1. Στις δυό προηγούμενες επιφυλλίδες είδαμε την Αγάπη να απομυθοποιείται – ξαναϋποπτευθήκαμε όμως οτι (για λόγους σχεδόν λειτουργικούς της Υπόστασης) την έχομε ανάγκη – κι είναι μια ηδονή σπουδαία για τον μυημένο. Είδαμε μάλιστα και μια οιονεί-ερμηνείαν αυτής της υπαρξιακής Ανάγκης. Θυμόμαστε άλλωστε την σχεδόν μηχανιστική συμμετοχή/σύμπλεξη του Πλησίον στο στήσιμο του Εγώ μας. Το υποστασιακό-μου DNA, όπως χτίσθηκε κατα την εμβρυακή και τη βρεφική μου ηλικία, περιέχει τις καταβολές των Πλησίον μου – κάτι σάν πουρίνη και πυριμιδίνη που γεφυρώνουν τις δυό ελικοειδείς αλυσσίδες του υπαρξιακού-μου γονιδιώματος (και συγγνώμην γι’ αυτήν την υπερβολική παρομοίωση). Επομένως, αφού είμαστε «συνοικοδομημένοι» με τον Αλλον, αφού έχομε τα δικά-του μπολιάσματα μέσα μας – αφορμή ζητάμε για να συνεχίσομε αυτήν την ηδεία αλληλοκλωνοποίηση, ανασυνδυάζοντας ξανά-και-ξανά το υπαρξιακό-μας γονιδίωμα με νέες συμπλέξεις. Δείξαμε δε (σ’ ένα πραχτικότερο επίπεδο) πόσο πρωτόφαντες Ικανοποιήσεις μας περιμένουν σ’ αυτό το υπαρξιακό άθλημα της Αγάπης.


2. Θα υποστηρίξω τώρα οτι (απ’ την ίδια-του τη φύση) το άθλημα αυτό είναι οιονεί ανταποδοτικό. Πολλά δίνεις, πολλά παίρνεις – μόνο που τώρα αυτό που παίρνεις δέν είναι «οικονομικής» σημασίας:


α) Το δίφραγκο που δίνεις στον επαίτη στα σκαλιά της εκκλησίας, τίποτε σχεδόν δέν σου δίνει πίσω.


β) Αμα όμως παρατήσεις τη δουλιά σου, και πάς στο σπίτι του επαίτη να μελετήσεις την κατάσταση, να οργανώσεις ριζικότερες λύσεις στα προβλήματά του, να βρεις τρόπο να βγούνε τα παιδιά-του απ’ τον φαύλο κύκλο ανέχεια/απάτη, κλπ κλπ -, έ, τότε θ’ αρχίσεις ίσως να βλέπεις τον κόσμο μ’ άλλα χρώματα, το δε χαμόγελο των παιδιών μπροστά σ’ ένα αύριο φιλικότερο θα στηρίξει κυρίως τη δικιά-σου την στεγνωμένη καρδιά. Τότε βλέπεις τί κουβαρντάδικη «ανταπόδοση» παίρνεις, μ’ όλο που δέν την γύρεψες (δέν την υποπτευόσουν κάν) – απλώς είχες ΑΝΑΓΚΗ να κάνεις ό,τι έκανες. Κι είναι η Αγάπη μια Ανάγκη ζωτική, για όσους έχουν μυηθεί στο δυνατό κρασί της…


Αν πάλι δέν την νοιώθεις την ανάγκη, κάτσε κεί και βούλιαζε με τον μονόχορδο μπαγλαμά της υποστασιακής-σου μοναξιάς – ενώ εδώ έξω σε περιμένει μια πολύχορδη Αρπα αγαπητική. H ανάγκη για την Συνανθρωπικότητα δέν είναι αμβλύτερη απ’ την ανάγκη για ψωμί (ζωτικές διαπροσωπικές σχέσεις το λένε). Ετσι, η Αγάπη μπορεί να είναι «σκάνδαλον» – δέν είναι όμως «μυστήριον».


3. Ας δούμε τώρα, άν θέλετε, και την εν χώρω και χρόνω θέση του αντικειμένου της αγάπης μας – διότι πόσο νόημα έχει άραγε η αγάπη του «κολλητού» μου…


Φαίνεται λοιπόν πως η χωρική κι η χρονική απόσταση του αγαπώμενου Συνανθρώπου δυσχεραίνει δυσανάλογα το φούντωμα της Αγάπης – αλλα γιγαντώνει δυσανάλογα και την Ηδονή και την Αυτοπλήρωση τις οποίες η Αγάπη αυτή συνεπάγεται σε σένα τον ίδιο.


Σκεφθείτε εκείνον τον άθεο ιδεολόγο ενος απελευθερωτικού (εθνικού ή κοινωνικού) πιστεύω: Το πρωί της εκτέλεσής του, έκπληκτοι οι φύλακες τον βλέπουν να χαμογελάει. Το πρόσωπό-του λάμπει απ’ την συμμετοχή-του στην Ευτυχία των Μελλοντικών Αλλων – που «θα» την απολαύσουν χάρις στη σημερινή στέρηση της ζωής του. Στην ακραία (αλλ’ όχι ασυνήθη) αυτή περίπτωση, καθώς ο μελλοθάνατος δέν περιμένει «πιλάφια», έχομε να κάνομε με την πυκνότερη επαλήθευση του πιό γνήσιου υποστασιακού μηχανισμού της Αγάπης: Ετούτος ο Ηρως βιώνει δευτερόλεπτα άπειρης διάρκειας και έντασης – γι’ αυτό και ο θάνατος δέν τον αφορά(1)…


Ας έρθομε όμως και στη δική-μας καθημερινότητα: Τα παιδιά-σου τ’ αγαπάς; Ναι. Τα εγγόνια-σου και τα δισέγγονά-σου; Μή βιαστείς ν’ απαντήσεις «ναι, τους αγαπάω», διότι τους έχεις ήδη φεσώσει με τεράστιο ύψος δαπανών που θα πληρώσουν εκείνοι, για να μπορείς εσύ σήμερα να καίς «φτηνό» ρεύμα απο πετρέλαιο: Το πραγματικό κόστος αυτής της ενέργειας (που θά ‘πρεπε να λάβει υπόψη καί τις δαπάνες αναίρεσης των συνεπειών του CO2 στις παγκόσμιες κλιματικές συνθήκες) θα ήταν τεράστιο – και θα «δυσκόλευε» της ζωή-σου «εδώ και τώρα». Κλέβεις λοιπόν ωμότατα τα δισέγγονά σου, τους μετακυλάς κόστος, για να περνάς εσύ καλά – και δέν αισχύνεσαι. Ετούτη η μαστροπεία βέβαια δέν είναι αγάπη. Και κάμποσοι δέν νοιώθουνε καλά γι’ αυτά. Αισθάνονται καταισχύνην. Κι επειδή Αγαπούν την επόμενη γενιά(2), στερούνται μερικά αγαθά κάνοντας λ.χ. συστηματική οικονομία ρεύματος, πάνε στις διαδηλώσεις κόντρα στους αναίσθητους ντιλετάντηδες που μισούν την αιολική ενέργεια – κοντολογής νοιώθουν απο τώρα τη χαρά των Μελλοντικών Αλλων, για όσα θα προσπαθήσομε να μήν υποστούν.


Το ζήτημα είναι πόσοι (και πόσο συχνά) νοιώθουμε έτσι. Κι εκεί, βεβαίως, αναγνωρίζεται το έλλειμμα – έλλειμμα Αγάπης. Αφότου καταργήθηκαν τα κατηχητικά, κι αφότου ούτε οι σαββατιάτικες ομιλίες γίνονται πιά στις κομματικές νεολαίες, πολλοί νομίζουν πως φυτρώσανε στα λάχανα, κι αδιαφορούν για το Εσύ – και για τον πλουτισμό του Εγώ τους μέσα σε μιαν αγαπητική Κοινωνία. Κακό δικό-τους, θα μου πεις.


Οραματίζομαι όμως ενα 5-ετές σχέδιο «Αναβάθμισης της Αξιολογίας», κι επαναμύησης στο ωραίο κρασί της Αγάπης. Καί αυτό πολιτικό θέμα είναι κατα βάθος. Την Πόλιν αφορά, και τον περιρρέοντα δεσμό των Πολιτών. Και το πατριωτικό σύνθημα θα ήταν «κάτω η συναισθηματική απίσχναση!».


(1) Εδώ ταιριάζει γάντι η Αριστοτελική ρήση (Ηθ. Νικ. 1169 α, 18-35): «Το της πατρίδος ένεκα πολλά πράττειν, κάν δέη υπεραποθνήσκειν – ολίγον γαρ χρόνον ΗΣΘΗΝΑΙ ΣΦΟΔΡΑ έλοιτο. Τοις δε υπεραποθνήσκουσι, τούτ’ ίσως συμβαίνει· αιρούνται γαρ μέγα καλόν ΕΑΥΤΟΙΣ»!


(2) H πιό χειροπιαστή αίσθηση της Αθανασίας είναι η αιωνιότητα του ανθρώπινου γένους – αυτός ο ωκεανός όπου θα χυθεί και το ρυάκι των δικών-μου βιολογικών και πολιτισμικών καταβολών…


Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.