μας καταλάβαινε!». Και να σου ο μικρός Φίλιππος στα σκαλιά του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, με τη δική του εικαστική ματιά: «Θέλετε ένα αναμνηστικό από την Ανδρο; Είμαστε κάτι παιδιά που ζωγραφίσαμε πέτρες και τις πουλάμε». Ζωγραφισμένα βότσαλα, μια πιο άδολη εκδοχή της φαντασίας. Δώσε μας όλα αυτά που έχουν επάνω τους ζωγραφισμένα ψαράκια, όπως αυτό μπροστά από την Παναγία Θαλασσινή…
Κάθε φορά που σεργιανώ στη μέση οδό της Χώρας, από τη θαυμάσια Καΐρειο Βιβλιοθήκη, ως τον ανδριάντα του Αφανούς Ναύτη του Μιχάλη Τόμπρου, όλο και περισσότερο κερδίζει χώρο στον νου μου ότι διασχίζω το περιβάλλον της μνήμης της Ανδρου. Αυτό ακριβώς τόνιζε η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά στο εσωτερικό ενός από τα αρχοντικά στην αρχή του κεντρικού δρόμου, όπου τώρα στεγάζεται ο εκθεσιακός χώρος του Ιδρύματος Κυδωνιέως: «Στην Ανδρο το περιβάλλον δεν είναι ντεκόρ, αλλά μνήμη. Μια μέθοδος αυτοσυνειδησίας». Οι 21οι «Πλόες» ξεκινούν το ταξίδι τους με τα «Νηπενθή και εωθινά». Εντεκα ζωγράφοι –Χρύσα Βέργη, Σάββας Γεωργιάδης, Πέρης Ιερεμιάδης, Αντιγόνη Καββαθά, Μάρκος Καμπάνης, Γιώργος Κουβάκις, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Αλέκος Λεβίδης, Φωτεινή Στεφανίδη, Αντώνης Τσακίρης, Μυρτιά Χέλνερ –εκθέτουν ποικίλες εκφάνσεις του εσωτερικού και εξωτερικού «περιβάλλοντος». Η έκθεση συμπληρώνεται με το τιμητικό αφιέρωμα στον Ράλλη Κοψίδη, για τα πέντε χρόνια από τον θάνατό του, με έργα του για το περιβάλλον και την οικολογική διαμαρτυρία του. «Αν η τέχνη μείνει έξω από τις καθημερινές ανάγκες, πάει, έχασε τη μιλιά της» λέει η κυρία Σχινά.
Στην Ανδρο λειτουργούν καθηµερινά πολλαπλά περιβάλλοντα. Είναι πρώτα απ’ όλα οι μνήμες ενός αρχοντικού παρελθόντος που αναδύεται από τη θάλασσα όπως ο βράχος με τον φάρο ή το νησάκι με τα ερείπια του Κάτω Κάστρου που έκτισε ο Μαρίνος Δάνδολος. Ολα αυτά αποτυπώνονται στη Χώρα, στην όψη της, στο αριστοκρατικό σκηνικό της, στον πολιτισμό της. Και μετά στην ύπαιθρο, στη γη τη γραμμοσκιασμένη από περίτεχνες ξερολιθιές, έργα χειρών με σουρεαλιστικές πινελιές, βαστάδια της ζωής στη στεριά. Και μετά η κουλτούρα των ανταλλαγών και των συζεύξεων. Οχι μόνο ανάμεσα στα πέρατα της Γης, αλλά και μεταξύ των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα της ενδοχώρας του ίδιου του νησιού. Η κυρία Σχινά μιλάει για τα πολλαπλά εσωτερικά μικροπεριβάλλοντα που μας χαρακτηρίζουν και ορίζουν την προσωπική μας ενδοχώρα αυτοσυνειδησίας. Οπως η γεύση, ας πούμε. Και καμιά άλλη γεύση στην Ανδρο δεν κλείνει μέσα της τόσες μνήμες όσο η φουρτάλια.
Εδώ στην ενδοχώρα της Ανδρου διασταυρώνονται τα απίθανα μονοπάτια που χαρακώνουν όλο το νησί και είναι ευτυχία να τα περπατάς. Επάνω, ψηλά, η Μονή Παναχράντου είναι ένα πανοραμικό μπαλκόνι και αφετηρία των παρακλήσεων πολύ κοντά στους ουρανούς. «Στου Ζοζέφ», στον Πιτροφό, κάτω από την ελιά, η Κατερίνα Ρεμούνδου μάς μιλάει για την μπεβάδα, το μπαγιάτικο ψωμί βουτηγμένο στο κρασί, την κουμπάνια, το προσφάι των ξωμάχων, τα λιόκαρπα, τα αποξηραμένα φλασκιά που έβαζαν το κρασί. Με λίγα λόγια, μας μυεί στον γαστρονομικό πολιτισμό που άρχισε να αναπτύσσεται εδώ και 5.000 χρόνια γύρω από τον νεολιθικό οικισμό Στρόφιλα και στην οικονομία του. Γιατί η ανδριώτικη φουρτάλια η πιο αυθεντική φτιάχνεται μόνον εδώ «Στου Ζοζέφ» και στις κουζίνες των νοικοκυριών. Μα έτσι μοιάζει και η κουζίνα του εστιατορίου της Κατερίνας, σαν κουζίνα σπιτιού, και είναι στο πνεύμα της κουζίνας του σπιτιού που τα φαγητά είναι αρτυμένα με σοφία, αγάπη, σεβασμό, φιλοξενία. Η Κατερίνα παίρνει τόσα παραδοσιακά λουκάνικα –προϊόν των πατροπαράδοτων χοιροσφαγίων –όσοι και οι συνδαιτυμόνες, μαζί με τη γλίνα μέσα στην οποία συντηρούνται. Αφού τα τσιγαρίσει στο τηγάνι που κάνουν μόνο τη φουρτάλια, τα αποσύρει και τηγανίζει στη λιωμένη γλίνα κάπου δύο κιλά πατάτες κομμένες επί τόπου σε ροδέλες. Αργοψήνονται κάπου σαράντα λεπτά και όταν είναι έτοιμες τις πασπαλίζει με ματζουράνα, το αγαπημένο μυριστικό στην Ανδρο, και δυόσμο. Μετά, βάζει από 11 έως 17, όχι πολύ χτυπημένα, χωριάτικα αβγά. Τα λουκάνικα στα σπίτια τα κόβουν και τα βάζουν στη φουρτάλια πριν από τα αβγά, εδώ όμως στο εστιατόριο τα βάζουν από πάνω, ένα σε κάθε μερίδα. Αν ο πλούτος βρίσκεται πλέον στην εντοπιότητα, η φουρτάλια είναι ένα πολύ πλούσιο γεύμα μόνο με ανδριώτικα υλικά, πλήρες αναμνήσεων…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ