Το νέο σύστηµα εισαγωγής στα ΑΕΙ που προτείνεται από το Υπουργείο Παιδείας και τού οποίου τα κύρια σηµεία δόθηκαν στο «Βήµα» (23 Οκτωβρίου) έχει αρκετά θετικά στοιχεία, αλλά συνολικά κινείται προς λάθος κατεύθυνση. Ας πούµε πρώτα τα θετικά στοιχεία. Αυτά είναι: α) η µείωση των εξεταζοµένων µαθηµάτων, β) ο συνυπολογισµός τής βαθµολογίας των δύο τελευταίων τάξεων τού Λυκείου, γ) η καθιέρωση µιας γενικής δοκιµασίας (τεστ) γνώσεων / δεξιοτήτων, δ) η εξέταση βάσει µιας ευρύτερης ύλης, ε) ο προσδιορισµός τού ύψους βαθµολογίας εισαγωγής (τού συντελεστή βαρύτητας) από τα οικεία τµήµατα (εφόσον δεν καταργηθούν…) των ΑΕΙ.

Το σύστηµα που προτείνεται είναι –σε γενικές γραµµές– ένα β’ σενάριο εισαγωγής στα ΑΕΙ που περιελήφθη στο τελικό πόρισµα τού Εθνικού ∆ιαλόγου για την Παιδεία, προερχόµενο από πρόταση τού (τότε) Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. ∆εν είναι, δυστυχώς, το σύστηµα που κυρίως προτάθηκε για εισαγωγή στα ΑΕΙ, το οποίο στηρίζεται σε µια διαφορετική λογική, στην επίλυση των δύο καίριων προβληµάτων:

α) τού κοινωνικά απάνθρωπου και παιδευτικά αναξιόπιστου χαρακτήρα τού ισχύοντος συστήµατος, και β) τής επαναφοράς τού Λυκείου σε καίρια µορφωτική βαθµίδα, αντί τής φροντιστηριακής (και µάλιστα αποτυχηµένης γενικά) λειτουργίας που έχει σήµερα.

Το πρώτο µείζον πρόβληµα που δεν λύνεται από το προτεινόµενο σύστηµα είναι ο απάνθρωπος και αναξιόπιστος χαρακτήρας του, έστω και αν θεωρείται –και είναι εν πολλοίς– ένα αδιάβλητο σύστηµα. Είναι απάνθρωπο το ισχύον σύστηµα γιατί σε µία και µόνο εξέταση για ένα ολόκληρο έτος και εντός 3 ωρών κρίνεται, σε περίπτωση αποτυχίας που µπορεί να προέλθει και από ένα µόνο µάθηµα, το µέλλον ενός νέου ανθρώπου µε πάµπολλες οικονοµικές, ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Είναι και αναξιόπιστο, γιατί πολλοί επιτυγχάνοντες δεν είναι πάντοτε οι καταλληλότεροι για επιτυχηµένες επιστηµονικές σπουδές ούτε πολλοί αποτυγχάνοντες µειονεκτούν, στην πραγµατικότητα, έναντι όλων αυτών που πέτυχαν! Κι αυτό γιατί το ισχύον σύστηµα δεν επιλέγει µε αξιοπιστία τα καλύτερα µυαλά, τα πιο δηµιουργικά. Επιλέγει µε βάση κυρίως την ικανότητα αποµνηµόνευσης και αναπαραγωγής όγκων πληροφοριών χωρίς ικανότητες κριτικής σκέψης, σύνθεσης και εµβάθυνσης. Το µόνο καλό που έχει –σε µεγάλο βαθµό– είναι ένα αίσθηµα ασφαλείας και αντικειµενικότητας (που κι αυτό ακόµη µπορεί να κλονισθεί αν η επιτήρηση στις εξετάσεις δεν γίνεται µε τη δέουσα υπευθυνότητα σε µικρές ιδίως γεωγραφικές περιοχές ή αν τα γραπτά των µαθητών κάποιων σχολείων κριθούν υπερβολικά αυστηρά λόγω δήθεν τής οικονοµικής στάθµης των µαθητών ορισµένων προνοµιούχων περιοχών ή σχολείων).

Το δεύτερο, εξίσου µεγάλο αν όχι µεγαλύτερο, µειονέκτηµα τού ισχύοντος που διατηρείται και στο προτεινόµενο σύστηµα είναι ότι εξακολουθεί να διατηρεί το Λύκειο ως φροντιστήριο προετοιµασίας για τα ΑΕΙ. Ωστόσο, πρόκειται ως γνωστόν για ένα αποτυχηµένο φροντιστήριο, απαξιωµένο στη συνείδηση των µαθητών και των γονέων προς όφελος τού ιδιωτικού φροντιστηρίου που –µε την πλήρη προσαρµογή του στο ισχύον σύστηµα– έχει αποκτήσει κύρος, αξιοπιστία και τείνει στην πράξη να υποκαταστήσει τη µάθηση στο σχολείο. Το τραγικό είναι ότι έχει αχρηστευθεί στην πράξη το µορφωτικό και παιδαγωγικό έργο των εκπαιδευτικών στο Λύκειο που κρίνονται µε µόνο κριτήριο το πόσο καλοί είναι σε σχέση µε τις εισαγωγικές εξετάσεις.

Η λύση είναι αυτό που προτείναµε στον Εθνικό ∆ιάλογο για την Παιδεία: Η δηµιουργία ενός εθνικού εξεταστικού φορέα στον οποίο θα εξετάζονται οι υποψήφιοι για τα ΑΕΙ (κάτι σαν το ΑΣΕΠ ή τους αντίστοιχους εξεταστικούς φορείς στην Αγγλία και αλλού). Σ’ αυτόν οι υποψήφιοι φοιτητές θα µπορούν να δίνουν εξετάσεις µέχρι και 3 φορές τον χρόνο, εφόσον χρειασθεί να βελτιώσουν τη βαθµολογία τους σε ένα ή περισσότερα µαθήµατα (µε ανάλογη µείωση των µορίων εισαγωγής σε κάθε επανάληψη τής εξέτασης). Ετσι θα γίνει πιο ανθρώπινο το σύστηµα των εξετάσεων και κάθε υποψήφιος θα ρυθµίζει τον χρόνο εισαγωγής στο επιθυµητό τµήµα και µόνον (και όχι όπου τύχει να βρεθεί) ανάλογα µε τον χρόνο προετοιµασίας και τις πραγµατικές του ικανότητες, χωρίς οι εισαγωγικές εξετάσεις να αποτελούν µείζον πρόβληµα σε πανελλήνια κλίµακα. Με αυτόν τον τρόπο το Λύκειο θα απελευθερωθεί από τον φροντιστηριακό του ρόλο και τον βραχνά των εισαγωγικών εξετάσεων και θα τού δοθεί ο χρόνος να εστιασθεί σε µια πραγµατική µόρφωση κατά την περίοδο τής ηλικίας των µαθητών (15 – 18 ετών) που έχουν τη µεγαλύτερη προσληπτική και δηµιουργική ικανότητα. Μια ουσιαστική αναµόρφωση τού προγράµµατος τού Λυκείου θα εξασφάλιζε αυτόν τον καίριο παιδευτικό του ρόλο. Εχοντας αποφοιτήσει από το Λύκειο οι µαθητές, µ’ ένα απολυτήριο που µπορεί να επανακτήσει βαθµηδόν τη χαµένη του αξία, θα προχωρήσουν είτε στις εξετάσεις που θα διεξάγει το Εθνικό Εξεταστικό Κέντρο (από ειδικούς εκπαιδευτικούς τής µαχοµένης Εκπαίδευσης και εξειδικευµένους πανεπιστηµιακούς) µε έγκυρο, αξιόπιστο και αδιάβλητο εξεταστικό σύστηµα, είτε θα στραφούν αµέσως στον χώρο εργασίας. Τα ΑΕΙ, διαφοροποιούµενα ως προς τις απαιτήσεις τους, θα έχουν λόγο στην εισαγωγή των φοιτητών τους διαµορφώνοντας τους όρους εισαγωγής (την απαιτούµενη κατά µάθηµα και κλάδο βαθµολογία).

Αρα τα πραγµατικά προβλήµατα τού σηµερινού αποτυχηµένου συστήµατος εισαγωγής στα ΑΕΙ δεν επιλύονται και µε το προτεινόµενο σύστηµα, απλώς γίνονται ορισµένες βελτιώσεις στο υπάρχον σύστηµα. Εδώ δεν αποτολµήθηκαν πάλι οι ριζικές λύσεις και ανατροπές που απαιτούνταν για ένα θέµα που ενδιαφέρει το µεγαλύτερο µέρος τού ελληνικού λαού. Πιθανότατα λόγω τής δεινής οικονοµικής καταστάσεως στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγµή η χώρα και µε χαίνον το πρόβληµα τής µεταρρύθµισης στην Ανώτατη Παιδεία, η πολιτική ηγεσία τού Υπουργείου Παιδείας έκρινε ότι δεν µπορεί να προχωρήσει τώρα σε ριζικές αλλαγές. Ετσι, δεν λύνεται και αυτή τη φορά το µείζον πρόβληµα τού τρόπου εισαγωγής στα ΑΕΙ σε συνδυασµό µε την απελευθέρωση τού Λυκείου από τον φροντιστηριακό χαρακτήρα του.

Ούτε η ελληνική οικογένεια ανασαίνει, ούτε η Παιδεία µας αναβαθµίζεται.

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ