Το κορίτσι που μας σέρβιρε στο café των Εξαρχείων φαινόταν νευρικό και λίγο προτού μας αφήσει για να αρχίσουμε τη συνέντευξη, το παραδέχτηκε: «Με συγχωρείτε… Κάνω βλακείες… Απλά είστε η αγαπημένη μου ηθοποιός και ενώ σας έχω δει πολλές φορές στο θέατρο, ντρεπόμουν να έρθω να σας μιλήσω. Πού παίζετε τώρα;». Στην «Οδό Πολυδούρη». Το έργο που έγραψε η Ρούλα Γεωργακοπούλου, εμπνευσμένη από την πολυτάραχη ζωή και την εκκωφαντική προσωπικότητα της ελληνίδας ποιήτριας, σηματοδοτεί και την πρώτη φορά που η Ιωάννα Παππά θα παίξει μονόλογο στο θέατρο –στο Θέατρο Βασιλάκου συγκεκριμένα, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη. Πάνε περίπου δέκα χρόνια από τότε που η ηθοποιός μαγνήτιζε τη μικρή οθόνη μέσα από το «Κλείσε τα μάτια» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Παραμένει το ίδιο όμορφη. Μόνο που από τότε ως σήμερα έχουν προστεθεί στο ενεργητικό της πολύ δυνατές θεατρικές ερμηνείες, οι οποίες έκαναν ακόμη και τους άπιστους Θωμάδες να λένε «τελικά αυτό το κορίτσι τα έχει όλα». Η ίδια μάς μίλησε για τη «συνάντησή» της με τη Μαρία Πολυδούρη, για τα καταστρεπτικά στερεότυπα και για τον έρωτα που σώζει ζωές.
Ποια είναι η «Οδός Πολυδούρη»; «Είναι ο δρόμος που επέλεξε να περπατήσει αυτή η γυναίκα ως το τέλος της ζωής της. Η Ρούλα Γεωργακοπούλου φωτίζει μέσα από το κείμενό της την προσωπικότητα, την πορεία και τη ζωή αυτής της σημαντικής ποιήτριας. Προερχόταν από ένα πάρα πολύ καλλιεργημένο οικογενειακό περιβάλλον, ο πατέρας της φιλόλογος, η μητέρα της πολύ ενεργή στα φεμινιστικά ζητήματα. Ο πατέρας έλεγε στα κορίτσια «μην κάθεστε και κοιτάτε, θέλω να κάνετε πράγματα με τα οποία θα ανοίξετε τον δρόμο για τη χειραφέτηση της γυναίκας». Με αυτή την παρότρυνση, λοιπόν, του πατέρα, όταν εκείνη ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία, μάζεψε τις συγγενείς της και έστειλε ένα τηλεγράφημα ζητώντας από την κυβέρνηση το δικαίωμα στη γυναικεία ψήφο. Ηταν πολύ τολμηρή, χωρίς ταμπού, δεν αυτολογοκρινόταν, κυκλοφορούσε μόνη της το βράδυ, κάτι που σχεδόν απαγορευόταν σε μια γυναίκα αν δεν συνοδευόταν, κάπνιζε, έπινε, έκανε παρέα με άνδρες, φιλιόταν στους δρόμους, ήταν πολύ ελεύθερος άνθρωπος».
Τι σε ενθουσιάζει σε εκείνη; «Είχε εξαιρετικό πάθος για ζωή. Ζούσε σε έναν κόσμο που δεν τη χωρούσε. Οπότε, με το που γνώρισε τον έρωτα της ζωής της, τον Κώστα Καρυωτάκη, και μέσω της ποίησης, ήρθαν κοντά, εκεί υπήρξε ένα πάρα πολύ ισχυρό δέσιμο και εκεί συνειδητοποίησε τη ματαιότητα της πραγματικότητας. Του είχε κάνει ακόμη και πρόταση γάμου, πράγμα ανήκουστο για την εποχή, πράγμα ανήκουστο ακόμη και για τη δική μας εποχή. Του έλεγε «άσ’ τα όλα επάνω μου, θα τα καταφέρω εγώ και για τους δυο μας». Εκείνος, όμως, προτίμησε να αυτοκτονήσει, τρομαγμένος από την αρρώστια του».
Οπότε δεν τον έσωσε ο έρωτας της Πολυδούρη… «Η Πολυδούρη έχει χαρακτηριστεί μια διανοούμενη κυριευμένη από το ένστικτο. Εκεί τα πράγματα είναι άσπρο-μαύρο συνήθως. Δεν υπάρχουν γκρίζες περιοχές. Τέτοιοι άνθρωποι, όταν δουν τα όνειρά τους να ματαιώνονται, δεν μπορούν να πάνε παρακάτω, γιατί δεν μπορούν να συμβιβαστούν. Αλλαξε τη ζωή της ριζικά. Ενώ είχε περάσει στο Εθνικό, τα παράτησε. Ενώ είχε παντρευτεί κάποιον, τον παράτησε. Μετά την απόρριψη του Καρυωτάκη έφυγε στο Παρίσι, ήταν η τελευταία της προσπάθεια για αλλαγή ζωής. Εκεί ήταν που άρχισε η αντίστροφη μέτρηση, γιατί ζούσε πάρα πολύ φτωχικά, δεν πρόσεχε καθόλου τον εαυτό της, ήταν σαν να αυτοτιμωρήθηκε, προσβλήθηκε από φυματίωση, επέστρεψε στην Ελλάδα κακήν κακώς και πέθανε μόνη σε ένα νοσοκομείο στα 28 της. Ο μονόλογος τοποθετείται στο νοσοκομείο, είναι πολύ δυνατός και παραληρηματικός, βγαίνει από την εμπύρετη κατάστασή της, την εμπύρετη ζωή της. Οπως έλεγαν, η φυματίωση είναι ο πυρετός της ψυχής. Σίγουρα έπαιζαν ρόλο και οι κλιματολογικές συνθήκες, αλλά υπήρχε η αντίληψη ότι κυρίως αρρώσταιναν από αυτήν τα ευαίσθητα, μελαγχολικά άτομα».
Εκτός από μελαγχολία, βγάζει και θυμό; «Είναι σε συνεχή διάλογο με τα φαντάσματα του παρελθόντος, σαν να αλλάζει μάσκες. Και θυμώνει και για τον τρόπο με τον οποίο ήξερε ότι θα χειρίζονταν μετά τον θάνατό της τη σχέση της με τον Καρυωτάκη. Γι’ αυτό άλλωστε είχε καταστρέψει πολλά από τα ερωτικά γράμματα που αντάλλασσαν –σώζονται πολύ λίγα. Ηταν μια πάρα πολύ πιασάρικη ιστορία για να ασχοληθεί ο κόσμος εντελώς επιδερμικά, σαν ρομάντζο με κακό τέλος. Και συνηθιζόταν και εκείνη την εποχή αυτό το πράγμα. Η Πολυδούρη το σχολιάζει αυτό μέσα στο έργο, επιτίθεται στο μελό. Βγάζει και θυμό, αλλά και ανωτερότητα, λέγοντας «ας φλυαρήσει το μέλλον όσο θέλει, εγώ γνωρίζω. Δεν έχει σημασία. Και λίγο με νοιάζει τι θα πουν»».
Αυτός ο βασανισμένος ρόλος είναι κόντρα στο πάντα νεανικό παρουσιαστικό σου. Είχες βαρεθεί να σου λένε πόσο μικροδείχνεις; «Τώρα που μεγαλώνω, δεν το βαριέμαι, ίσα ίσα, μ’ αρέσει! Νομίζω ότι τον τελευταίο χρόνο, στα 36 μου αισίως, αρχίζω να το αναζητάω, ενώ μέχρι και πέρυσι αντιδρούσα πολύ σε αυτό. Πιστεύω ότι μετά τα 35 έρχεται η πρώτη μεγάλη κρίση για τη γυναίκα. Ο,τι συμβαίνει είναι βαρύ, είναι βαθύ, είναι γειωτικό, είναι βαθιά υπαρξιακό, αλλά σου παρέχει φοβερή δύναμη στο φινάλε. Σαν να μπαίνουν όλα στη θέση τους».
Ποια είναι η προτεραιότητά σου στη ζωή; «Ο έρωτας είναι πάνω απ’ όλα. Και μετά το να μπορείς να προσφέρεις και να παίρνεις αγάπη, που είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα, επειδή η αγάπη πάντα μας διαφεύγει ως έννοια. Γι’ αυτό μου αρέσει τόσο πολύ που ασχολούμαι με την Πολυδούρη, επειδή ήταν αυτής της σχολής ότι ο έρωτας είναι το παν».
Τι σου δίδαξε η ζωή για τη μάχη των δύο φύλων; «Οτι οφείλω να αποδεχτώ πως μια γυναίκα δεν πρέπει να είναι τόσο επιθετική σε σχέση με τον άνδρα, και ας έχει απόλυτο δίκιο μερικές φορές. Γιατί ο άνδρας έχει μάθει ότι δεν πρέπει να το δέχεται αυτό. Ακόμη και σε πάρα πολύ έξυπνους και καλλιεργημένους ανθρώπους βλέπω να λειτουργεί αυτό περιοριστικά. Σε ελάχιστες περιπτώσεις έχω παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι μπορούν και τα ξεπερνούν αυτά τα στερεότυπα. Εκεί είναι, λοιπόν, που εγώ δεν καταλαβαίνω το γιατί και αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που φοβίζει έναν άνδρα. Παίζουν πολλά ρόλο –η ψυχολογία, τι έχει βιώσει στην οικογένειά του, αφού η μητέρα και ο πατέρας συμβολίζουν και αυτοί πρότυπα –και έτσι οι σχέσεις έχουν γίνει πάρα πολύ περίπλοκες».
Σε εκνευρίζουν οι ερωτήσεις του τύπου «πώς και δεν έγινες ακόμη μανούλα»; «Περισσότερο νιώθω αμήχανα, επειδή πρέπει να μπω στη διαδικασία να εξηγήσω ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου σε έναν άνθρωπο που συνήθως, και να του εξηγήσεις, δεν θα καταλάβει. Αν έχεις κοινή γλώσσα με κάποιον, μπορείς να ανοιχτείς και να πεις και για ποιους λόγους δεν έχεις κάνει ακόμη παιδί. Εκεί ανοίγεσαι επί της ουσίας και λες την αλήθεια σου. Πλέον αποφεύγω ανθρώπους που μπορούν να με μολύνουν ακόμη και με ένα κακό βλέμμα ή σχόλιό τους».
Τι κρατάς από την εποχή του «Κλείσε τα μάτια»; «Είχε λειτουργήσει και αρκετά θετικά όλο αυτό, απλώς η έκθεση έχει το πολύ κακό ότι σε χρησιμοποιεί άτσαλα ο Τύπος, δεν σε σέβεται. Επίσης, στην Ελλάδα, ταυτίζεσαι υπερβολικά με τους ρόλους που παίζεις. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό… Δηλαδή, άμα κάνεις τη χαζή, θεωρείσαι χαζή. Αμα κάνεις την πουτάνα, θεωρείσαι πουτάνα. Αμα κάνεις τη βορειοπροαστιώτισσα, είσαι βορειοπροαστιώτισσα και πάει λέγοντας. Ας ηρεμήσουμε λίγο. Ηθοποιοί είμαστε, που παίζουν ρόλους».
Σε κουράζει να παίζεις στην ίδια παράσταση κάθε βράδυ; «Δεν είναι ποτέ η ίδια παράσταση, γιατί δεν είναι ποτέ το ίδιο κοινό. Προσπαθώ, όσο μπορώ, το τελευταίο βράδυ της παράστασης να είναι σαν το πρώτο, να τα δίνω όλα. Σαν πρώτο ραντεβού που θες όλα να πάνε καλά και είσαι με κεραίες τεντωμένες. Αυτή είναι η ιδεολογία μου». l
* «Οδός Πολυδούρη»: Θέατρο Βασιλάκου (Προφ. Δανιήλ 3 και Πλαταιών), από τις 8 Μαΐου και για 16 παραστάσεις (Πέμπτη έως Κυριακή, στις 21.00).
** Η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου του 1902 και πέθανε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου του 1930. Τη ζωή και το έργο της επηρέασε καθοριστικά ο μεγάλος της έρωτας με τον αυτόχειρα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928). Τη χρονιά του θανάτου του κυκλοφόρησε η συλλογή της «Οι τρίλλιες που σβήνουν», στην οποία ξεχωρίζει το ποίημα «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Απριλίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ