Τ
Ο 1996 μια ιστορική «φίρμα» του ελληνικού λιανεμπορίου, η Αφοί Διαμαντή ΑΕ, έκλεισε. Το 1997 ήταν η σειρά της εταιρείας Μεϊμαρίδης – Πιρπίρογλου ΑΕ με τα καταστήματα «Ακρον – Ιλιον – Κρυστάλ». Στην αγορά ήδη στοιχηματίζουν για το ποια θα είναι την επόμενη. Και απ’ ό,τι φαίνεται, οι υποψήφιες δεν είναι λίγες. Οπως μάλιστα λέγεται, δύο εταιρείες, η μία από τον κλάδο της διακόσμησης και η άλλη από τον χώρο του παραδοσιακού λιανεμπορίου, αντιμετωπίζουν οξύτατα οικονομικά προβλήματα.


Το λιανεμπόριο βρίσκεται πλέον σε οριακό σημείο. Εφέτος οι πωλήσεις των λιανεμπορικών επιχειρήσεων είναι μειωμένες κατά 20%-25% και ο Μάιος είναι ένας πολύ κακός μήνας. Η κρίση της αγοράς ή μάλλον η «κόπωση» των καταναλωτών έβγαλε στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα των εμπορικών επιχειρήσεων.


Το γεγονός ότι η κρίση, εκτός από τις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις, «χτυπάει» και μεγάλες παραδοσιακές εταιρείες οφείλεται ­ καθώς λέγεται ­ στην αδυναμία των τελευταίων να συλλάβουν τα μηνύματα των καιρών και εγκαίρως να προσανατολιστούν σε νέους δρόμους. Οσες επιχειρήσεις το αντελήφθησαν και έκαναν τη «στροφή» την κατάλληλη στιγμή, απ’ ό,τι φαίνεται, κατόρθωσαν να σταθούν και εν συνεχεία να αναπτυχθούν.


Οπως για παράδειγμα από το παραδοσιακό εμπόριο οι εταιρείες Γ. Κλαουδάτος ΑΕΕ και Αφοί Λαμπρόπουλοι ΑΒΕΕ.


Η πρώτη, μια παραδοσιακή αλυσίδα πολυκαταστημάτων, γρήγορα διαπίστωσε ότι η δυναμική της προηγούμενης στρατηγικής της είχε εξαντληθεί και έτσι άρχισε η κάμψη. Τότε, περί το 1993, η οικογένεια Κλαουδάτου αναζητεί νέα στρατηγική, την οποία βρήκε, μετά από πολλές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, στον αγγλικό όμιλο British Home Stores.


Ετσι ο Bhs ήλθε στην ελληνική αγορά και το ένα μετά από το άλλο τα πολυκαταστήματα Κλαουδάτου μετατρέπονταν σε ευρωπαϊκού τύπου καταστήματα, όπου κανείς μπορεί να βρει είδη ένδυσης και υπόδησης σε καλή ποιότητα και χαμηλή τιμή. Το 1996 λειτουργούσαν 10 καταστήματα Bhs ανά την Ελλάδα και οι πωλήσεις τους ήταν 5,8 δισ. δρχ. έναντι 5 δισ. δρχ. το 1995. Η αντίστοιχη ισπανική αλυσίδα καταστημάτων Zara είχε κάνει την εμφάνισή της σημειώνοντας εξαιρετική επιτυχία.


Ο κ. Αθ. Κλαουδάτος, μιλώντας γενικότερα για τις ανακατατάξεις του λιανεμπορίου, επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι «όποιος δεν πήρε το μήνυμα των καιρών βρέθηκε εκτός νυμφώνος» και προσέθεσε ότι από τις αρχές της δεκαετίας «τα πράγματα στην αγορά άρχισαν να αλλάζουν. Οι οικονομικές συνθήκες και κατά συνέπεια η συμπεριφορά του καταναλωτή άρχισαν να διαφοροποιούνται. Και το μήνυμα ήταν σαφές: το εμπόριο έπρεπε να παρακολουθήσει τις αλλαγές των καταναλωτικών προτύπων και να αλλάξει μαζί τους».


Παράλληλη, σε μια διαφορετική όμως κατεύθυνση, ήταν και η πολιτική που ακολούθησε η εταιρεία Αφοί Λαμπρόπουλοι ΑΒΕΕ, μία από τις παλαιότερες εμπορικές επιχειρήσεις στην ελληνική αγορά. Το πρώτο κατάστημα δημιουργήθηκε το 1901. Η εταιρεία μετά από το 1990 κλυδωνίστηκε. Οι πωλήσεις της σημείωσαν πτώση και τα αποτελέσματά της ήταν αρνητικά. Το 1991 διευθετήθηκαν διάφορα οικογενειακής φύσεως προβλήματα.


Και τότε η διοίκηση της εταιρείας αλλάζει στρατηγική. Από το 1992 υιοθετεί το σύστημα shop in the shop. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής γίνονται ορατά από το 1993. Σταδιακά οι πωλήσεις της αυξάνονται και η χρήση της γίνεται κερδοφόρα. Πρόσφατα, όπως είπε μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Χρ. Λαμπρόπουλος, πρόεδρος της εταιρείας, η επιχείρηση αποφάσισε να εισέλθει και στην κατηγορία της «φθηνής ένδυσης», ακολουθώντας την πολιτική του Zara και του Bhs, συνεργαζόμενη με την ιταλική αλυσίδα καταστημάτων «Koin».


Ετσι το 1996 με τρία καταστήματα, στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη, είχε πωλήσεις ύψους 11,4 δισ. δρχ. έναντι 10 δισ. δρχ. το 1995. Αντίστοιχη ήταν και η κερδοφορία της: από 212 εκατ. δρχ. το 1995 ανήλθε στα 413 εκατ. δρχ. το 1996.


Το Μινιόν, από τις ιστορικότερες και πολύπαθες επιχειρήσεις της αγοράς, είναι μια ειδική περίπτωση. Αφού το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πέρασε από πολλές φάσεις, ο νέος ιδιοκτήτης του, ο κ. Λυσ. Ησαϊάδης, προσπαθεί αλλάζοντας τη στρατηγική του να το φέρει σε «απάνεμα νερά». Το 1996 οι πωλήσεις της διατηρήθηκαν στα επίπεδα του 1995, δηλαδή περί τα 11 δισ. δρχ., και τα κέρδη της ήταν περί τα 50 εκατ. δρχ. Η σημερινή διοίκηση της εταιρείας προσπαθεί να φέρει σε μια σειρά τα λειτουργικά μεγέθη της και στρέφεται πλέον στην κατηγορία του μέσου καταναλωτή υιοθετώντας την πολιτική «ανεκτή ποιότητα σε χαμηλή τιμή».


Εκτός όμως από το παραδοσιακό λιανεμπόριο, «αναταράξεις» έχει προκαλέσει η κρίση και στο εμπόριο των ηλεκτρικών συσκευών. Η μείωση του πληθωρισμού και η πτώση των επιτοκίων δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο τον κλάδο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι τιμές των ηλεκτρικών συσκευών παραμένουν ουσιαστικά στα επίπεδα του 1996 είτε έχουν μειωθεί. Καλό για τους καταναλωτές, κακό για τους εμπόρους, τα κέρδη των οποίων λιγοστεύουν.


Συγκεκριμένα τα μικρά καταστήματα που είναι συνασπισμένα σε διάφορους προμηθευτικούς οργανισμούς πωλούν ουσιαστικά στις ίδιες τιμές, με πολύ μικρές αποκλίσεις, με αυτές του 1996 απορροφώντας τις αυξήσεις των εργοστασιακών τιμών, εις βάρος φυσικά του μεικτού περιθωρίου κέρδους τους. Και τούτο επειδή δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά λόγω του ανταγωνισμού των προσφορών που υφίστανται από τις μεγάλες αλυσίδες της αγοράς.


Μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Δ. Γιαλαμάς, διευθυντής του Συνεταιρισμού Εμπόρων Ηλεκτρικών Οικιακών Συσκευών (ΣΕΗΟΣ), που δραστηριοποιείται στη Νότια Ελλάδα με 125 καταστήματα στη δύναμή του, είπε ότι οι μικρές εργοστασιακές αυξήσεις των ηλεκτρικών ειδών που έγιναν εφέτος αντισταθμίζονται από τις πωλήσεις με τη μέθοδο των προσφορών σε χαμηλές τιμές που πραγματοποιούνται στη διάρκεια του χρόνου. Ο ΣΕΗΟΣ από 10 δισ. δρχ. πωλήσεις το 1995 πραγματοποίησε πέρυσι πωλήσεις ύψους 12 δισ. δρχ.


Από την άλλη πλευρά, οι μεγάλες αλυσίδες Ραδιο-Κορασίδης ΕΑΕΕ, Π. Κωτσόβολος ΑΕΒΕ και Ραδιο-Αθήναι ΑΕ, που χρησιμοποιούν κατά κόρο τη μέθοδο των καταναλωτικών δανείων, λόγω της μείωσης του πληθωρισμού και κατά συνέπεια των επιτοκίων, έχουν μειώσει αντίστοιχα τις τιμές. Οπως είπε ο κ. Μαρ. Παράβαλος, πρόεδρος της εταιρείας η μείωση των τιμών των ηλεκτρικών συσκευών ανέρχεται στο 15% περίπου. Η πικρή ιστορία του «Ακρον – Ιλιον – Κρυστάλ» Εκλεισε ένας ταραχώδης κύκλος 72 χρόνων


Η ΙΣΤΟΡΙΑ αρχίζει εκείνες τις ταραγμένες ημέρες του 1922. Μαζί με τους άλλους χιλιάδες ξεριζωμένους Ελληνες της Μικράς Ασίας, ήλθαν στην Αθήνα ο Αναστάσιος Μεϊμαρίδης μαζί με τον αδελφό του Αντώνη και την Κατίνα Πιρπίρογλου. Εδώ βρήκαν τον Αντισθένη Μεϊμαρίδη, τον τρίτο τους αδελφό, που είχε προηγηθεί, πριν από δύο χρόνια, το 1920.


Η οικογένεια προσπαθούσε να ζήσει όπως όπως, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή με τον οποίον προσπαθούσαν να επιβιώσουν οι χιλιάδες πρόσφυγες της Ιωνίας. Ετσι, με ένα καροτσάκι στην οδό Αιόλου πωλούν διάφορα είδη, μεταξύ αυτών και υαλικά. Το εμπορικό δαιμόνιό τους γρήγορα τους οδήγησε στη διαπίστωση πως τα υαλικά είναι η νέα ανάγκη της εποχής και γρήγορα θα αντικαθιστούσαν τα εμαγέ.


Ξεκινούν, λοιπόν, έναν αγώνα δρόμου για να ανοίξουν ένα κατάστημα. Το κατόρθωσαν τρία χρόνια αργότερα, το 1925, στην οδό Αιόλου. Σύντομα ακολουθούν και άλλα δύο και οι τέσσερις νέοι πρόσφυγες μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα διαθέτουν τρία καταστήματα, τα «Κρυστάλ», «Bazaar» και «Γραμμή», στο 81, 83 και 85 της οδού Αιόλου. Η εμπορική δραστηριότητα των αδελφών Μεϊμαρίδη και της Πιρπίρογλου πήρε τη μορφή ομόρρυθμης εταιρείας, την οποία διατήρησε ως και το 1970.


Από εκεί και μετά η ανάπτυξη της εταιρείας είναι ραγδαία και η δραστηριότητά της εξαιρετικώς κερδοφόρα, σε σημείο ώστε τα μέλη της οικογενείας να γίνουν κάτοχοι μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Στη διάρκεια μάλιστα του πολέμου αγοράστηκε το ακίνητο της οδού Σταδίου 26, όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο «Κεντρικόν».


Με τη λήξη του πολέμου ο Αντισθένης Μεϊμαρίδης διασχίζει τον Ατλαντικό και ιδρύει στη Νέα Υόρκη ένα νέο κατάστημα, το «Ακρον». Γρήγορα όμως εγκαταλείπει τα φιλόδοξα σχέδια της πέραν του Ατλαντικού επέκτασης λόγω της σοβαρής ασθένειας του αδελφού του Αναστασίου. Κλείνει το κατάστημα της Νέας Υόρκης και επιστρέφει στην Αθήνα.


Στην οδό Σταδίου 26, όπου ήδη λειτουργεί στο ισόγειο το «Ακρον», απελευθερώνονται και οι υπόλοιποι όροφοι και δημιουργείται ένα μεγάλο κατάστημα επτά ορόφων. Οταν πέθανε ο Αντισθένης Μεϊμαρίδης, η οικογενειακή επιχείρηση διέθετε το «Ακρον» (Σταδίου), το «Ιλιον» (Ερμού), το «Κρυστάλ» (Αιόλου) και το «Domus» στο Κολωνάκι.


Το 1970 από τον κ. Γ. Μεϊμαρίδη γίνεται μια νέα προσπάθεια ανανέωσης και οργάνωσης της επιχείρησης, η οποία όμως δεν ευοδώνεται διότι δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη της οικογενείας. Ο κ. Γ. Μεϊμαρίδης είχε σχέδια εκσυγχρονισμού της επιχείρησης, η υλοποίηση των οποίων απαιτούσε την τοποθέτηση κεφαλαίων, με την οποία διαφωνούσαν τα άλλα μέλη της οικογενείας.


Ετσι δημιουργείται η ομόρρυθμη εταιρεία Μεϊμαρίδης – Πιρπίρογλου, με εταίρους τέσσερις ανώνυμες εταιρείες και ένα φυσικό πρόσωπο: Αφοί Μεϊμαρίδη ΑΕ (πρόκειται για τους Γιώργο και Ιωάννη Μεϊμαρίδη) με 28,33%, Γ. Τ. Μεϊμαρίδη ΑΕ με 25,3%, Ελπίς Προυσάλογλου ΑΕ με 3%, Αντώνιος Μεϊμαρίδης ΑΕ με 28,33% και Αλ. Πιρπίρογλου ΑΕ με 15%. Το νέο εταιρικό σχήμα, παρά τις αντιθέσεις που έκρυβε στους κόλπους του, άρχισε να «περπατάει».


Το 1972 δημιουργείται στη Θεσσαλονίκη ένα νέο κατάστημα «Ακρον – Ιλιον – Κρυστάλ» και δημιουργείται η εμπορική εταιρεία ΑΤΕΝΑ ΑΕ με σκοπό τις εισαγωγές και το χονδρεμπόριο. Η δημιουργία νέων καταστημάτων συνεχίζεται, το 1978 στον Πειραιά, το 1986 στο Ψυχικό, το 1988 στο Χαλάνδρι, το 1990 στη Νέα Ιωνία και το 1992 στη Νέα Ερυθραία.


Εν τω μεταξύ στην ελληνική αγορά έχουν αρχίσει να κυριαρχούν τα σουπερμάρκετ. Το αποτέλεσμα είναι ένα μεγάλο μέρος των πωλήσεων που είχαν τα καταστήματα υαλικών και ειδών οικιακής χρήσης να περάσει σε αυτά. Είναι πλέον ορατό ότι η εταιρεία χρειάζεται κεφάλαια και αναπροσανατολισμό.


Από το 1989 η εταιρεία, επικεφαλής της οποίας είναι ο κ. Γ. Μεϊμαρίδης και επί σειρά ετών πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικής Πώλησης Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ), «βλέπει» προς τη Σοφοκλέους. Πρέπει όμως προηγουμένως η εταιρεία από ΟΕ να μετατραπεί σε ΑΕ. Και για να γίνει αυτό πρέπει να πεισθούν οι μέτοχοι, δηλαδή ο ευρύτερος κύκλος της οικογενείας.


Αυτό έγινε δυνατόν στα μέσα του 1991, δηλαδή περίπου δύο χρόνια αργότερα. Και στις 26 Ιουνίου 1991 η εταιρεία Μεϊμαρίδης – Πιρπίρογλου ΟΕ μετατρέπεται σε ΑΕ. Η χρηματοοικονομική κατάστασή της είναι οριακή. Η εισαγωγή της όμως στο Χρηματιστήριο δεν γίνεται εφικτή λόγω καθυστερημένης μετατροπής της, γεγονός που φαίνεται πως εξάντλησε τα όριά της.


Από 1ης Ιανουαρίου 1992 νέος ιδιοκτήτης είναι ο κ. Περ. Παναγόπουλος. Το κόστος της εξαγοράς σε πρώτη φάση δεν είναι μεγαλύτερο των 100 εκατ. δρχ., δεδομένου ότι η εταιρεία είχε μεγάλες υποχρεώσεις. Ωστόσο ο κ. Γ. Μεϊμαρίδης συνεχίζει να επιμένει. Διατηρεί το 29% των μετοχών και ο κ. Παναγόπουλος, παρ’ ότι διαθέτει το 71% των μετοχών, τον διατηρεί στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου.


Η νέα ομάδα των μετόχων «ανασκουμπώνεται» και αρχίζει αγώνα για να «κοντρολάρει» τις υποχρεώσεις της. Σε πρώτη φάση επιχειρεί να «γυρίσει» τα δάνεια της εταιρείας από δραχμικά σε συναλλαγματικά. Το κατόρθωσε μέχρις ενός σημείου. Παράλληλα προσπαθεί να δώσει ένα νέο πρόσωπο στην επιχείρηση. Και αναθέτει σε ειδική εταιρεία τη μελέτη. Το «lifestyle» είναι το κυρίαρχο στοιχείο της εποχής. Το κατάστημα της Νέας Ερυθραίας, που άνοιξε η νέα διοίκηση, είναι ο «πιλότος» των προθέσεων και των σχεδιασμών της.


Η επιχείρηση συνεχίζει να έχει αρκετά προβλήματα. Ωστόσο φαίνεται ότι είναι πετυχημένη η διαχείρισή τους, αφού περισσότερα από 2,5 δισ. δρχ. εισέρρευσαν στα ταμεία της εταιρείας. Σύμφωνα με τον πρώτο ισολογισμό που παρουσίασε και αφορούσε οικονομική χρήση πέραν των 12 μηνών και ο οποίος δημοσιεύθηκε την άνοιξη του 1993, οι πωλήσεις της εταιρείας ήταν 4,032 δισ. δρχ., οι συνολικές υποχρεώσεις της 3,214 δισ. δρχ. και οι ζημιές της 1,944 δισ. δρχ.


Ολα αυτά ως την στιγμή όπου κάποιος «άγνωστος» στην ελληνική αγορά ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας από την Καλαμάτα, ο κ. Γ. Κουτσογέωργας, μέτοχος των Επιχειρήσεων Αττικής ΑΕ, στη γενική συνέλευση της εταιρείας, φρόντισε να γνωριστεί με τον κ. Π. Παναγόπουλο και εν συνεχεία να του γνωστοποιήσει το ενδιαφέρον του για την αγορά τής «Μεϊμαρίδης – Πιρπίρογλου ΑΕ».


Ο κ. Παναγόπουλος δεν είχε κανένα λόγο να μην την πωλήσει. Η οικογένεια Παναγόπουλου είχε ήδη λάβει την απόφαση να εγκαταλείψει όλες τις «στεριανές» δραστηριότητές της και να στραφεί αποκλειστικά στη θάλασσα, κάτι που ήξερε να κάνει εξαιρετικώς καλά. Και, όπως είναι φυσικό, η διαχείριση και η ανάπτυξη των καταστημάτων «Ακρον – Ιλιον – Κρυστάλ» τής αποσπούσε σημαντική «ενέργεια».


Τον Νοέμβριο, λοιπόν, του 1993 το 71% των μετοχών της εταιρείας «Μεϊμαρίδης – Πιρπίρογλου ΑΕ» πέρασε στα χέρια του ελληνοαμερικανού εμπόρου από το Σικάγο (ησχολείτο με εισαγωγές – εξαγωγές) κ. Κουτσογέωργα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακροθιγώς ελέγετο, χωρίς όμως να δίδεται ιδιαίτερη έμφαση, ότι πέραν των δικών του κεφαλαίων εκπροσωπεί και κεφάλαια ομογενών από τις ΗΠΑ που επιθυμούν να τα επενδύσουν στην Ελλάδα.


Ο ισολογισμός της οικονομικής χρήσης του 1993 είναι ενδεικτικός της διαχείρισης της εταιρείας από την οικογένεια Παναγόπουλου. Οι πωλήσεις της εταιρείας το 1993 ανήλθαν σε 2,789 δισ. δρχ., οι συνολικές υποχρεώσεις της μειώθηκαν στα 2,717 δισ. δρχ. και παρουσίασε μικρά κέρδη, μόνο 8,7 εκατ. δρχ.


Το αντίτιμο της εξαγοράς είναι περί τα 3 δισ. δρχ., όσα δηλαδή διέθεσε η οικογένεια Παναγόπουλου στο διάστημα όπου η εταιρεία ήταν στην ιδιοκτησία της. Ο κ. Γ. Μεϊμαρίδης, γιος του Αντισθένη Μεϊμαρίδη, κι αυτή την φορά παρέμεινε. Ο κ. Κουτσογέωργας ­ που πάντα φροντίζει να διορθώνει τους συνομιλητές του όταν τον αποκαλούν «Κουτσόγιωργα» ­ έχει άλλα σχέδια.


Αφού προκάλεσε σε διάστημα πέντε μηνών δύο αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, κατόρθωσε να μειώσει το ποσοστό του κ. Μεϊμαρίδη στο 15%. Την άνοιξη του 1995 δημοσιεύεται ο ισολογισμός της οικονομικής χρήσης του 1994. Οι πωλήσεις της εταιρείας παρουσιάζουν ελαφρά κάμψη έναντι του 1993, ανέρχονται σε 2,664 δισ. δρχ., οι συνολικές υποχρεώσεις της παραμένουν σχεδόν στα ίδια επίπεδα, είναι 2,724 δισ. δρχ., και οι ζημιές της εκτοξεύονται στα 2,424 δισ. δρχ.


Το 1995 όμως η κατάσταση επιδεινώνεται με ταχύτατους ρυθμούς. Αν και οι πωλήσεις της παρουσιάζουν μικρή άνοδο, ανέρχονται στα 2,761 δισ. δρχ., οι συνολικές υποχρεώσεις της αυξάνονται στα 3,319 δισ. δρχ. και οι ζημιές της εταιρείας «απογειώνονται» στα 3,165 δισ. δρχ.


Από τις αρχές του 1996 ο κ. Κουτσογέωργας μέσω τραπεζών αναζητεί νέο αγοραστή. Απευθύνεται σε μεγάλα ονόματα του λιανεμπορίου και όχι μόνον. Το μόνο που εισπράττει είναι ευγενικές αρνητικές απαντήσεις. Η κατάσταση οδηγείται σε αδιέξοδο. Ολη πλέον η αγορά γνωρίζει και περιμένει το μοιραίο.


Η επιδείνωση συνεχίζεται και στη διάρκεια του 1997, ώσπου η διοίκηση της εταιρείας αρχίζει να καθυστερεί την καταβολή του μισθού των 220 εργαζομένων, οι οποίοι ξεκινούν επίσχεση εργασίας. Και όταν οι υπάλληλοι της Ιονικής Τράπεζας «εισβάλλουν» αιφνιδιαστικά στα καταστήματα «Ακρον – Ιλιον – Κρυστάλ» και κατάσχουν το εμπόρευμα έναντι οφειλών της εταιρείας προς την τράπεζα ύψους 120 εκατ. δρχ., απλώς υπογράφουν τη «ληξιαρχική πράξη θανάτου» μιας από τις ιστορικότερες εμπορικές επωνυμίες της ελληνικής αγοράς.