Υγροσάπουνο για τα χέρια. Ενα ξυραφάκι μέσα σε πλαστικό ποτήρι. Δύο μεταλλικά τασάκια. Ενα ρολό χαρτί υγείας και επάνω σε αυτό δύο φέτες ψωμί του τοστ μέσα σε ένα πλαστικό σακουλάκι. Και δίπλα ένα μισογεμάτο – ή μισοάδειο, ανάλογα πώς το βλέπει ο κάτοχός του – μπουκάλι με χύμα λευκό κρασί. Δεν πρόκειται για περιγραφή κάποιου ραφιού σε αστικό νοικοκυριό. Είναι τα υπάρχοντα ενός αστέγου που εδώ και κάποιον καιρό έστησε το σπιτικό του σε μια στοά επί της οδού Βουλής, στο κέντρο της Αθήνας. Λίγο πιο πέρα, ένα προποτζήδικο υπόσχεται μεγάλα κέρδη. Προσπερνώντας το «κατώφλι» του και αφού κοιτάξεις βιαστικά τις στοιβαγμένες κουβέρτες που χρησιμεύουν για στρώμα και για σκέπασμα, κατεβαίνεις τις σκάλες και βρίσκεσαι σε ένα μπαράκι που έχει ανοίξει εδώ και λίγους μήνες. Οσο πίνεις το ποτό σου και ακούς μουσική, τον βλέπεις να ζει τη δική του καθημερινότητα, να ακολουθεί την ίδια ακριβώς ρουτίνα που τον βοηθά να ζει: «Τώρα σηκώθηκε. Εκοψε λίγο χαρτί υγείας και σκούπισε το πεζούλι / Τώρα πήρε τη σκούπα και σκουπίζει». Για εμάς είναι πεζοδρόμιο, για αυτόν το πάτωμά του.

Στην Ελλάδα της κρίσης δεν είναι πλέον και τόσο δύσκολο να μείνεις χωρίς σπίτι. Οι νεοάστεγοι, όπως έχει ονομάσει ο μη κυβερνητικός οργανισμός Κλίμακα τους ανθρώπους που βρέθηκαν στον δρόμο τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής ύφεσης, έχουν απλές, καθημερινές ιστορίες: χρωστούσαν νοίκια, γραμμάτια, δεν είχαν δουλειά. Ούτε ξεπεσμένοι αριστοκράτες ούτε φαλιρισμένοι επιχειρηματίες. Οι άστεγοι της διπλανής πόρτας είναι άνθρωποι που έχουν την ατυχία να μην έχουν κανένα ακίνητο στο όνομά τους. Εχουν όμως κινητό και είναι εξαρτημένοι από αυτό. Περιμένουν πώς και πώς να χτυπήσει και η κλήση να είναι για δουλειά ή από κάποιον ξεχασμένο φίλο ή συγγενή που θέλει να τους βοηθήσει. Είναι καθαροί, το μπάνιο τούς βοηθά να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους, ακόμη και αν χρειαστεί να περιμένουν με τις ώρες στην ουρά για να χρησιμοποιήσουν κάποιο από τα λουτρά της Κλίμακας. Και αποφεύγουν το κέντρο της Αθήνας, που όπως λένε «έχει γίνει πολύ επικίνδυνο», παραχωρώντας το σε τοξικομανείς και μετανάστες.

Ακριβής αριθμητική καταγραφή των αστέγων στη χώρα μας δεν υπάρχει, μια και ως σήμερα οι άστεγοι στην Ελλάδα δεν έχουν αναγνωριστεί ως ειδική ομάδα που χρήζει μέτρων προστασίας. Υπολογίζεται πάντως ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αυξηθεί κατά 25% και ότι υπάρχουν 20.000 σε όλη την Ελλάδα, οι μισοί εκ των οποίων φυτοζωούν στην Αθήνα και σε λοιπά αστικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, αλλά και Κρήτη). Οι άστεγοι εμφανίζονται κυρίως στις πόλεις, καθώς η ραγδαία αστικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών οδήγησε σε γιγάντωση της απομόνωσης και της ανεργίας. «Ο σύγχρονος τρόπος ζωής μιας πόλης συμβάλλει όχι μόνο στο να βγει ένας άνθρωπος στον δρόμο, αλλά και να παραμείνει εκεί» τονίζει η Αντα Αλαμάνου, υπεύθυνη του Προγράμματος Στήριξης Αστέγων της Κλίμακας.

Εκτός από ποσοτική αύξηση, η κρίση έφερε και ποιοτική μεταβολή των αστέγων. «Αλλάζει το προφίλ των ανθρώπων που βρίσκονται στους δρόμους, διαφέρουν οι σημερινοί από τους παλαιότερους πληθυσμούς, που ήταν κυρίως τοξικομανείς, άτομα με έντονη παραβατικότητα ή με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Οι άστεγοι νέας γενιάς είναι εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης, που είτε λόγω ανεργίας είτε λόγω χαμηλού εισοδήματος και έλλειψης υποστήριξης από την οικογένεια και τον περίγυρο, αναγκάζονται να μείνουν στον δρόμο ή σε ακατάλληλους και ανεπαρκείς χώρους, δηλαδή σε καταλύματα χωρίς νερό, ρεύμα, θέρμανση» εξηγεί η Αντα Αλαμάνου.

Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι τον τελευταίο καιρό εμφανίζονται όλο και περισσότερες οικογένειες αστέγων, δεν συναντούμε μόνο μεμονωμένα άτομα. Το μορφωτικό επίπεδό τους είναι από μέτριο έως υψηλό. Είναι κυρίως άνθρωποι που δούλευαν σε κλάδους που χτύπησε η κρίση: ιδιοκτήτες μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έβαλαν λουκέτο, χτίστες, μπογιατζήδες και λοιποί μάστορες, ναυτικοί, σεκιουριτάδες και εργαζόμενοι σε τουριστικά επαγγέλματα (μάγειρες, ξενοδοχοϋπάλληλοι κτλ.). Οι περισσότεροι άστεγοι είναι ηλικίας 30-45 ετών. Αλλά και πολύ νεότεροι, που αμείβονται με 500 ευρώ και δεν μπορούν να καλύψουν τα έξοδα ενός σπιτιού. Αλλά και μεγαλύτεροι, που έχασαν τη δουλειά τους λίγο προτού βγουν στη σύνταξη, και ορισμένοι χαμηλοσυνταξιούχοι. Ισως γι’ αυτό η κινητοποίηση απλών πολιτών – «ό,τι έχει να κάνει με τον Δήμο Αθηναίων ή την Εκκλησία ξέχασέ το» μας είπε με θυμό ο άστεγος Βαγγέλης – που ξεκίνησε από το Διαδίκτυο την περασμένη εβδομάδα με το τσουχτερό κρύο ήταν εντυπωσιακή. Συγκεντρώθηκαν πάρα πολλά ρούχα, σκεπάσματα και τρόφιμα σε οργανώσεις που, όπως όλα δείχνουν, κάνουν πολύ καλύτερη δουλειά από το ίδιο το κράτος.

Η μεσαία τάξη, λοιπόν, νιώθοντας την καυτή ανάσα του προβλήματος να πλησιάζει απειλητικά στο σβέρκο της, ευαισθητοποιείται. Ενα παγωμένο Σάββατο, μια άστεγη που (συ)ζεί κάτω από τη γέφυρα στο Ρουφ μαζί με τον αγαπημένο της, τον οποίο γνώρισε εκεί, ήταν πανευτυχής επειδή μια κυρία τούς έφερε ρούχα και ένα πάπλωμα μέσα σε πλαστικό κάλυμμα: «Αυτά θα τα στρώσουμε κάτω και με αυτό θα σκεπαστούμε! Απόψε θα κοιμηθούμε στα ζεστά, μωρό μου!» του έλεγε με αληθινή χαρά. Ενα άλλο βράδυ, ένας στρατιωτικός πέρασε από εκεί και χάρισε 15 σλίπινγκ-μπαγκ.

Και ενώ οι πολίτες δραστηριοποιούνται, ο Δήμος Αθηναίων ξήλωσε πρόσφατα παγκάκια στην πλατεία Κλαυθμώνος με την αιτιολογία ότι αποτελούσαν κίνδυνο λοιμώξεων, ουδείς σκέπτεται να τοποθετήσει κάποιες δημόσιες τουαλέτες, αναγκάζοντας χιλιάδες ανθρώπους να μετατρέπουν την πόλη σε ένα απέραντο ουρητήριο, η Δημοτική Αστυνομία κλείνει τις βρύσες στις πλατείες ώστε οι άστεγοι να μην μπορούν ούτε να πλυθούν ούτε να ξεδιψάσουν και οι οδοκαθαριστές μαζεύουν κατόπιν εντολών τις κουβέρτες που βρίσκουν στον δρόμο, για να διατηρούν την «Αθήνα καθαρή».

Σε πρόσφατη έρευνα, οι άστεγοι τόνισαν ότι η ανάγκη για δημόσια λουτρά είναι πιο βασική από την ανάγκη για σίτιση – φαγητό όλο και κάπου θα βρουν. Γήπεδα και κολυμβητήρια όμως παραμένουν ερμητικά κλειστά. Ο δήμαρχος της Αθήνας Γιώργος Καμίνης ερωτήθηκε πρόσφατα γιατί να μην παραχωρηθούν στους αστέγους μερικά από τα εκατοντάδες εγκαταλελειμμένα σπίτια της πόλης. Η απάντησή του ήταν ότι υπάρχει μεγάλη γραφειοκρατία λόγω κληρονόμων. «Κανείς δεν θέλει να ζει στον δρόμο. Το στερεότυπο του κλοσάρ, φερμένο από άλλες εποχές και λογοτεχνικά μυθιστορήματα, δεν ισχύει για έναν άνθρωπο που έχει σώας τας φρένας. Και οι όποιοι οικονομικοί πόροι δεν πρέπει να εξαντληθούν μόνο σε πυροσβεστικά μέτρα όπως είναι τα συσσίτια. Το πρόβλημα πρέπει να εξαλειφθεί και όχι απλώς να απαλυνθεί» τονίζει ο κοινωνιολόγος Στέργιος Μακρής.

Η παράγραφος 4 του άρθρου 21 του Συντάγματος δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής: «Η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους». Επρεπε όμως οι νεοάστεγοι της Ελλάδας να γίνουν πρώτο θέμα στο Αλ Τζαζίρα, στη «Libération», στον «Economist», στο CNN και αλλού προκειμένου να αποφασίσει το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μόλις την περασμένη εβδομάδα, να ανακοινώσει ότι για πρώτη φορά θα υπάρξει Εθνικό Σχέδιο Δράσης, όπως υπαγορεύει με ψήφισμά του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Την περασμένη Παρασκευή η Κλίμακα έκοψε πρωτοχρονιάτικη πίτα στο στέκι επί της Κωνσταντινουπόλεως 30 για τους αστέγους. Κόσμος πολύς, κάθε ηλικίας, ήπιε κρασί και τσίπουρο, χόρεψε, ζεστάθηκε δίπλα στις σόμπες και βρέθηκε με φίλους που είχε χάσει λόγω κλεμμένου κινητού. Το πιο γλυκόπικρο κομμάτι της πίτας ήταν «του σπιτιού».

Ηλίας, 48 ετών, τέσσερα χρόνια άστεγος

«Το πιο σημαντικό είναι το χαμόγελο. Και το πιο βασικό, το μπάνιο»: Ο Ηλίας ήταν από το ’85 οδηγός νταλίκας, ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησαν να του τηλεφωνούν για δρομολόγια. Εχει μείνει και σε βουνό, στη Χρυσούπολη στο Περιστέρι, αλλά εδώ και καιρό προτιμά τη γέφυρα στο Ρουφ για να βρίσκεται κοντά στον πολιτισμό. Εχει μηχανή που την προσέχει σαν τα μάτια του, στην τσέπη του έχει πάντα αλατιέρα και το κινητό του, που είναι δεμένο με σπαγγάκι για να μην του το κλέψουν και χτυπάει με την εκκωφαντική λαϊκή μελωδία «Το μωρό μου κάνει νάνι».

Βαγγέλης (48 ετών), Ηρώ (43 ετών), Σπυριδούλα (7 ετών), τρία χρόνια άστεγοι

«Ξυπνάς ένα πρωί και δεν υπάρχει νιπτήρας να πλύνεις το πρόσωπό σου, ένα φλιτζάνι να πιεις καφέ και είσαι παγωμένος. Βλέπεις ξαφνικά ότι δεν σου ανήκει τίποτα»: Ο Βαγγέλης ανακαίνιζε για πολλά χρόνια επαγγελματικούς χώρους και είναι καλός μάστορας. Ωσπου τα μεροκάματα κόπηκαν, τα απλήρωτα ενοίκια αυξήθηκαν και, τελικά, ήρθε η έξωση. Ηταν αδύνατον να μείνει με τη γυναίκα και την ανήλικη κόρη του σε πλατείες: «Εχω φάει κλωτσιά από αστυνομικό της ομάδας ΔΙΑΣ στην πλατεία Κουμουνδούρου, ο οποίος μου είπε: “Απαγορεύεται να μένετε έξω”. Ωραία, και πού να πάμε;». Τώρα μένουν σε λυόμενο που παραχώρησε ο Δήμος Αιγάλεω.

Κική (41 ετών), Σπυριδούλα (9 ετών), δύο χρόνια άστεγες

Εχει μείνει και σε παραλία στον Πειραιά, στον Αγιο Σάββα για την ακρίβεια, οι συνθήκες όμως δεν ήταν καθόλου ειδυλλιακές. Αλλά και σε παγκάκι. Η Κική και η κόρη της μένουν εδώ και 13 μήνες στον ξενώνα του Ερυθρού Σταυρού, πίσω από την πλατεία Κουμουνδούρου.
Ο άνδρας της είναι στη φυλακή για χρέη προς το Δημόσιο. Μια σειρά από ακάλυπτες επιταγές και λοιπές κακοτοπιές οδήγησαν τον ίδιο σε ένα κελί και τη γυναίκα του μαζί με το παιδί του στον δρόμο.

Ανδρέας, 43 ετών, τέσσερα χρόνια άστεγος

«Το 99% αυτών που κοιμούνται στο τρένο είναι άστεγοι» λέει ο Ανδρέας από προσωπική πείρα. Οι δικοί του τον έδιωξαν από το σπίτι πριν από τέσσερα χρόνια όταν έμεινε άνεργος λόγω περικοπών στη φαρμακαποθήκη όπου δούλευε επί 17 χρόνια. Προσπάθησε να μείνει στον δρόμο, αλλά ήταν πολύ επικίνδυνο. Περιπλανιόταν όλο το βράδυ στην Αθήνα περιμένοντας πώς και πώς να πάει 05.15 για να ανοίξει το τρένο, να μπει στο πρώτο βαγόνι και να κοιμηθεί όσο κρατά η βάρδια, πηγαίνοντας μπρος-πίσω, Κηφισιά – Πειραιά, ασταμάτητα: «Οταν ήθελα να κοιμηθώ παραπάνω, έπαιρνα το μετρό για αεροδρόμιο». Τώρα μένει σε ξενώνα στο Καβούρι, αλλά, επειδή δεν έχει παιδιά, η φιλοξενία κρατά το πολύ έντεκα μήνες. Από τα υπάρχοντά του το πιο πολύτιμο είναι τα ένσημα που έχει από τότε που δούλευε.

Δημήτρης, 49 ετών, έναν χρόνο άστεγος

«Είμαι ένας λύκος, Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ. Ακούω ήχους από πολύ μακριά. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που κατάφερα να κοιμηθώ καλά»: ο Δημήτρης ήταν χορευτής και, έχοντας ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο για παραστάσεις, ήξερε από πολύ νωρίς ότι στο εξωτερικό υπάρχουν σημαντικές υποδομές για αστέγους, προτού βρεθεί και ο ίδιος στον δρόμο. Ούτε η πρώην γυναίκα του ούτε τα δύο παιδιά του, 18 και 19 ετών, ξέρουν ότι εκείνος κοιμάται κάτω από τη γέφυρα στο Ρουφ. Εκεί έχει δημιουργηθεί μια άτυπη κοινωνία αστέγων και ο ίδιος είναι «ο διαχειριστής». Οταν βρίσκει λεφτά, πηγαίνει και σινεμά. «Το “Σιδηρά κυρία” είναι καλό; Το είδες;».

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 29 Ιανουαρίου 2012