Η
ΑΛΒΑΝΙΑ είναι μια χώρα που έμεινε για πολλά χρόνια στην απόλυτη απομόνωση. Το κομμουνιστικό καθεστώς από το 1945 ως το 1990 φρόντισε να αποκόψει κάθε δίαυλο επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Η οικονομική καθυστέρηση ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Στα τέλη του 20ού αιώνα η Αλβανία είχε μείνει στάσιμη στην εποχή πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Υπήρχαν μόνο ορισμένοι απομονωμένοι θύλακοι βαριάς βιομηχανίας στο Δυράχιο και στο Φιέρι. Η συντριπτική πλειονότητα του αλβανικού πληθυσμού παρέμενε ορεσίβια και ασχολούνταν με τη γεωργία. Τα χωριά ήταν πάμπτωχα και απομονωμένα. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας τους ήταν συνήθως ο ασύρματος του αστυνομικού τμήματος. Το ορεινό έδαφος, η απουσία δρόμων και οχημάτων έκανε την επικοινωνία αδύνατη.


Η κατάσταση αυτή συντήρησε και τις παραδοσιακές σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα αλβανικά φύλα, που συχνά ήταν εχθρικές. Ο αυταρχισμός του καθεστώτος εμπόδιζε την εκδήλωση των ιστορικών διαμαχών, οι οποίες όμως αναζωπυρώθηκαν μόλις εξέλιπε η απειλή της κομμουνιστικής αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών. Οι Γκέγκηδες στον Βορρά και οι Τόσκηδες στον Νότο, τα δύο σημαντικότερα και πιο πολυάριθμα αλβανικά φύλα, δεν χωρίζονται μόνο από τον ποταμό Σκούμπη, ο οποίος κόβει την Αλβανία στα δύο. Χωρίζονται και από μια αμοιβαία αντιπάθεια που πηγαίνει πίσω αιώνες.


Εχουν διαφορετικά έθιμα, μιλάνε διαφορετικές διαλέκτους της αλβανικής γλώσσας, έχουν διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Αλλωστε ο Νότος έχει να μετρήσει πολλές σημαντικές (για τα μέτρα της χώρας) πόλεις, όπως ο Αυλώνας, η Κορυτσά, οι Αγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, η Πρεμετή κ.ά. Αντίθετα, ο Βορράς έχει μόνο μία σημαντική πόλη, τη Σκόδρα…


Τώρα οι Τόσκηδες διαμαρτύρονται για την εξουσία που έχασαν, για τα λεφτά που τους έκλεψαν οι Γκέγκηδες, για τη φτώχεια που τους δέρνει, για όλα τα άσχημα της ζωής τους. Η αγανάκτησή τους μεγαλώνει ακόμη περισσότερο καθώς οι «πυραμίδες» που τους έφαγαν τα χρήματα ανήκαν σε Γκέγκηδες, αυτούς τους «άξεστους και αμόρφωτους» που ήταν τα παραδοσιακά «κορόιδα» των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Αλβανών. Αντιδρούν λοιπόν με τον μόνο τρόπο που γνωρίζουν, παίρνουν τα Καλάσνικοφ και πυροβολούν, άλλοτε στον αέρα, άλλοτε εναντίον των αντιπάλων τους… Δεν είναι βέβαια η πρώτη εξέγερση που γίνεται στην Αλβανία.


Η συμπεριφορά των πόλεων στις εξεγέρσεις των έξι τελευταίων χρόνων ακολουθεί ένα πολιτικό – γεωγραφικό υπόδειγμα το οποίο είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό. Η Σκόδρα είναι η πόλη από την οποία ξεκίνησε η ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος τον Ιανουάριο του 1990. Ο πληθυσμός της εξεγέρθηκε, οι διαδηλωτές εξουδετέρωσαν την αστυνομία και τελικά χρειάστηκε η αποστολή μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων για να αποκατασταθεί η ηρεμία. Λίγους μήνες αργότερα τα επεισόδια στην Καβάγια έδιναν τη χαριστική βολή στις προσπάθειες του Ραμίζ Αλία να διασώσει το καθεστώς. Από μια πρώτη ματιά όλα έμοιαζαν με τις επαναστάσεις εναντίον της κομμουνιστικής εξουσίας που σάρωσαν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα ιδεολογικά επιχρίσματα ήταν κατάλληλα για να δίνουν μια ερμηνεία των γεγονότων στο τηλεοπτικό κοινό. Στην Αλβανία, εκείνες τις ημέρες, στην καρδιά και στη σκέψη των κατοίκων της υπήρχε κάτι πολύ πιο απτό: οι Γκέγκηδες επαναστατούσαν εναντίον της εξουσίας των Τόσκηδων που είχε κρατήσει 40 τόσα χρόνια.


Ο Αυλώνας (στα αλβανικά Βλόρε) είναι η σημαντικότερη πόλη του Νότου, το επίκεντρο σήμερα της εξέγερσης εναντίον του Σαλί Μπερίσα και του καθεστώτος του. Οι άνθρωποι εδώ είναι ένοπλοι και αποφασισμένοι. Αλλωστε έχουν μια μακρά παράδοση επαναστάσεων και αυτό το πνεύμα περνάει από γενιά σε γενιά. Τα παιδιά επισκέπτονται το σπίτι στην παραλία, όπου ανακηρύχθηκε το 1912 η βραχύβια τότε ανεξαρτησία της Αλβανίας και ακούν το κήρυγμα των δασκάλων τους για την «αδάμαστη δράση των «αετών»». Στη συνέχεια έπαιρναν πρακτικά μαθήματα πολεμικής τέχνης για να υπερασπιστούν τη ναυτική βάση που ήταν εκεί κοντά. Η ηγεσία του παλιού καθεστώτος τούς είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.


Λίγα χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο του Αυλώνα, προς τον Νότο, ήταν στα χρόνια του παλιού καθεστώτος ένα σύμπλεγμα από βίλες προοριζόμενες για τις θερινές διακοπές των μελών του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας. Ακόμη νοτιότερα, το Αργυρόκαστρο ήταν η «κόκκινη πόλη», το άντρο των κομμουνιστών.


Στον Αυλώνα και στο Αργυρόκαστρο ο αλβανικός πληθυσμός είναι Τόσκηδες, όπως άλλωστε ήταν και η συντριπτική πλειονότητα της ηγεσίας του προηγούμενου καθεστώτος. Γι’ αυτό και το 1990 οι πόλεις αυτές παρέμειναν ήσυχες ως την τελευταία στιγμή.


Ο Μπερίσα έδωσε το δικό του δείγμα της σημασίας που αποδίδεται στη φυλετική συγγένεια. Μόλις ανέλαβε την προεδρία της Αλβανίας αντικατέστησε το σύνολο των ανδρών της προεδρικής φρουράς. Τώρα οι στρατιώτες που την επανδρώνουν προέρχονται αποκλειστικά από το Κοσσυφοπέδιο, δηλαδή τον τόπο καταγωγής του ίδιου του Μπερίσα. Για άλλη μια φορά οι ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές διαχωρισμού χάνονται. Οι στρατιώτες μπορεί να είναι δεξιοί, αριστεροί ή οτιδήποτε άλλο. Ουδείς ενδιαφέρεται… Πάνω από όλα είναι συντοπίτες του προέδρου, ανήκουν στην ίδια μεγάλη οικογένεια και η παράδοση αιώνων τους υποχρεώνει να παραμείνουν πιστοί στο πρόσωπό του. Ταυτόχρονα, αυτή η προεδρική φρουρά είναι ό,τι πιο μισητό στα Τίρανα. Μέλη και οπαδοί όλων των κομμάτων εκφράζουν τα ίδια συναισθήματα απέναντι στους «Κοσοβάρους του Μπερίσα», έστω με διαφορετικό τρόπο. Η αιτία είναι απλή: τα Τίρανα κατοικούνται κυρίως από Τόσκηδες, έστω και αν βρίσκονται μέσα σε περιοχή Γκέγκηδων.


Το προηγούμενο καθεστώς είχε φροντίσει να μεταφέρει από τη δεκαετία του 1950 στην πρωτεύουσα πληθυσμό από τον Νότο και να ανατρέψουν τις αναλογίες ανάμεσα στα δύο φύλα. Ανάμεσά τους ήταν και πολλοί Ελληνες, πολλοί από τους οποίους στην πορεία απώλεσαν την εθνική τους ταυτότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και η κυβέρνηση πήρε έκτακτα μέτρα στα Τίρανα, αν και η πόλη ήταν σε γενικές γραμμές ήσυχη… Απαγόρευσε την κυκλοφορία τη νύχτα, ανέπτυξε την αστυνομία σε όλο το κέντρο και ενεργοποίησε τις στρατιωτικές μονάδες που είναι εγκατεστημένες κοντά της. Αντίθετα, στη Σκόδρα δεν πάρθηκε κανένα προληπτικό μέτρο.


Η ίδια προσέγγιση χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του Μπερίσα απέναντι στον στρατό. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στην καταγωγή των στελεχών. Οι Κοσοβάροι ανέλαβαν τον έλεγχό τους, ιδιαίτερα των ειδικών δυνάμεων οι οποίες σχηματίστηκαν πρόσφατα με την άμεση συνδρομή των Αμερικανών και είναι οι μόνες αξιόμαχες. Ο υπόλοιπος αλβανικός στρατός είναι πρακτικά διαλυμένος, με χαμηλό ηθικό και χωρίς εκπαίδευση. Οσο για τις μυστικές υπηρεσίες, αυτές βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο στενών προσωπικών φίλων του Μπερίσα. Αυτό τις έκανε και πιο μισητές στους εξεγερμένους. Δεν είναι τυχαίο ότι στον Αυλώνα οι άνδρες των μυστικών υπηρεσιών εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες μόλις καταλήφθηκε το κτίριο που τους στέγαζε. Η πολιτική και οι «φάρες»


ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ επιστήμονες στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ θεωρούσαν ότι στον Νότο ήταν η «πολιτική βάση» του κομμουνιστικού καθεστώτος. Στην πραγματικότητα στον Νότο βρίσκονταν οι συγγενείς, τα μέλη της ίδιας «φάρας», του ίδιου φύλου και ελάχιστη σημασία είχε η ιδεολογία ή η ονομασία του κόμματος. Ο «μεγάλος τιμονιέρης» της Αλβανίας, ο Εμβέρ Χότζα, ανήκε σε μια από τις μεγάλες οικογένειες του Αργυροκάστρου με δεκάδες συγγενείς στην Κορυτσά. Το ίδιο και άλλοι παράγοντες του καθεστώτος. Η σχέση μέσα στο φύλο ήταν η κυρίαρχη και όλα τα άλλα δευτερεύοντα.


Το ίδιο συμβαίνει τώρα με το Δημοκρατικό Κόμμα. Η ηγεσία του έχει περιέλθει σχεδόν εξ ολοκλήρου στους Γκέγκηδες και ιδιαίτερα στους καταγόμενους από την περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Ο Μπερίσα βεβαίως δεν έχει ιδεολογικές προκαταλήψεις εναντίον των Τόσκηδων για τη συμπεριφορά τους κατά το κομμουνιστικό καθεστώς, αφού ο ίδιος διετέλεσε στέλεχος της οργάνωσης νεολαίας του Κόμματος Εργασίας και αργότερα προσωπικός γιατρός του Εμβέρ Χότζα και των μελών του Πολιτικού Γραφείου. Η επίμονη προτίμησή του στους Γκέγκηδες οφείλεται σε άλλους λόγους…


Στα πρώτα βήματα του Δημοκρατικού Κόμματος η κατάσταση ήταν σημαντικά διαφορετική. Λίγο πριν από τις εκλογές που οδήγησαν το Δημοκρατικό Κόμμα στην κατάληψη της απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας έγινε μια μεγάλη εσωκομματική σύγκρουση. Οι δύο κορυφαίοι αντίπαλοι ήταν ο Σαλί Μπερίσα και ο Γκράμος Πάσχο. Οταν όλα τελείωσαν ο Πάσχο και οι οπαδοί του είχαν εκδιωχθεί από το κόμμα και για ένα σημαντικό διάστημα υπέστησαν τα πάνδεινα καθώς τους έδερναν στον δρόμο, βίαζαν τις γυναίκες ή τις κόρες τους στο κέντρο των Τιράνων ώσπου να υποχρεώσουν πολλούς από αυτούς να εγκαταλείψουν τη χώρα. Για άλλη μια φορά η γραμμή διαχωρισμού των δύο πτερύγων χαράχτηκε με το μολύβι των φυλετικών διαφορών τους.