Εδώ και χρόνια έχω την άποψη ότι η κομμουνιστική και κομμουνιστογενής Αριστερά, στην προσπάθειά της να επεξεργαστεί μια «λαϊκή» ανάγνωση της ελληνικής Ιστορίας, έχει διολισθήσει σε μια ανάγνωση λαϊκίστικη, και μάλιστα διανθισμένη συχνά με εθνικιστικά στοιχεία. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, στοιχεία ενός πρωτόγονου και στρεψόδικου αντιξενισμού/αντιδυτικισμού. Με άλλα λόγια, ο εθνικολαϊκισμός, που στις ημέρες των Αγανακτισμένων και των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ γνώρισε και γνωρίζει νέες ημέρες δόξας, έχει βαθιές ρίζες στο πρόσφατο αλλά και παλαιότερο παρελθόν της χώρας.
Δεν λέω, έχουν κι αυτοί το δίκιο τους όσοι για την παρ’ ημίν άνθηση του εθνικολαϊκισμού αποδίδουν μεγάλες ευθύνες στον Ανδρέα Παπανδρέου και στο ΠαΣοΚ. Εφερε και ο Ανδρέας αρκετά κιλά λαϊκισμού στις βαλίτσες του («Δεν υπάρχει κανένας θεσμός, μόνο ο λαός» κ.λπ.), όμως ο σπόρος που έσπειρε δεν θα είχε ίσως καρπίσει τόσο αν δεν έβρισκε πρόσφορο έδαφος. Ενα έδαφος που το είχε εν πολλοίς προετοιμάσει η και παραδοσιακή λεγόμενη Αριστερά με τον μανιχαϊσμό της και με τη «λαολατρεία» της.
Με προτροπή ενός φίλου, ο οποίος έχει ουκ ολίγα ένσημα στην Αριστερά, ξαναδιάβασα πρόσφατα, στο πλαίσιο αυτού ακριβώς του προβληματισμού, την ομιλία του Αρη Βελουχιώτη στην πλατεία της Λαμίας, στις 18 Οκτωβρίου του 1944. «Θα μείνεις κατάπληκτος με τι τρεφόμασταν και με τι εντυπωσιαζόμασταν στα επαναστατικά μας νιάτα» μου είπε ο φίλος. Είχε δίκιο.
Είπε λοιπόν ο Αρης:
Κάποτε η γωνιά αυτής της Γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήτανε δοξασμένη και ευτυχισμένη, κι είχε έναν πολιτισμό, που επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ’ όλο τον κόσμο.
[…]
Στην εποχή της σκλαβιάς [η χώρα] πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί «έξυπνοι», ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή διασταυρώθηκε μ’ άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ό,τι και να πούνε, δεν έχει καμία αξία. Την ελληνικότητά μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη. Αυτό κανείς δεν το ήθελε. Ούτε οι ξένοι βασιλιάδες, ούτε οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες. […] Ολοι, ξένοι και ντόπιοι, πάλεψαν για να μην ξεσηκωθεί ο λαός και αποχτήσει τη λευτεριά του. […] Ο Γιάννης Καποδίστριας, που μας τον παρουσιάζουν στα σχολειά μεγάλο και τρανό, με προτομές και πορτρέτα, είναι ο πρώτος καταστροφέας της Ελλάδας.
[…]
Οι τρανοί της Γης τρόμαξαν και, χρησιμοποιώντας όλα τα τερτίπια, προσπάθησαν να πνίξουν την επανάσταση. Μα γελάστηκαν. […] Ετσι οι πρόγονοί μας ανάγκασαν όλους τους εχθρούς μας να γλείψουν εκεί που έφτυσαν και ν’ αναγνωρίσουν τους αγώνες μας και την ανεξαρτησία μας.
[…]
Τα παραμύθια του φιλελληνισμού, χάρη στον οποίο αποκτήσαμε δήθεν τη λευτεριά μας, εφευρέθηκαν μόνο και μόνο για να γίνει πιστευτό ότι η πατρίδα μας λευτερώθηκε όχι από τις ίδιες της τις δυνάμεις, μα από τους ξένους. […] Η αντίδραση, ντόπια και ξένη, για να ευνουχίσει τον λαϊκό χαρακτήρα του κινήματος και να επιβάλει νέα σκλαβιά, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα.
Μην μου πείτε ότι δεν πρόκειται για μνημείο θυματοποίησης και μανιχαϊσμού, ιδεολογικής χρήσης της Ιστορίας αλλά και στρεψόδικου, σχεδόν κουτοπόνηρου «φιλολαϊσμού». Ο μπρούτος αντιιμπεριαλισμός και ο εθνοπατριωτικός οίστρος θυμίζουν ομιλία επαρχιακού γυμνασιάρχη της δεκαετίας του 1950 με την ευκαιρία του εορτασμού της 25ης Μαρτίου.
Κατά τον Βελουχιώτη, λοιπόν, ο Φαλμεράγερ ήθελε να αμαυρώσει τον ρόλο της Ελλάδας ως φωτοδότριας του κόσμου επί 2.500 συναπτά χρόνια, οι λαϊκοί αγώνες δεν σταμάτησαν ποτέ κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ο πολύς (sic) Γιάννης (κι άλλο sic) Καποδίστριας, σαν εκπρόσωπος της ξένης και ντόπιας αντίδρασης, το μόνο που επεδίωκε ήταν η καταστροφή της χώρας, τα περί φιλελληνισμού και φιλελλήνων είναι «παραμύθια» που «εφευρέθηκαν», οι ισχυροί της Γης «τρόμαξαν στο άκουσμα της εξέγερσης» και «προσπαθούσαν να την πνίξουν».
Σύμφωνα με το βελουχιώτειο αφήγημα, δεν υπήρξε ποτέ ούτε φιλελληνισμός, ούτε Ναυαρίνο, ούτε εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των εξεγερμένων για το ποιος θα κάνει κουμάντο και, κυρίως, θα βάλει χέρι στα λεφτά του δανείου, ούτε τίποτα. Από τη μια ήταν ο καλός «λαός», έτσι γενικώς και αδιακρίτως, και από την άλλη ο ιμπεριαλισμός, η αντίδραση, η «ξένη ακρίδα» (λείπουν τα «μονοπώλια» από το σχήμα, αλλά αυτά ήρθαν λίγο αργότερα). Τι κι αν το 1827 η εξέγερση είχε ουσιαστικά κατασταλεί και μόνο κάποιες εστίες αντίστασης απέμεναν εδώ κι εκεί, που και αυτές ήταν θέμα χρόνου να σβήσουν; Τι κι αν η χώρα που λέγεται Ελλάδα οφείλει την κρατική (προσοχή, την κρατική, όχι την εθνική) υπόστασή της στο Ναυαρίνο και στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου;
Φοβάμαι ότι από την ίδια αυτή πηγή αρδεύονται και όσοι μιλούν για την «πολεμική αρετή των Ελλήνων», και κάποιοι πιο εξευρωπαϊσμένοι που έγραφαν για το «εγγενώς αντιστασιακό φρόνημα των Ελλήνων», και ο Λαζόπουλος όταν δηλώνει «Ιστορία δεν είναι αυτή που γράφουν τα βιβλία. Ιστορία είναι αυτά που ακούγαμε από τη μάνα μας και τη γιαγιά μας», και ο Σπίρτζης που έχει το πορτρέτο του Βελουχιώτη σε φωσφοριζέ εκδοχή (ο αθεόφοβος!) στο γραφείο του, και οι πούροι και οι ντούροι αριστεροί όταν μιλάνε για τον «αδούλωτο ελληνικό λαό, θύμα πάντα της ντόπιας και ξένης αντίδρασης». Α, ναι, και ο Καμμένος όταν απειλεί τους Τούρκους ότι θα πάθουν ό,τι και το 1821-27. Ο οποίος, όμως, φοβάμαι ότι το κάνει όχι μόνο γιατί αρέσκεται στα κακαρίσματα και στις τζάμπα μαγκιές, αλλά και επειδή αγνοεί ή δεν άκουσε ποτέ (όπως και οι περισσότεροι συμπολίτες μας, άλλωστε) ότι η εξέγερση είχε ουσιαστικά κατασταλεί όταν έγινε το Ναυαρίνο.
Ολοι αυτοί παιδιά και εκβλαστήσεις του αφηγήματος που διαποτίζει και διαπερνά μεταξύ άλλων και τον λόγο του Βελουχιώτη στη Λαμία είναι. Ασφαλώς, δεν είναι όλοι ίδιοι. Μακριά από μένα τέτοιου είδους ισοπεδωτισμοί. Ομως, όλοι με τους ίδιους μύθους τρέφονται και με τους ίδιους μύθους ταΐζουν το ακροατήριό τους. Ο καθένας αυτό που έχει ή που διεκδικεί.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ