Που πάει να πει: ούτε εκπρόθεσµο ούτε µεσοπρόθεσµο. Η τύχη του οποίου (µέρα που γράφεται το ιουλιανό αυτό µονοτονικό) δεν έχει ακόµη κριθεί· η λέξη του όµως κρέµεται πάνω από το κεφάλι µας εδώ και κάµποσο καιρό, και µας έχει σπάσει τα νεύρα. Οπότε το προτεινόµενο «εµπρόθεσµο» προτείνεται σαν ανάσα, φυγόκεντρης έστω, αισιοδοξίας.

Ο λόγος για αµοιβαία καλλιτεχνική επίσκεψη Ελλάδας και Αιγύπτου· ακριβέστερα Αθήνας και Καΐρου – Αλεξάνδρειας. Η οποία εγκαινιάστηκε πέρσι το καλοκαίρι στο φεστιβαλικό Σχολείο της Πειραιώς, όπου σε ένα διήµερο µάζεψε πάνω από χίλιους επισκέπτες, αφήνοντας πολλούς απέξω. Και διπλασιάστηκε φέτος, στο πενθήµερο 10 µε 15 Ιουνίου, πρώτα στην Οπερα της Αλεξάνδρειας και την επαύριο στην Οπερα του Καΐρου, γνωρίζοντας ανάλογη επιτυχία. Ελλαδικός κοινός παρονοµαστής: η πλήρης σχεδόν αδιαφορία της δικής µας, έντυπης και ηλεκτρονικής, πληροφόρησης. Σιγά τα αυγά, θα πείτε. Νά όµως που µερικοί τα γουστάρουν: βρασµένα ή τηγανητά· µάτια ή οµελέτα. Οπότε: καλοµελέτα.

Πρόκειται για «Μια µουσική προσωπογραφία του Κ. Π. Καβάφη» (επονοµάστηκε εύστοχα: Rue Lepsius), η έµπνευση, η σύνταξη και η συνεργατική εκτέλεση της οποίας οφείλονται στον Νίκο Ξυδάκη. Αντιγράφω την πρώτη παράγραφο από το ενυπόγραφο κείµενό του στο έντυπο πρόγραµµα: «Η ιδέα ξεκίνησε από µια παραγγελία να κάνω ένα έργο πάνω στον Καβάφη. Το βέβαιο είναι ότι δεν µε ενδιέφερε να µελοποιήσω ποιήµατά του. Επειτα ως Αιγυπτιώτης δεν το θεωρούσα αυτονόητο να ασχοληθώ µε τον Καβάφη, για να µην πω ότι ήταν αυτό που φοβόµουν περισσότερο απ’ όλα. Σκέφθηκα λοιπόν ότι θα είχε µεγαλύτερο ενδιαφέρον να κάνω κάτι για εκείνον µ’ έναν άλλο τρόπο. Σαν να έγραφα ένα µεγάλο τραγούδι αφιερωµένο σ’ αυτόν. Ζήτησα από τον φίλο µου και ποιητή ∆ιονύση Καψάλη να µου γράψει τα λόγια για το τραγούδι αυτό. Το αποτέλεσµα ήταν ο Καψάλης να φιλοτεχνήσει ένα πολύ ανθρώπινο και συγκινητικό πορτρέτο του Καβάφη. Ασφαλώς µι λάει για τα ποιήµατά του, αλλά κυρίως για στιγµές της ζωής και της ζωής του.

Είναι λες και ακολουθεί κατά γράµµα την υπόδειξη που υπάρχει σε ένα καβαφικό ποίηµα που λέει: οι στίχοι σου έτσι να γραφούν που νά ’χουν, ξέρεις, από τη ζωή µας µέσα των.

Τα καβαφικά αυτά ποιήµατα του ∆ιονύση συγκεντρώθηκαν στο µεταξύ σε αυτόνοµη συλλογή, υπό τον τίτλο Στον τάφο του Καβάφη, από όπου αντλούνται όσα ενσωµατώνονται στην καβαφική µουσική προσφορά του Ξυδάκη. Είναι δεκαπέντε, έντιτλα, µοιρασµένα σε τέσσερις ενεπίγραφες ενότητες: «Η Πόλη», «Ουτοπία», «Το πέρασµα του χρόνου», «Μετάληψη». Εκτιµώ εξ επαφής ότι το φιλικό δίδυµο Ξυδάκης – Καψάλης αποδείχτηκε ιδανικό στη συγκεκριµένη περίπτωση. Ζήτηµα χηµείας καταρχήν, αλλά προπάντων συµπληρωµατικής γνώσης και ευαισθησίας.

∆υο λόγια πρώτα για τα καβαφικά του ∆ιονύση. Φυλλοµετρώντας επ’ ευκαιρία για πολλοστή φορά τον τόµο Συνοµιλώντας µε τον Καβάφη: Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιηµάτων (επιµέλεια: Νάσος Βαγενάς, έκδοση: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2000), επιβεβαίωσα την αρχική µου αίσθηση ότι τα περισσότερα ανθολογηµένα ποιήµατα (κάποια µάλιστα διάσηµων ποιητών) είναι συνήθως µέτρια, κάποτε και αφελή, σε σχέση τουλάχιστον µε το καβαφικό τους πρότυπο. Από την άποψη αυτή τα Καβαφογενή του ∆ιονύση Καψάλη αποτελούν ιθαγενή εξαίρεση. Γιατί και πώς, δεν είναι της ώρας να το συζητήσουµε. Αντιγράφω ωστόσο, ως δείγµα γραφής, ένα δίστροφο ποίηµα, που περιέχεται στο µουσικό πρόγραµµα του Νίκου Ξυδάκη (τίτλος του: «Επάνοδος από την Ελλάδα»): Κίτρινη όχθη, θάλασσα µαβιά, / η πόλη που πλησίαζε –κι αυτός, / γυρνώντας, σ’ ένα θρίαµβο φωτός, / εκείνο το πρωί του Οκτωβρίου, να βλέπει απ’ το κατάστρωµα του πλοίου / τα σπίτια, το λιµάνι, την Κορνίς. // Κίτρινη όχθη, θάλασσα µαβιά / κι η πόλη που πλησίαζε αργά / στα µάτια του σαν νά ‘δυε για πάντα.

Μίλησα για εµπνευσµένο κατόρθωµα του Νίκου Ξυδάκη, που προφαίνεται καταρχήν στη σύστασή του και στην επιλογή των συνεργατών. Προηγείται η σύσταση: ένα ευλύγιστο πλέγµα µελοποίησης και προφερόµενου ποιητικού λόγου. Η µελοποίηση µοιρασµένη σε τραγούδια και ιντερµέδια· τα τραγούδια µοιρασµένα στον συνθέτη και στον Τάση Χριστογιαννόπουλο (περιζήτητο βαρύτονο στο εξωτερικό, που παραµένει στο εσωτερικό µάλλον αζήτητος)· τα ιντερµέδια εκτελεσµένα από επτά βιολοντσέλα της Οπερας του Καΐρου και λαϊκή (αιγυπτιακή) ορχήστρα, µε διευθυντή (στο πιάνο) τον ∆ηµήτρη Μπουζάνη. Ο ποιητικός λόγος (διαυγής στα τραγούδια και στην απαγγελία) ακούγεται από τον ∆ιονύση Καψάλη και τον επιγραφόµενο.

Τελευταίο εξάστιχο ποίηµα που αιωρείται στη σκηνή, σφραγίζοντας το απρόβλεπτο αυτό πρόγραµµα:

Από µακριά θα σε µεθάνε / τα φώτα της, µα πάντα θα ‘ναι / πολύς ο κόπος . // Στο βάθος δρόµου µακρινού / µια Αλεξάνδρεια του νου: / υπάρχει τόπος. Αυτά προς το παρόν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ