«Ωραίο είναι το καλοκαίρι στην Αθήνα, αλλά θα ήταν ακόμη πιο ωραίο να μην ήμασταν εδώ, που λέει και ένας χαρακτήρας στο έργο». Και πού να ήμασταν δηλαδή; «Κάπου πιο δροσερά; Που να συνδυάζει βουνό; Και να έχει κοντά και θά-λασ-σα;». Η Πηνελόπη Τσιλίκα τονίζει με τρόπο ιδιαίτερο (και πολύ χαριτωμένο) τις λέξεις στο τελείωμα των φράσεών της, ειδικά όταν θεωρεί κάτι αυτονόητο. Συμβαίνει καμιά φορά αυτό στους ηθοποιούς –συχνότερα όταν είναι βουτηγμένοι στην προετοιμασία μιας παράστασης. Για τη νεαρή πρωταγωνίστρια της «Μικράς Αγγλίας» η προετοιμασία αυτές τις ημέρες συνεπάγεται πολύωρες πρόβες για ένα έργο επικό: στις 30 και στις 31 Ιουλίου θα εμφανιστεί στο «Ατλαζένιο γοβάκι» του Πολ Κλοντέλ σε σκηνοθεσία Εφης Θεοδώρου. Παρά την κούραση, η Πηνελόπη είναι χαρούμενη. Βρίσκεται στο τέλος μιας πολύ γεμάτης σεζόν και ταυτόχρονα στο ξεκίνημα της δικής της πορείας. Αυτά σε ένα γενικό πλαίσιο. Ειδικότερα, «χαίρομαι για το πόσο απενοχοποιημένα δουλεύουμε, για την ελευθερία που επιτρέπει η σκηνοθέτις μας στους ηθοποιούς της».
Το μεγαλόπνοο αυτό έργο αφηγείται την ιστορία (την άνοδο, την πτώση, την πορεία προς την πίστη) ενός άνδρα, ενός ισπανού κονκισταδόρ. Καθοριστικό ρόλο στη ζωή του παίζει η γνωριμία του με μια παντρεμένη γυναίκα. Κανονικά, η διάρκεια ενός ανεβάσματος του έπους αυτού μπορεί να αγγίξει και τις 11 ώρες (το τόλμησε ο γάλλος σκηνοθέτης Ολιβιέ Πι το 2009), εμείς όμως στην Πειραιώς 260 θα δούμε μια συντομευμένη εκδοχή του (με διάρκεια γύρω στις 4 ώρες). Στην Ελλάδα μία μόνο ακόμη φορά έχει παρουσιαστεί το «Ατλαζένιο γοβάκι» –το 1964 στο Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθέτης ήταν ο Αλέξης Σολωμός και πρωταγωνίστρια η Ελλη Λαμπέτη. Εναν από τους ρόλους που θα κρατήσει τώρα η Πηνελόπη Τσιλίκα είχε παίξει τότε, πριν από 50 χρόνια, η Βέρα Ζαβιτσιάνου. Υπάρχει κάτι στο έργο που αρέσει πολύ στη νεαρή μελαχρινή ηθοποιό: «Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του έργου, ο Δον Ροντρίγκο και η Δόνια Προέσα, δεν ερωτεύονται. Αναγνωρίζονται. Βλέπονται τυχαία και νιώθουν σαν ο ένας να έχει προετοιμαστεί για τον άλλον προτού γεννηθούν ακόμη: «Δεν είδα στα μάτια της τον πόθο, είδα την αναγνώριση» λέει εκείνος. Δεν έχω ζήσει κάτι τέτοιο, ίσως είμαι μικρή ακόμη, όμως μπορώ να το φανταστώ και να καταλάβω τι σημαίνει να αισθάνεσαι ότι κάποιος έχει φτιαχτεί για σένα».
Σε ένα τέτοιο magnum opus όλες οι ανθρώπινες ανησυχίες, η πίστη, η θυσία, η αμαρτία, το δίπολο έρως – θάνατος, συναντώνται στην πιο μεγαλειώδη, απόλυτη μορφή τους. Η Πηνελόπη Τσιλίκα έχει με την πίστη την εξής σχέση: «Θα ήθελα να πιστεύω στον άνθρωπο, αν και δεν με βοηθάει πολύ. Προσδοκώ όμως μια στιγμή αναγνώρισης». Θέλει ωστόσο να τονίσει και κάτι άλλο. «Υπάρχει πάρα πολύ θάρρος στους χαρακτήρες αυτού του κειμένου. Πρόκειται για ήρωες πολύ ξεχωριστούς και πάρα πολύ θαρραλέους, σε κάθε πράξη τους σχεδόν υπάρχει μια υπέρβαση». Το πιο θαρραλέο πράγμα που έχει κάνει εκείνη μέχρι στιγμής στη ζωή της; «Να είμαι δυνατή για αυτούς που αγαπώ».
Περί έρωτος
Η φιγούρα της, τα μακριά μαλλιά, το γέλιο της που φανερώνει μια ανεπαίσθητη αγριότητα, μια μανία που θα μπορούσε να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή, το βλέμμα στο οποίο παραμονεύει συνεχώς μια μικρή σκιά, όλα πάνω της μοιάζουν κατασκευασμένα για να υποδύεται ρομαντικές ηρωίδες. Η ίδια θεωρεί εαυτόν ύπαρξη ρομαντική; «Αν μιλάμε για το πώς αντιμετωπίζω τον έρωτα, τότε νομίζω ότι βρίσκομαι σε ένα μεταίχμιο. Θα ήθελα όμως να διατηρήσω τη ρομαντική μου πλευρά. Οταν απομυθοποιείς τον έρωτα χάνεις λίγη από την παιδικότητά σου, την πίστη σε κάτι μεγαλύτερο από εσένα. Κάποιοι ίσως το βλέπουν σαν αφέλεια, όμως εμένα μου φαίνεται απαραίτητο συστατικό για να μη ζει κανείς ως στυγνός ρεαλιστής. Μπορεί βέβαια να ξαναμιλήσουμε σε πέντε χρόνια για το ίδιο θέμα και να έχω εντελώς διαφορετική άποψη, να θεωρώ ότι δεν υπάρχει τίποτα. Φαντάζομαι πως πρέπει να κλονιζόμαστε και λίγο για να προχωράμε στη ζωή». Σκέφτεται την τελευταία φράση της και παίρνει ξαφνικά –και ηθελημένα –το μπλαζέ ύφος μιας επιτηδευμένα βαριεστημένης κουλτουριάρας. «Αμα δεν κλονιζόμουν θα βαριόμουν πολύ, θα ήμουν τόσο ευτυχισμένη όλη την ώρα» λέει με αλλοιωμένη φωνή και γελάει δυνατά.
Οσοι έχουν δει (και έχουν θαυμάσει) την Πηνελόπη Τσιλίκα ως Ορσα στη «Μικρά Αγγλία» (κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες θεατές δηλαδή) μπορεί να ξαφνιαστούν μαθαίνοντας πως δεν ήταν από τα κοριτσάκια που λένε από την κούνια ότι θα γίνουν ηθοποιοί μεγαλώνοντας. «Οταν ήμουν μικρή με συγκινούσαν το θέατρο και ο χορός, όμως δεν φανταζόμουν ποτέ ότι η τέχνη είναι ανοιχτή σε όλους. Νόμιζα ότι πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα στο οποίο δεν μπορεί να εισβάλει ο καθένας. Πέρασα, λοιπόν, στη Νομική, ήξερα ότι δεν ήθελα να εξασκήσω τη δικηγορία, και σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να γίνω ή δημοσιογράφος ή εγκληματολόγος. Τους έβρισκα πολύ ενδιαφέροντες και τους δύο αυτούς τομείς. Εγραφα μάλιστα εκείνη την περίοδο και σε ένα αθλητικό περιοδικό. Η ζωή όμως τα έφερε αλλιώς. Ενας φίλος μου, που τώρα είναι σκηνοθέτης, δούλευε τότε ως βοηθός σκηνοθέτη σε μια παραγωγή και κάλεσε κάποιους από την παρέα για να κάνουμε ένα πέρασμα, ως κομπάρσοι, σε ένα από τα γυρίσματα. Εκεί συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά που έβλεπα στο σινεμά ή στο θέατρο δεν συνέβαιναν σε κάποιο παράλληλο, μακρινό σύμπαν. Αποφάσισα τότε να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Αν δεν περνούσα, μπορεί και να ήμασταν συνάδελφοι σήμερα».
Το μικρόβιο της εγκληματολογίας δεν πρέπει να την έχει εγκαταλείψει εντελώς. Σε μια πρόσφατη παιχνιδιάρικη διαδικτυακή συνέντευξή της με την Κωνσταντίνα Βούλγαρη, κόρη του Παντελή και υπεύθυνη για το κάστινγκ της «Μικράς Αγγλίας», της τέθηκε η ερώτηση «Ποια είναι η ιδανική παράσταση που φαντασιώνεσαι;» και εκείνη απάντησε: «Χαχαχα, φαντασίωση σε 1΄: θέαμα σε αχανές λιβάδι, ξεκινάει το σούρουπο, οι θεατές βλέπουν από μακριά ένα ζευγάρι, έναν άνδρα και μια γυναίκα, να τρέχουν, να κυλιούνται πάνω στα λουλούδια, να κυνηγάει ο ένας τον άλλον, Σοστακόβιτς στη διαπασών και άνθη-θύματα του έρωτά τους, και όταν νυχτώσει ξαφνικά τίποτα, τέλος και η μουσική, ανάβει ένα τεράστιο φως-κανόνι, από μακριά, δεν φαίνεται τίποτα, οι θεατές πλησιάζουν αν το θέλουν, και βλέπουν πως είναι και οι δύο νεκροί, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Κάπως έτσι θα ξεκινάει».
Ταξίδι στη Σανγκάη
Τον περασμένο μήνα η «Μικρά Αγγλία» τιμήθηκε με τρία βραβεία στο 17ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Σανγκάης. Κέρδισε το Golden Goblet καλύτερης ταινίας, το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, καθώς και αυτό της καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για την Πηνελόπη Τσιλίκα. Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ήταν η διεθνούς φήμης κινέζα ηθοποιός Γκονγκ Λι, ενώ στη λίστα με τα μέλη της συγκαταλέγονταν γνωστά ονόματα, όπως αυτό της βρετανίδας σκηνοθέτιδος Σάλι Πότερ, της δανής συναδέλφου της Λόνε Σέρφιγκ, του ιάπωνα σκηνοθέτη Σούνζι Ιβάι και του ιρανού ηθοποιού Πεϊμάν Μαντί. Για τη βραβευμένη πλέον πρωταγωνίστρια αυτή η διάκριση «ήταν μια ενθάρρυνση.

Πρόκειται άλλωστε για την πρώτη επαγγελματική μου εμφάνιση στον κινηματογράφο. Το γεγονός ότι η κριτική επιτροπή απαρτιζόταν από ανθρώπους που εκτιμώ δίνει ακόμη περισσότερη αξία στο βραβείο αυτό». Αποτελεί επίσης και μια δικαίωση όσων πίστεψαν σε εκείνη. Εδώ θα κάνω μια προσωπική εξομολόγηση: όταν είδα πρώτη φορά το τρέιλερ της ταινίας, όντας θαυμαστής του βιβλίου της Ιωάννας Καρυστιάνη στο οποίο βασίστηκε, απογοητεύτηκα με την επιλογή των πρωταγωνιστών. Και την Ορσα και τον Σπύρο, αλλά και τη Μόσχα τούς είχα φανταστεί εντελώς διαφορετικούς. Τώρα φυσικά δεν θα μπορούσα ούτε καν να σκεφτώ άλλους ηθοποιούς σε αυτούς τους ρόλους.

Η Σανγκάη, πάντως, δεν εντυπωσίασε πολύ την Πηνελόπη Τσιλίκα. Της φάνηκε πολύ τεχνητή. «Δεν καταλαβαίνεις τον χαρακτήρα της, την ατμόσφαιρά της. Πότε νομίζεις ότι περπατάς σε μια παλιά ευρωπαϊκή πόλη, μόνο που περπατούν στον δρόμο Κινέζοι, πότε έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε μια μεταμοντέρνα μητρόπολη. Ακραίες αντιθέσεις. Μου φάνηκε ότι όλη η χώρα περνάει ένα στάδιο τρομακτικής μετάλλαξης». Το βραβείο σκηνοθεσίας ο Παντελής Βούλγαρης το παρέλαβε από τα χέρια της Νάταλι Πόρτμαν και ρωτάω την Πηνελόπη που ήταν παρούσα πώς της φάνηκε η μικροσκοπική σταρ του Χόλιγουντ, με την κρυφή ελπίδα ότι θα μου επιβεβαιώσει την αρνητική εντύπωση που έχω για αυτή. «Οχι. Ηταν γλυκιά, ήταν πολύ σεμνή, πολύ συμπαθής, πολύ εντάξει. Τόσο πειθαρχημένη, βέβαια». Η αθηναία ενζενί θαυμάζει τη Μέριλ Στριπ, αγαπά πολύ την Τζίνα Ρόουλαντς και χαζεύει τη Μαρία Σκουλά τώρα που κάνουν πρόβες μαζί. Από τη νεότερη γενιά, τις συνομήλικές της δηλαδή, «μου αρέσει η Τζένιφερ Λόρενς, την εκτίμησα κυρίως στην ταινία «Στην καρδιά του χειμώνα». Πολύ απλή ερμηνεία αλλά ουσιαστική, γεμάτη. Διαθέτει μια αθωότητα αυτό το κορίτσι που είναι πολύ όμορφη».
Το κορίτσι και το τσέλο
Το «Ατλαζένιο γοβάκι» θα είναι η δεύτερη «κανονική» θεατρική δουλειά της Πηνελόπης Τσιλίκα. Συμμετείχε πέρυσι στις «Βάκχες» σε σκηνοθεσία της Μάρθας Φριντζήλα. Μέρος του χειμώνα το πέρασε στη σκηνή του Faust σε μια πιο «χειροποίητη» δουλειά, ένα νεανικό μιούζικαλ με τίτλο «Yuppi Du!», όπου έπρεπε να τραγουδάει γνωστά κομμάτια των 60s και των 70s. Τραγούδησε επίσης στο πάρτι για τα γενέθλια του επιτυχημένου κινηματογραφικού σάιτ flix.gr. «Ημουν και σε μια μπάντα μικρότερη και παίζαμε γνωστά τζαζ φανκ κομμάτια, καθώς και δικά μας τραγούδια». Την ανάγκη να εκφραστεί την ένιωθε λοιπόν πάντα, ακόμη και προτού ασχοληθεί με το θέατρο. «Μα και τώρα έχω ανάγκη από εκτόνωση, υπάρχει μια ενέργεια που πρέπει να εκλυθεί με κάποιον τρόπο, ο οποίος δεν χρειάζεται απαραιτήτως να έχει σχέση με την τέχνη».
Σχολιάζω πόσο διαφορετικές μεταξύ τους μου φαίνονται οι επιλογές που έχει κάνει ως τώρα. «Μα, θα ήθελα να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ σε πολύ διαφορετικά πράγματα. Αυτό είναι η δουλειά μας, σε κάθε παράσταση υπάρχει κάτι που θα σου κινήσει το ενδιαφέρον, από όλα κερδίζεις κάτι στο τέλος, και είναι ωραίο οι σκηνοθέτες να δίνουν την ευκαιρία στους ηθοποιούς να βλέπουν τα όριά τους».
Τη σεζόν που έρχεται η Πηνελόπη Τσιλίκα θα παίξει στο έργο των αδελφών Κούφαλη με τίτλο «Συγχώρεσέ με», σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση. Ως τότε θα προσπαθήσει να μάθει τσέλο. «Είναι η τρίτη φορά που κάνω την απόπειρα. Την πρώτη είχα κάνει κακή επιλογή δασκάλου, τη δεύτερη δεν προλάβαινα να μελετήσω λόγω του φόρτου με τα μαθήματα στη Σχολή, ελπίζω τώρα να τα καταφέρω».
Με το τσέλο την είδε και ο αρχισυντάκτης του ΒΗmagazino στον δρόμο, προφανώς έπειτα από πρόβα, και μου είπε: «Είδα το εξώφυλλό μας να περπατά στην Πειραιώς». Χάρη στη «Μικρά Αγγλία» πολύς κόσμος έχει μάθει πια το πρόσωπό της. Τη ρωτάω αν της μιλάνε έξω, στα μπαρ, στη γειτονιά της και, αν ναι, ποια είναι τα πιο συγκινητικά λόγια που της έχουν πει. «Πιο πολύ με συγκινούν εκείνοι που δεν λένε τίποτα. Οσοι με κοιτάζουν στον δρόμο και απλώς χαμογελούν, σαν να μοιραστήκαμε ένα μυστικό, σαν να γνωριζόμαστε από κάπου. Αυτό είναι πολύ όμορφο: τα βλέμματα της αναγνώρισης». Αναγνώριση. Να τη πάλι η λέξη-κλειδί για την ωραία Πηνελόπη αυτή την περίοδο. Δεν κάνουν μόνο οι ζωές μας κύκλους γύρω από το ίδιο θέμα τελικά. Κάνουν και οι συνεντεύξεις.
*«Το ατλαζένιο γοβάκι»: Πειραιώς 260 (Κτίριο Δ), στις 30 και 31 Ιουλίου, στις 20.00.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ