Ολοκληρώνεται εντός της εβδομάδας η συμφωνία της ΔΕΗ με τις πέντε πιστώτριες τράπεζες για την αναχρηματοδότηση δανείων ύψους 1,475 δισεκ. ευρώ (1,3 δισεκ. ευρώ, συν επιπλέον 175 εκατ. ευρώ). Ήδη, η συμφωνία έχει εγκριθεί από την Εθνική Τράπεζα και έως το τέλος της εβδομάδας θα ακολουθήσουν και οι άλλες τέσσερις τράπεζες. Επιπλέον, εξασφαλίστηκε γραμμή χρηματοδότησης ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ για το 2019, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν, εφόσον χρειαστεί, για την αποπληρωμή δόσης του ομολογιακού δανείου.

Αυτά ανέφερε σήμερα Τρίτη σε δημοσιογράφους, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ κ. Μανόλης Παναγιωτάκης, στο περιθώριο της τελετής υπογραφής δανειακής σύμβασης 45 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, μεταξύ της επιχείρησης και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ).
Η ΕΤΕπ θα στηρίξει το πρόγραμμα επενδύσεων στο δίκτυο ηλεκτρισμού ύψους 170 εκ. ευρώ του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ), εταιρεία 100% θυγατρική της ΔΕΗ. Η ΕΤΕπ και η ΔΕΗ υπέγραψαν τη δεύτερη δανειακή σύμβαση των 45 εκατ. ευρώ, κονδύλι που αποτελεί μέρος της συνολικής χρηματοδότησης των 85 εκατ. ευρώ. Η ΕΤΕπ θα χρηματοδοτήσει το 50% του νέου προγράμματος για την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά καθώς και για την καλύτερη παροχή ανανεώσιμης ενέργειας από το εθνικό δίκτυο.
Σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτάκη, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και τα δίκτυα θα αποτελέσουν την ατμομηχανή της ανάπτυξης της ΔΕΗ στο μέλλον. Όπως επεσήμανε, τα δίκτυα θα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την ανάπτυξη των ΑΠΕ αλλά και για την αναβάθμιση του ρόλου των καταναλωτών.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Γιώργος Σταθάκης, μεταξύ άλλων, μιλώντας κατά τη σημερινή τελετή υπογραφής της δανειακής σύμβασης, υπογράμμισε ότι «η μακροπρόθεσμη επένδυση για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των υποδομών ηλεκτρισμού σε όλη την Ελλάδα είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση αξιόπιστης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και για την κάλυψη των αυξημένων ενεργειακών αναγκών μέσα στα επόμενα χρόνια».