Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η Ανάσταση του Χριστού, το «έαρ του έτους» και το «έαρ το πνευματικόν», δεν είναι μια ανάπαυλα στη βορά και στη φθορά της χειμερίας νάρκης, αλλά είναι υπόδειξη ενός άλλου τρόπου ζωής, μιας «άλλης βιοτής», όχι της θανής, αλλά της ορθρινής, του όρθρου μιας άλλης ζωής.

Στους Ιερούς Ναούς κάθε μέρα τη Μ. Εβδομάδα απολαμβάνει κανείς μια «σκηνοθεσία» αιώνων, ένα τυπικό που καταρτίστηκε από τον σκηνοθέτη της αργόσυρτης παράδοσης με αγάπη, πόθο καρδιακό, προσδοκία πνευματικού γάμου, μια εναλλαγή τροπαρίων και ευχών, ιερέων και ψαλτών, κίνησης λόγων και αλογίας εσωτερικής, μια πραγματική γαμήλια τελετή.

Εκεί ακούει κανείς για τον Νυμφίο που έρχεται «εν τω μέσω της νυκτός», για τον «Νυμφώνα τον κεκοσμημένον», και απαιτείται να έχη κανείς «ένδυμα γάμου» για να εισέλθη σε αυτόν για το «εκούσιον πάθος» που το ζη θυσιαστικά όποιος αγαπά πραγματικά και όχι αυτιστικά για την αγάπη στον εράσμιο Νυμφίο που έρχεται για «γάμους» και πρόκειται να δώση «δώρα» νυμφικά, αλλά και ο ίδιος είναι «Νυμφίος ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους», για την πόρνη που δοξάστηκε γιατί ηγάπησε πολύ «και εξαίφνης σώφρων ώφθη», χωρίς άλλες διαδικασίες για τον Νυμφίο της Εκκλησίας που «ήλοις (με καρφιά) προσηλώθη» στον Σταυρό για τον «ωραίον κάλλει παρά πάντας βροτούς», που φαίνεται ως νεκρός, Αυτός που ωράισε τα πάντα για το «γλυκύ έαρ», του νεκρού κατά την ανθρώπινη φύση, αλλά ζωντανού κατά τη θεία φύση, Αυτού που έλαμψε «εκ του τάφου ωραίος δικαιοσύνης ημίν Ηλιος».
Ολες οι εκφράσεις αυτές δηλώνουν ότι ο Χριστός έρχεται ως Νυμφίος και όχι ως δεσπότης εξουσιαστής, θέλει να συνάψη γάμο πνευματικό με τον άνθρωπο και να τον γεμίση με δώρα και όχι να τον εκμεταλλευθή θρησκευτικά και εξουσιαστικά. Νυμφίος, έρωτας, θυσιαστική αγάπη, θάλαμος νυμφικός ο τάφος και ο Αδης, συνάντηση μετά την Ανάσταση με τους Μαθητές, ακόμη και με τον αρνητή Πέτρο, για να δώση τα δώρα της ειρήνης και της χαράς. Ολα αυτά δείχνουν ότι είναι Θεός αγάπης. Και θυμίζουν τον λόγο του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, που τον επαναλαμβάνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ότι ο Θεός είναι έρως και εραστόν, και ως έρως κινείται προς τον άνθρωπο και ως εραστόν ελκύει προς τον εαυτό Του τα του έρωτος δεκτικά.

Αυτά αν τα αντιπαραβάλη κανείς προς την άλλη κατάσταση, τη θρησκευτική, πολιτική και λαϊκή, ήτοι τους Γραμματείς και Φαρισαίους που είναι υποκριτές και εκφραστές του σκληρού νόμου, τον Πιλάτο που φοβάται να μη χάση την εξουσία του την πολιτική, τους φοβισμένους μαθητές που ζουν φανταστικά με την ιδιοτέλεια και την ένδοξη μεσιανικότητα, τους Σαδδουκαίους που ζουν με την ελευθεριάζουσα λογική, τον λαό με τις επιπόλαιες μεταπτώσεις, τότε βλέπει την ανέραστη ζωή, που κινείται έξω από τον Νυμφώνα τον εορταστικό.

Τελικά, ο Θεός της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν είναι ο σαδιστής Πατέρας του Σαρτρ, αλλά ο Θεός της θυσιαστικής αγάπης του Παπαδιαμάντη. Δεν είναι ο φεουδάρχης Θεός, που επιθυμεί να εξιλεώνεται με το αίμα του Υιού Του, κατά τους σχολαστικούς θεολόγους της Δύσεως, αλλά ο Νυμφίος που αυτοθυσιάζεται για να γίνη φάρμακο ζωής για τον άνθρωπο, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο είναι ο φαινομενικά ηττημένος που νικά τον θάνατο, ο οποίος ομοίαζε για νικητής.

Ξέρουμε από την καθημερινή μας εμπειρία ότι κάθε ηδονή συνδέεται με την οδύνη. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι σχεδίασε μια ανδρική σιλουέτα σχισμένη στα δύο στο ύψος της κοιλιάς, με «δύο κορμιά, δύο γενειοφόρα κεφάλια, και τέσσερα μπράτσα, σαν σιαμαία δίδυμα ενωμένα στη μέση» και τιτλοφόρησε το σκίτσο αυτό «αλληγορία της ηδονής και του πόνου». Ετσι κυλά ο ανθρώπινος βίος, αφού η ηδονή φέρνει οδύνη-πόνο, και η νέα ηδονή για την υπέρβαση του πόνου φέρνει μεγαλύτερη οδύνη, οπότε δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Αυτό θα γίνεται έως ότου βιώση κανείς τον πόνο της αυτοθυσιαστικής αγάπης, ώστε να ζήση τον άλλον τρόπο ζωής, την εκούσια οδύνη που θεραπεύει κάθε παράλογη εκούσια ηδονή.

Η αληθινή ζωή σταυρώνεται αγαπητικά και κατεβαίνει θριαμβευτικά στον Αδη της απελπισίας και του θανάτου. Ο πνευματικός ήλιος ανατέλλει από τον ζωοδότη τάφο. Η αληθινή ζωή πηγάζει από τον Σταυρό και την αυτοκένωση. Ο Νυμφίος που προσφέρει υπερκόσμια αγάπη κάνει γάμους με αυτούς που σταυρώνουν τη φιλαυτία και αγαπούν. Ο Ντοστογέφσκι έβαλε στο στόμα του αββά Ζωσιμά το ερώτημα «τι είναι Κόλαση», αλλά και την απάντηση, ότι Κόλαση είναι «το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς». Και συνεχίζει: «Μια φορά, μέσα στο άπειρο, το άμετρο σε χρόνο και σε διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη _ με την εμφάνισή της στη Γη _ η δυνατότητα να πει στον εαυτό της: Υπάρχω και αγαπώ». Πόσες φορές χάνουμε αυτή την ευκαιρία!

Ο Νυμφίος, ο «κάλλει ωραίος», που σταυρώθηκε από αγάπη για τον ερωμένο, που ανέτειλε εκ του τάφου ως ήλιος, δείχνει τον «μανιακό» πόθο της αγάπης, φανερώνει τον άλλον τρόπο ζωής, την άλλη βιοτή, πέρα από την απάνθρωπη μέγκενη της οικονομικής κρίσης, δείχνει ότι η κάθε «κόλαση» είναι μια εικονική πραγματικότητα που συνδέεται με το ψεύδος και την υπερηφάνεια. Και όταν αποσυνδέση κανείς την πρίζα, εξαφανίζεται αμέσως η εικονική πραγματικότητα και ρίχνει τον άνθρωπο στο σκοτάδι της απόγνωσης.

Η αναζήτηση του «είναι», πέραν του «έχειν», η επιδίωξη της ελευθερίας πέραν της ατομικής ευτυχίας, η βίωση της φιλοθεΐας και φιλανθρωπίας, πέραν της φιλαυτίας, είναι ο άλλος τρόπος ζωής και βιοτής _ υπαρξιακής και πνευματικής _, το αληθινό Πάσχα, «η διάβαση του Λόγου στον ανθρώπινο νου».