Μετά τις δραματικές εξελίξεις της περασμένης Παρασκευής, μετά δηλαδή το ναυάγιο των πρώτων συνομιλιών για τη ρύθμιση των ελληνικών χρεών, η χώρα μας κινείται και πάλι σε άξονα υψηλής αβεβαιότητας.

Η διεθνής αμφισβήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους έχει ενταθεί, οι υποθέσεις που στήριζαν την εφαρμογή των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου αναιρέθηκαν σε μεγάλο βαθμό και πλέον όλοι αντιλαμβάνονται ότι η διεθνής οικονομική κοινότητα θέλει επιπρόσθετες εγγυήσεις και ακόμη περισσότερα μέτρα προκειμένου να αποδεχθεί μια γενναία ρύθμιση των χρεών μας και ένα νέο ισχυρό δανεισμό, ικανό να θέσει την ελληνική οικονομία σε τροχιά βιωσιμότητας, σταθερότητας και επανεκκίνησης.

Το δίλημμα λοιπόν για ακόμη μια φορά τίθεται στην Αθήνα, η οποία καλείται είτε να αποδεχθεί αποφάσεις που δεν θα ελάμβανε ποτέ μόνη της, είτε να αντιδράσει, να μην αποδεχθεί την πίεση και μονομερώς να διαγράψει χρέη, αναλαμβάνοντας βεβαίως το βάρος και την ευθύνη μιας τέτοιας επιλογής.

Η πρώτη επιλογή ούτε απλή είναι ούτε εύκολη στην εφαρμογή της. Θα απαιτήσει εσωτερική συνοχή, συνέπεια και ενότητα. Οι χθεσινές ψηφοφορίες στη Βουλή κατέδειξαν ότι τίποτε δεν είναι εξασφαλισμένο και ανέδειξαν το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, το οποίο και γεννά τη δυσπιστία των ξένων.

Η άλλη επιλογή, ωστόσο, είναι ακόμη πιο επικίνδυνη. Στην περίπτωση αυτή, η χώρα θα πτωχεύσει και θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο αποβολής ή της οικειοθελούς αποχώρησης από την ευρωζώνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή.

Κακά τα ψέματα η χώρα και η ηγεσία της οφείλουν να λάβουν εντός των επόμενων δέκα ημερών καθοριστικές αποφάσεις και κυρίως να επιλέξουν τον δρόμο που θα βαδίσει η χώρα, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη και το όποιο πολιτικό κόστος.

Καλώς ή κακώς, ενδιάμεσες λύσεις δεν υπάρχουν. ‘Η θα μείνουμε στο ευρώ με όποιο κόστος ή θα επιστρέψουμε στη δραχμή, προφανώς με πολύ μεγαλύτερο κόστος.